Της Ελένης Προκοπίου
Προσφάτως και μάλιστα μετά την ψήφιση του ν. 5221/2025 για τις παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εμφανίστηκε καταιγισμός δικαιολογητικών άρθρων για τη στήριξη του νόμου αυτού, θέτοντας το αίτημα ριζικών αλλαγών στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση της «αργής δικαιοσύνης». Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές η αργή δικαιοσύνη «δεν είναι απλώς μία καθυστερημένη μεταρρύθμιση αλλά είναι φόρος στην οικονομία» καθώς «δεσμεύει κεφάλαια και παγώνει επενδύσεις» και με τον τρόπο αυτό οδηγεί σε «χαμένες ευκαιρίες». Η αργή λειτουργία των θεσμών όπως ισχυρίζονται, έχει ως αποτέλεσμα την απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοσύνη η οποία «δεν εκδίδει τις αποφάσεις στην ώρα τους» λόγω της διαχρονικής πρακτικής των αναβολών στην ποινική και πολιτική διαδικασία.
Αφήνοντας κατά μέρος τους ισχυρισμούς περί αργής έκδοσης αποφάσεων και περί αναβολών, ζητήματα καθαρά τεχνικά που αφορούν τους δικαστές και λύνονται με διοικητικό τρόπο, τίθεται το ερώτημα για ποιόν είναι αργή η δικαιοσύνη; Σε βάρος ποίου δημιουργούνται οι «χαμένες ευκαιρίες»;
H πραγματικότητα όμως μας δείχνει ότι Τράπεζες και εισπρακτικές έχουν αποκτήσει πάνω από 20.000 ακίνητα, επισπεύδοντας τους πλειστηριασμούς την ώρα που τα περισσότερα κόκκινα δάνεια παραμένουν αρρύθμιστα αφού οι εισπρακτικές κωλυσιεργούν τις ρυθμίσεις των δανείων και πιέζουν τους δανειολήπτες για την είσπραξη του συνόλου της οφειλής (και των τόκων) χωρίς κανένα κούρεμα, με τον μπαμπούλα της κατάπτωσης των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος ΗΡΑΚΛΗΣ, εμφανίζουν δε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην επικοινωνία και στην επεξεργασία κάθε είδους αιτημάτων εκ μέρους των δανειοληπτών, καταφεύγοντας σε όλο και περισσότερο καταχρηστικές μεθόδους.
Εταιρείες ειδικού σκοπού ως διάδοχοι των Τραπεζών, με άγνωστους μετόχους , εταιρείες με έδρα την Ιρλανδία η οποία όχι μόνο δεν συνεργάζεται φορολογικώς με την Ελλάδα αλλά επιπλέον ανήκει στις χώρες στις οποίες δεν έχει αρμοδιότητα ελέγχου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καθιστώντας απολύτως δυσχερή αν όχι αδύνατο τον έλεγχο των εταιρειών αυτών.
Ένας λαβύρινθος εταιρειών που κερδοσκοπούν με τα δάνεια εκατομμυρίων Ελλήνων, «τζογάροντας» πάνω στις κατοικίες τους τις οποίες βλέπουν ως «ευκαιρίες» γρήγορου πλουτισμού σε συνεργασία με τους σε διάφορες χώρες φίλους τους «επενδυτές» οι οποίοι αγόρασαν τα δάνεια αυτά στο 4-5-6 % της αξίας τους.
Οι ήδη ασκηθείσες ανακοπές κατά των διαταγών πληρωμής και των πλειστηριασμών που συνιστούν τη μοναδική δικαστική προστασία των οφειλετών , έγιναν για πολύ σοβαρούς ουσιαστικούς αλλά και δικονομικούς λόγους κατεξοχήν δε λόγω της καταχρηστικότητας των μεθόδων των funds που αφορούν είτε ζητήματα τόκων είτε ζητήματα σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση των servicers οι οποίοι ούτε κοινοποίησαν ούτε προσκόμισαν τα αποδεικτικά έγγραφα για τη νόμιμη μεταβίβαση των απαιτήσεων και τη νόμιμη ανάθεση διαχείρισης σε αυτούς: λόγοι που σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο οδηγούν στο να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί κάθε διαδικασία εκτέλεσης.
Πολλές από τις ανακοπές αυτές ανεβλήθησαν νομίμως εν τη αναμονή του σφόδρα διαφημισθέντος «εξωδικαστικού μηχανισμού» ο οποίος όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε ρύθμιση της κατάστασης των δανείων αλλά ως προϊόν ενός αφηρημένου «αλγορίθμου», μετατράπηκε σε μέσον για τον υπερδιπλασιασμό και τριπλασιασμό του δανείου το οποίο όχι μόνο δεν κουρεύεται αλλά σε οφειλέτες με ακίνητη περιουσία, τους απογυμνώνει ακόμα και από την κατοικία τους.
Και ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα της εφαρμογής των διατάξεων της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού, ο νέος νόμος 5221/2025 περί παρεμβάσεων για τη μείωση του χρόνου εκδίκασης των ανακοπών, προβλέπει υποχρεωτική διαδικασία επαναπροσδιορισμού των εκκρεμών ανακοπών μέσω νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, στην οποία πρέπει να ενταχθούν όλες οι εκκρεμείς ανακοπές, άλλως θα θεωρούνται ως «μηδέποτε ασκηθείσες» και πιο συγκεκριμένα οι ανακοπές με δικάσιμο μετά την 1-1-2026 θεωρούνται «αυτοδικαίως αποσυρθείσες»! Ανακοπές δηλαδή που δικάζονται μετά την 1-1-2026 μετ’ αναβολήν , η οποία αναβολή εδόθη ακριβώς ως προσπάθεια ρύθμισης της υπόθεσης μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, άνευ δε αυτής της αιτίας θα είχαν ήδη εκδικασθεί!
Ποιος ήταν ο λόγος για την απόσυρση αυτών των ανακοπών οι οποίες μάλιστα δικάζονται στους επόμενους μήνες και πιθανολογείται σφόδρα η ευδοκίμηση τους αφού όπως είπαμε η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται χωρίς νόμιμα έγγραφα μεταβίβασης των απαιτήσεων και της ανάθεσης διαχείρισης στους ίδιους, έγγραφα που δεν έχουν κοινοποιηθεί προ της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης στους οφειλέτες; Για ποιο λόγο η κυβέρνηση φέρνοντας αυτό τον νόμο, επεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης με την υποχρεωτική απόσυρση νομίμως κατατεθέντων και υπό συζήτηση δικογράφων;
H υποχρεωτική αυτή διαδικασία επαναπροσδιορισμού ανακοπών οι οποίες είναι ήδη προσδιορισμένες προς συζήτηση, είναι μία παρελκυστική τακτική που παραβαίνει τις διατάξεις του ενοχικού δικαίου και της πολιτικής δικονομίας με μία fast truck διαδικασία με σκοπό την πλήρη αποδυνάμωση των δανειοληπτών στερώντας τους από το τελευταίο δικαστικό όπλο, επιβαρύνοντάς τους μάλιστα με νέες αμοιβές δικηγόρων της τάξεως τουλάχιστον των 1000 ευρώ.
Η κρίση των δανείων από την επιτροπή εξωδικαστικού μηχανισμού μέσω αλγορίθμου και προπάντων η υποχρεωτική απόσυρση νόμιμων καθόλα ανακοπών κατά της εκτέλεσης και η ένταξή τους σε νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα και εν συνεχεία η εκδίκασή τους με συνοπτικές διαδικασίες και με κριτήρια ομοιομορφίας τουλάχιστον ασαφή και ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που βρίσκονται σε πορεία εκδίκασης σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους , συνιστά ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης και όχι ένα καθεστώς δικαιοσύνης η οποία προσβάλλεται βάναυσα από τον νέο άδικο νόμο του Κοινοβουλίου που αφού τα έδωσε σε εταιρείες της Ιρλανδίας, καθιστά τα ακίνητα των Ελλήνων μέσο κρυφής συναλλαγής για τη συγκέντρωση της γης σε χέρια λίγων και μάλιστα αλλοδαπών.
Η με διαδικασία κατεπείγοντος μέσω της πλατφόρμας συνοπτική δικαστική αντιμετώπιση των παραπάνω ανακοπών δεν παρέχει εγγυήσεις για την ορθή απονομή δικαιοσύνης η οποία νοείται μόνον ως εξατομικευμένη δικαιοσύνη με την επιμέρους κρίση επί όλων των πραγματικών στοιχείων που συνιστούν το ιστορικό κάθε υπόθεσης, αλλιώς δεν πρόκειται για δικαιοσύνη αλλά για κατάφωρη αδικία. Συνέπεια αυτής της αδικίας είναι ότι τα σπίτια των Ελλήνων στερούνται της δέουσας δικαστικής προστασίας αφού αντιμετωπίζονται ως απλά οικονομικά αγαθά και ως μέσον εμπορικής συναλλαγής που το «ρίχνουν στην αγορά» με σκοπό την κερδοσκοπία, παραβιάζοντας το κοινωνικό δικαίωμα των Ελλήνων στην κατοικία που προστατεύεται από το Σύνταγμα καθώς και την αρχή της αλληλεγγύης που επιβάλλει τη νομική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών ώστε να εξυπηρετηθεί το κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα οι ευπαθείς ομάδες.
Με τη διαδικασία αυτή οι Έλληνες δανειολήπτες στερούνται ήδη με διοικητικά μέτρα την προστασία του νόμου που δικαιούνται (με βάση το Αστικό δίκαιο και την Πολιτική Δικονομία) και πρόκειται να τη στερηθούν και στο μέλλον, κυνηγημένοι από εταιρείες με τις οποίες ουδέποτε συνεβλήθησαν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δια του κ. Στουρνάρα η οποία μέχρι σήμερα έχει ασκήσει πλημμελή αν όχι ανύπαρκτη εποπτεία στη δραστηριότητα των funds, διεκήρυξε μάλιστα την ανάγκη καλλιέργειας της χρηματοοικονομικής αντίληψης την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε ως «δημόσιο αγαθό». Όμως δημόσιο αγαθό δεν είναι η χρηματοοικονομική αντίληψη αλλά η δικαιοσύνη, ότι δηλαδή καθένας θα λαμβάνει αυτό που του αναλογεί κάτω από δίκαιους νόμους, σύμφωνα δε με την αρχή της αλληλεγγύης, η σχέση πιστωτών – δανειοληπτών είναι κατεξοχήν δημόσια υπόθεση υπό την εγγύηση του κράτους προς όφελος των ασθενέστερων ομάδων και όχι υπόθεση ‘χαμένων ευκαιριών’ στην υπηρεσία μιας χρηματοοικονομικής αντίληψης.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη δεν απορρέει από την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων «στην ώρα τους» αλλά από την έκδοση δίκαιων δικαστικών αποφάσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και ταυτόχρονα κρίνουν κατ’ ουσίαν τη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις περιστάσεις της και όχι με τη συνεχή διευκόλυνση των funds για να πουλήσουν τα σπίτια των Ελλήνων στους πλειστηριασμούς.
Η σχολαστική τήρηση της νομικής διαδικασίας είναι καθήκον των δικαστών καθώς είναι ακριβώς αυτή που συνιστά την ίδια την ουσία της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών – δανειοληπτών απέναντι σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι όχι μόνο προωθούν νομοθετικές διευκολύνσεις για να αποφύγουν τον δικαστικό έλεγχο αλλά πλέον προωθούν και διαδικασίες «απρόσωπης» δικαιοσύνης με διοικητικά μέτρα – πλατφόρμες, καταργώντας την ίδια την έννοια του δικαίου στη χώρα μας το οποίο μετατρέπεται σε μία απλή οργανωτική – τεχνική ρύθμιση. Η υπεράσπιση του κράτους δικαίου απέναντι σε αυτή τη νεοφιλελεύθερη ασύδοτη τακτική είσπραξης των δανείων είναι και καθήκον των δικηγόρων, αφορά δε όλους τους πολίτες και όχι μόνο τους οικονομικά ευάλωτους ή τους άνεργους καθώς η απαίτηση δικαιοσύνης υφίσταται στο ακέραιο για όλους τους δανειολήπτες οι οποίοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
Η εργαλειοποίηση του νόμου, η προσπάθεια χειραγώγησης της δικαιοσύνης, η μετατροπή του κράτους δικαίου σε κράτος έκτακτης ανάγκης στο οποίο δεν τηρούνται πλέον οι κανόνες δικαιοσύνης καταργεί και κάθε ασφάλεια δικαίου που είναι απαραίτητη προϋπόθεση σε μία οργανωμένη κοινωνία. Υπό το πρόσχημα της «αργής δικαιοσύνης» συντελείται η κατάργηση κάθε δικαιοσύνης.