Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ελλάδα 2.0: Η εφαρμογή δεν ανταποκρίνεται!

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *
Από την «κανονικότητα» στο χάος.
Το τέλος της «διακυβέρνησης Μητσοτάκη» δεν θα είναι απλώς το τέλος ενός προσώπου ή μιας διακυβέρνησης.
Είναι το όριο ενός ολόκληρου φαντασιακού παραδείγματος.
Του τεχνοκρατικού μεταπολιτευτικού, νεο-αποικιοποιημένου εαυτού της Ελλάδας. Πρόκειται γι’ αυτό που ανά καιρούς εκφράστηκε ως εκσυγχρονισμός/μεταρρύθμιση/ ανανέωση/ εξευρωπαϊσμός/ ψηφιακή μετάβαση/αναβάθμιση/ επανεκκίνηση/ αναμόρφωση/ εξυγίανση/ επανασχεδιασμός/ ανασύνταξη και άλλα ανάλογα εύηχα «παραμύθια» -που η ελληνική γλώσσα προσφέρει αφειδώλευτα- και τα οποία χρυσο-πουλήθηκαν στην πολιτική πιάτσα.
Η εξάντληση του «αφηγήματος της κανονικότητας»
Η «κανονικότητα» της Κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει κάτω από το βάρος των ίδιων των υποσχέσεων της.
Το αφήγημα του «σταθερού διαχειριστή» -του ανθρώπου που «ξέρει, υπολογίζει, ελέγχει»- δεν μπορεί να σταθεί όταν η πραγματικότητα ξεφεύγει από τον έλεγχο. Τέμπη, φυσικές καταστροφές, σκάνδαλο παρακολουθήσεων, σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, κοινωνική βία, ακρίβεια, αυξανόμενη ανασφάλεια, είναι μόνο οι καθολικά ορατές όψεις του παγόβουνου του Χάους που βιώνει η ελληνική κοινωνία και κάτω από την επιφάνεια, σε κάθε νοικοκυριό, σε κάθε ψυχισμό.
Η «λογική του συστήματος» αρχίζει να σπάει υπό το βάρος των ίδιων της των εργαλείων. Η τεχνοκρατία δεν μπορεί να απαντήσει στο υπαρξιακό πρόβλημα του λαού και της χώρας, γιατί ο «αλγοριθμισμός» ή ο «τεχνοκρατισμός» δεν μπορεί να παράξει νόημα.
Το τέλος της «διακυβέρνησης Μητσοτάκη» σημαίνεται από το σημείο όπου ο manager-ηγέτης παύει να λειτουργεί ως υποκατάστατο «του σοβαρού και υπεύθυνου πατέρα» που συμβολοποιήθηκε στον αντίποδα του «επιπόλαιου έφηβου»… που «μας εξέθεσε στην Ευρώπη με τα ανώριμα καμώματα του».
Η κοινωνία αρχίζει να καταλαβαίνει πλέον ότι πίσω από τα dashboards και τις εφαρμογές -εδώ και δεκαετίες- υπάρχει ένα σύστημα χωρίς ψυχή.
Η κόπωση του «κανονικού υποκειμένου»
Η «κανονικότητα» που υποσχέθηκε ήταν μια ψυχολογική συμφωνία: «θα σου προσφέρω σταθερότητα, αν παραιτηθείς από την ανάγκη να αλλάξεις τον κόσμο, αν υποταχθείς αδιαμαρτύρητα.»
Αλλά αυτή η σταθερότητα έγινε κενό εμπειρίας, έγινε χάος.
Η καθημερινότητα υπό τη ΝΔ είναι «κανονική» μόνο για όσους έχουν αποδεχτεί τη ζωή ως διαρκές management. Για όσους δηλαδή έχουν παγιδευτεί για τα καλά στο αφήγημα της «Κοινωνίας της Κόπωσης/Επίδοσης», όπως την ορίζει ο Byung-Chul Han.
Οι υπόλοιποι – νέοι, εργαζόμενοι, γυναίκες, εκπαιδευτικοί, μικρομεσαίοι, καλλιτέχνες κ.α.- νιώθουν αόρατοι μέσα σε μια «κοινωνία των data».
Έτσι, το κοινωνικό σώμα αποσύρεται από τη συναίνεση. Δεν εξεγείρεται θετικά, αλλά παγώνει, απαξιώνει, λοιδωρεί, αποστασιοποιείται και εύλογα αναζητά άλλες αυθεντικές εκφράσεις ανθρωπιάς, συγκίνησης και αλληλεγγύης.
Πρόκειται για ένα νέο είδος κρίσης που είναι περισσότερο εξάντληση, παρά εξέγερση.
Ο «Μητσοτακισμός», δηλαδή, όπως και ο προκάτοχος του «Σημιτισμός», καταρρέει όχι από ήττα, αλλά από απο-νοηματοδότηση, από κενό. Και βέβαια η ίδια απο-νοηματοδότηση αφορά και κάθε άλλο πολιτικό φορέα που θα επιχειρήσει έναν -ακόμη- «εκσυχρονισμό».
Η αποτυχία της «ταύτισης με τον αφέντη».
Όπως γράφει ο Alexander Kiossev -καθηγητής Ιστορίας του Σύγχρονου Πολιτισμού στη Σόφια- ο αυτο-αποικιοποιημένος εαυτός «πληγώνεται από την ίδια του την ταύτιση με τον κυρίαρχο».
Η ελληνική μεσαία τάξη, που ταυτίστηκε με το πρότυπο του «αποτελεσματικού, μορφωμένου, φιλοδυτικού» ανακαλύπτει ότι αυτή η ταύτιση δεν προσφέρει πια ούτε αποτελεσματικότητα, ούτε ασφάλεια, αλλά ούτε και ευρωπαϊκή αναγνώριση.
Ο «δυτικός» Μητσοτάκης δεν αναγνωρίζεται ούτε καν από τη Δύση (που τον είδε όσο τον είδε εργαλειακά), ούτε από την κοινωνία (που τον βλέπει πλέον ως αλαζονικό, ψυχρό ή και ανεπαρκή).
Το φαντασιακό της «ανωτερότητας» μετατρέπεται ξανά σε συλλογική ντροπή.
Ο «εκσυγχρονισμένος» εαυτός επιστρέφει -και πάλι- στον παλιό του ρόλο. Το παιδί από την επαρχία που προσπάθησε να μιμηθεί τον πολιτισμένο και πετυχημένο Ευρωπαίο/ξένο και κατάντησε μια καρικατούρα, μια «αστεία γκριμάτσα», που εκλιπαρεί για κάποιο νεύμα ορατότητας από  τον «αυτοκράτορα της Δύσης». Η ψυχική κόπωση, η αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει», είναι σύμπτωμα αυτής της επαναλαμβανόμενης ταύτισης και απογοήτευσης
Η Ελλάδα ζει ξανά τη στιγμή που το φαντασιακό της Ευρώπης -ως του Μεγάλου Άλλου- δεν λειτουργεί πια ως πηγή νοήματος.
Το τέλος της «μηχανής»
Ο «Μητσοτακισμός», πολύ περισσότερο απ’ ότι ο Σημιτικός εκσυγχρονισμός, δεν υπήρξε μόνο μια πολιτική γραμμή. Ήταν μια κοσμοεικόνα, στηριγμένη στην πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι ένα data system που διορθώνεται με σωστό κώδικα και με την «επιτελική διακυβέρνηση» των αρίστων μανατζαρέων.
Όμως, μετά τα Τέμπη, τις φωτιές, τις πλημμύρες, τις «επιδοτήσεις», ο Έλληνας βιώνει ξανά, με αμηχανία, την αλήθεια του απρόβλεπτου, του τραύματος, του ανθρώπινου.
Ιδιαίτερα με το Ρήγμα των Τεμπών, η φαντασίωση του «τέλειου συστήματος» σπάει και στη θέση της αναδύεται η ανάγκη νοήματος, σχέσης, πένθους. Δηλαδή, όλα όσα ο «Μητσοτακισμός» είχε απωθήσει ως «ανορθολογικά».
Το τέλος της «διακυβέρνησης Μητσοτάκη» έρχεται καθώς ο άνθρωπος επανέρχεται μέσα στον αλγόριθμο. Δηλαδή, το ψυχικό, το τραυματικό, το ανθρώπινο- αυτό που η τεχνοκρατία προσπαθεί να αποβάλει- επιστρέφει μέσα στην καρδιά του συστήματος.
Η πραγματικότητα αρχίζει να «μην υπακούει» στα δεδομένα.
Οι δείκτες μπορεί να είναι καλοί, αλλά οι άνθρωποι είναι εξαντλημένοι. Η οικονομία μπορεί να «τρέχει», αλλά η κοινωνία μαραίνεται.
Όταν η τεχνοκρατική εξουσία χάνει την ικανότητα να παράγει συναίσθημα, εμπιστοσύνη, ελπίδα, τότε «ο άνθρωπος επιστρέφει»- με τη μορφή του θυμού, της αποξένωσης, της απώθησης, της ψυχικής κόπωσης.
Αυτός είναι ο ασυνείδητος τρόπος με τον οποίο τα φαντασιακά πεθαίνουν: όταν η ζωή που υποτίθεται ότι οργάνωσαν, δεν χωρά πια μέσα στα όρια τους. Όταν η κοινωνία ζητάει όχι πια «απόδοση», αλλά αλήθεια. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα.
Η κρίση ως “ανθρώπινο bug”
Η σύγκρουση που ζούμε τώρα -με την κοινωνία κουρασμένη, την εξουσία αυτάρεσκη και τον κόσμο συναισθηματικά παγωμένο- είναι σαν ένα «σφάλμα» στο σύστημα.
Ο αλγόριθμος (το αφήγημα της κανονικότητας, της απόδοσης, της επιτυχίας) προσπαθεί απεγνωσμένα να λειτουργεί ακόμη, αλλά οι άνθρωποι δεν «τρέχουν» πια μέσα του.
Δεν πιστεύουν, δεν συγκινούνται, δεν ακολουθούν. Ο θυμικός κινητήρας του συστήματος έχει σβήσει.
Το τέλος μιας μακράς αποικιοποιημένης φαντασίωσης
Αν το δούμε ιστορικά, ο «Μητσοτακισμός» είναι η ύστερη φάση της εξάρτησης που ξεκίνησε -μεταπολιτευτικά- με τον Καραμανλή («ανήκομεν εις την Δύσιν») και «εκλογικεύτηκε» με τον Σημίτη («να γίνουμε Ευρώπη»). Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι στην κυβέρνηση αυτή στεγάστηκαν τόσα “ορφανά” του Σημίτη.
Η σημερινή κρίση, λοιπόν, δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι κοσμο-ϊστορική. Η Δύση η ίδια έχει χάσει το κύρος του «πολιτισμένου προτύπου», ιδιαίτερα μετά τη στάση της στα Μνημόνια, τη στάση της στο Παλαιστινιακό ή στην Ουκρανία και το Rearm ή με την άνοδο του Τραμπισμού στις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα δεν έχει πια «πού να στραφεί» για να καθρεφτιστεί.
Και γιατί αυτό σημαίνει «τέλος Μητσοτάκη»;
Γιατί το «σύστημα Μητσοτάκη» -όπως και κάθε τεχνοκρατική εξουσία- μπορεί να επιβιώσει μόνο όσο οι άνθρωποι αποδέχονται να λειτουργούν σαν δεδομένα (data).
Όταν οι άνθρωποι σταματούν να λειτουργούν προβλέψιμα, όταν αρχίζουν να ζητούν νόημα, σχέση, φωνή, δικαιοσύνη, συγκίνηση -και αυτό είναι το μεγάλο συλλογικό «δώρο» του Τραυματικού εγκλήματος των Τεμπών- τότε ο αλγόριθμος παύει να αποδίδει.
Άρα, το τέλος της «διακυβέρνησης Μητσοτάκη» δεν έρχεται απαραίτητα με μια εκλογική ήττα. Έρχεται τη στιγμή που η κοινωνία αρνιέται να συμμετάσχει στο παιχνίδι της ψυχρής λογικής και αρχίζει να μιλά ξανά ανθρώπινα.
Το τέλος έρχεται καθώς η ελληνική κοινωνία, που εκπαιδεύτηκε με το στανιό να σκέφτεται σαν Excel, θυμάται και πάλι ότι δεν είναι άθροισμα “κελιών” ή pixels, αλλά ανθρώπινη συνάντηση.
Όταν δηλαδή το ανθρώπινο στοιχείο – το πάθος, το πένθος, το συναίσθημα – διαρρηγνύει την πειθαρχία των αριθμών και ως εκ τούτου το αφήγημα καταρρέει από μέσα.
Το τέλος αυτό δεν θα είναι θεαματικό. Θα είναι μια αποσύνθεση.
Όπως «πεθαίνει» μια εφαρμογή που κανείς δεν χρησιμοποιεί πια, έτσι θα σβήσει κι αυτό το μεταπολιτευτικό μοντέλο διακυβέρνησης- όχι από μια επανάσταση, αλλά από απώλεια νοήματος.
Εδώ ανοίγει το ενδεχόμενο μιας απο-αποικιοποίησης του φαντασιακού: να πάψουμε να ζητάμε «νέα έκδοση» του συλλογικού εαυτού μας και να ξαναφτιάξουμε ή να αποκαταστήσουμε την έννοια του συλλογικού εαυτού.
Και τότε, ίσως για πρώτη φορά, η Ελλάδα θα σταθεί χωρίς την «Ευρώπη-μεγάλο Άλλο», χωρίς τεχνολογικό Θεό και θα πρέπει να ρωτήσει ξανά:
Ποιοι είμαστε;
Τι σημαίνει στ’ αλήθεια πρόοδος;
Τι Ελλάδα θέλουμε;
Αυτό δεν θα είναι πολιτική αλλαγή. Θα είναι συλλογική ψυχική μετάβαση: από την αυτο-αποικιοποίηση στην ενδογενή δημιουργία ενός νέου συλλογικού νοήματος.
* Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος, Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Neapolis. 
Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο