51,3% του ελληνικού πληθυσμού ήταν γυναίκες στην απογραφή του 2021
Σε όλους σχεδόν τους λαούς και όλες τις ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες τείνουν να ζουν περισσότερο από τους άνδρες, ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλά ακόμα είδη θηλαστικών.
Αν και το χάσμα μακροβιότητας μεταξύ των δύο φύλων έχει περιοριστεί σε κάποιες χώρες λόγω της ιατρικής προόδου και της βελτίωσης των συνθηκών ζωής, η διαφορά είναι απίθανο να εξαφανιστεί στο μέλλον, προκύπτει από νέα μελέτη. Τα αίτια φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωμένα στην εξέλιξη.
Η διεθνής έρευνα που δημοσιεύεται στο «Science Advances», η μεγαλύτερη του είδους της, εξετάζει δεδομένα για 1.176 είδη θηλαστικών και πτηνών σε ζωολογικούς κήπους, καθώς και παρατηρήσεις για πληθυσμούς 110 ειδών στη φύση. Το μοτίβο που προκύπτει είναι σαφές: στα περισσότερα είδη θηλαστικών τα θηλυκά ζουν περισσότερο, 12% κατά μέσο όρο. Το αντίθετο συμβαίνει στα πτηνά, όπου τα αρσενικά ζουν 5% περισσότερο.
Τα ευρήματα, λένε οι ερευνητές, προσφέρουν στήριξη σε τρεις διαφορετικές εξηγήσεις που έχουν προταθεί.
Η γνωστότερη θεωρία αφορά τα φυλετικά χρωμοσώματα: στα θηλαστικά, τα θηλυκά φέρουν δύο αντίγραφα του γονιδίου Χ, ένα από κάθε γονέα, ενώ τα αρσενικά φέρουν ένα Χ από τη μητέρα και ένα Υ από τον πατέρα. Θεωρητικά, τα θηλυκά είναι καλύτερα προστατευμένα από μεταλλάξεις στο χρωμόσωμα Χ, δεδομένου ότι οι βλάβες αντισταθμίζονται από το υγιές αντίγραφο. Το αντίστροφο ισχύει κατά κανόνα στα πτηνά, όπου τα φυλετικά χρωμοσώματα διαφέρουν: τα αρσενικά φέρουν δύο αντίγραφα του χρωμοσώματος Ζ και ζουν περισσότερο, ενώ τα θηλυκά φέρουν ένα Ζ και ένα W. Και στις δύο ομάδες ζώων υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις, κάτι που υποδεικνύει ότι τα χρωμοσώματα είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ, ανέφεραν οι ερευνητές.
Κάποιες από αυτές τις εξαιρέσεις εξηγούνται από μια δεύτερη υπόθεση, τη θεωρία της σεξουαλικής επιλογής. Σε πολλά είδη, τα θηλυκά έλκονται από κυρίαρχα αρσενικά με μεγάλο σωματικό μέγεθος ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως τα κέρατα ή τα φτερά του παγονιού. Τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία απαιτούν μεγάλη δαπάνη ενέργειας και συχνά δεν έχουν λειτουργική αξία, από τη μία αυξάνουν την αναπαραγωγική επιτυχία, από την άλλη περιορίζουν το προσδόκιμο ζωής. Το φαινόμενο αυτό, λένε οι ερευνητές, είναι εμφανές στα περισσότερα θηλαστικά και στα πολυγαμικά είδη πτηνών. Στα μονογαμικά είδη, αντίθετα, ο σεξουαλικός ανταγωνισμός είναι περιορισμένος και τα αρσενικά συχνά ζουν περισσότερο.
Η μελέτη προσφέρει επίσης στήριξη στη θεωρία της γονικής φροντίδας, σύμφωνα με την οποία τα θηλυκά άτομα, τα οποία αναλαμβάνουν τη φροντίδα των μικρών, έχουν εξελιχθεί να ζουν περισσότερο, μέχρι οι απόγονοί τους να φτάσουν την ενηλικίωση.
Ενα άλλο σημαντικό εύρημα είναι ότι η διαφορά στη διάρκεια ζωής είναι μικρότερη στους ζωολογικούς κήπους, όπου τα ζώα δέχονται μικρότερες περιβαλλοντικές πιέσεις. Ακόμα και σε συνθήκες αιχμαλωσίας όμως οι διαφορές παραμένουν, κάτι που σημαίνει ότι το περιβάλλον παίζει ρόλο αλλά όχι καθοριστικό. Το φαινόμενο, είπαν οι ερευνητές, έχει βαθιές εξελικτικές ρίζες και πιθανότατα θα συνεχίσει να ισχύει στο μέλλον παρά την πρόοδο της ιατρικής.