Η απόφαση του Νετανιάχου να μεταδώσει την ομιλία του στον ΟΗΕ με μεγάφωνα που ακούγονταν σε όλη τη Γάζα, με πρόσχημα ότι απευθύνεται στους ομήρους, δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Οι ναζιστές αξιωματούχοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν το Νταχάου χρησιμοποιούσαν παρόμοιες τεχνικές που έκτοτε έχουν χαρακτηριστεί σαν βασανιστήρια από τον ΟΗΕ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το εβραίκό εκπαιδευτικό δίκτυο ORT περιγράφει ως εξής τη συγκεκριμένη πρακτική στο Νταχάου:
«Εκτός από τα βασανιστήρια με γερμανική «εθνική» μουσική, το σύστημα μεγαφώνων χρησιμοποιούνταν επίσης τακτικά κατά τη διάρκεια εορτών και διακοπών που είχαν συμβολική σημασία για το ναζιστικό καθεστώς. Παραδείγματα αυτού ήταν η Πρωτομαγιά (1 Μαΐου), που οι Ναζί εκμεταλλεύονταν για τους δικούς τους σκοπούς. Το σύστημα μεγαφώνων χρησιμοποιούνταν επίσης κατά τη διάρκεια εκλογών, συνεδρίων του κόμματος και δημοψηφισμάτων. Τις ημέρες αυτές, οι Ναζί βασάνιζαν τους κρατούμενους, τους οποίους είχαν χαρακτηρίσει «απάτριδες», με ομιλίες ηγετών του ναζιστικού κόμματος…. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του ναζιστικού κόμματος το καλοκαίρι του 1933, η εργασία των κρατουμένων διακόπηκε σκόπιμα, ώστε να μπορούν να ακούσουν τις ναζιστικές ομιλίες και την απειλητική μουσική που τις συνόδευε…
Οι επικεφαλής του στρατοπέδου έβλεπαν αυτές τις δημόσιες ραδιοφωνικές μεταδόσεις ως επίδειξη της δύναμής τους, ως ευκαιρία να δείξουν στους φυλακισμένους πολιτικούς αντιπάλους τους τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση του ναζιστικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα, αυτές οι εκπομπές του γερμανικού ραδιοφώνου (που σε κάποιο βαθμό υπήρχαν και σε άλλα στρατόπεδα) αποτελούσαν μέρος μιας σειράς μέτρων που αποσκοπούσαν στην πολιτική επανεκπαίδευση των κρατουμένων. Για τους κρατούμενους, αυτές οι εκπομπές αντιπροσώπευαν μια επιπλέον σωματική καταπόνηση, επειδή ενώ άκουγαν έπρεπε να στέκονται σιωπηλοί για μεγάλες περιόδους. Για άλλους, αλλά ιδίως για τους πολιτικούς κρατούμενους, οι ραδιοφωνικές εκπομπές στο Νταχάου αποτελούσαν μια μορφή ψυχολογικού τρόμου.
Τους υπενθύμιζαν συνεχώς το γεγονός ότι βρίσκονταν στα χέρια των εχθρών τους και δεν είχαν κανένα μέσο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο Βέντσελ Ρούμπνερ έγραψε: «Για εμάς, το ραδιόφωνο δεν ήταν κάτι σαν ψυχαγωγία, αλλά μια νέα μορφή βασανιστηρίου για τις ψυχές μας. Έπρεπε να ακούμε τις ομιλίες του Φύρερ και τον ίδιο να μας προσβάλλει βάναυσα, εμάς και τους συντρόφους μας. Μας ανάγκαζαν να ακούμε τραγούδια που εξίσου χλεύαζαν τις πεποιθήσεις μας».