Σε δέκα χρόνια κάθειρξη χωρίς αναστολή καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για την υπόθεση της «γιάφκας του Παγκρατίου» ο Βασίλης Γκόνης, υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ή αλλιώς, όπως παρουσιαζόταν από τα ΜΜΕ, ο «49χρονος φιλόλογος».
Υπενθυμίζεται πως περί τα τέλη του περασμένου Νοέμβρη προφυλακίστηκε κατηγορούμενος ως ιδρυτής και μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και για κατοχή οπλισμού, καθώς υπήρξε η καταγραφή του από κάμερα του υποκαταστήματος της Alpha Bank Παγκρατίου να καταθέτει το ενοίκιο της επίμαχης αποθήκης. Από την πρώτη στιγμή ο ίδιος είπε ότι έκανε εξυπηρέτηση σε έναν φίλο που δυσκολευόταν οικονομικά. Υπενθυμίζεται ότι κατά την περίοδο της σύλληψής του, σε μια προσπάθεια διόγκωσης του ήδη παράλογου κατηγορητηρίου, οι Αρχές είχαν επιχειρήσει να τον κατηγορήσουν και για τοποθέτηση βομβών, πράγμα όμως τόσο κραυγαλέο που το απέσυραν μόνοι τους.
Οπως ο ίδιος ανέφερε σε επιστολή του στην «Εφ.Συν.» τον περασμένο Φεβρουάριο («Μια οφειλόμενη απάντηση» 28.2.2025), «τους εξήγησα ότι έκανα την κατάθεση σίγουρος ότι πληρώνω το ενοίκιο της κατοικίας ενός φίλου από τα φοιτητικά μου χρόνια που μου το είχε ζητήσει επειδή αντιμετώπιζε χρόνια οικονομικά προβλήματα. Τους είπα μάλιστα ότι τον είχα ξαναβοηθήσει με τον ίδιο τρόπο άλλες 2-3 φορές, γιατί πίστευα ότι έχω ηθική υποχρέωση να βοηθάω έναν παλιό γνωστό που είχε ανάγκη. Ερεύνησαν τα πάντα, για να επιβεβαιωθεί τελικά αυτό που τους έλεγα από την αρχή: Οτι δεν έχω καμία σχέση με το περιεχόμενο αυτής της αποθήκης, ότι αγνοούσα ακόμη και την ύπαρξή της. Οτι δεν είναι έγκλημα να καταθέσεις 100 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του σπιτονοικοκύρη κάποιου, όντας βέβαιος ότι τον βοηθάς να αποφύγει την έξωση».
Την περασμένη Δευτέρα ο Β. Γκόνης καταδικάστηκε για ίδρυση και συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση «Επαναστατική Συνέχεια», η οποία προχώρησε σε μόνο μία ενέργεια το 2010, και για κατοχή εκρηκτικών που της αποδόθηκαν με μοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο ότι πλήρωσε εκείνο το ενοίκιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας των Αρχών δεν προέκυψαν ούτε φυσικά ευρήματα, όπως για παράδειγμα DNA, αποτυπώματα κτλ, ούτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να τον συνδέουν με τον χώρο ή με την τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οργάνωση δεν εμφανίστηκε ξανά από το 2010 και μετά που είχε πραγματοποιήσει βομβιστική επίθεση στα γραφεία της JP Morgan στο Κολωνάκι, ενώ η μοναδική σύνδεσή της με την αποθήκη του Παγκρατίου είναι ότι βρέθηκε κομμάτι της επίμαχης προκήρυξης σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που κατασχέθηκε. Ωστόσο δεν προέκυψε καμία σύνδεση της εν λόγω οργάνωσης με τον Β. Γκόνη, ο οποίος σε μια ιονεσκική δικαστική απόφαση καταδικάστηκε για την ίδρυσή της!
Ενώπιον του δικαστηρίου κατέθεσαν τόσο οι ιδιοκτήτες της αποθήκης, που είπαν ότι δεν γνωρίζουν τον κατηγορούμενο ούτε νοίκιασαν σε αυτόν την αποθήκη, όσο και ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, που είπε με βεβαιότητα ότι δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του. Η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο Β. Γκόνης είναι ότι πλήρωσε το ενοίκιο μιας αποθήκης για λογαριασμό ενός φίλου, ουσιαστικά όμως «τιμωρήθηκε» επειδή αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα του ανθρώπου που εξυπηρετούσε. Αυτό φάνηκε καθώς όλη η ακροαματική διαδικασία περιστράφηκε γύρω από αυτή την πληροφορία.
Μάλιστα ο ίδιος κατά την απολογία του, αφού παρουσίασε το ποιος είναι ενώπιον του δικαστηρίου, είπε ότι είναι αντίθετο σε οποιονδήποτε αξιακό κώδικα να καταδώσει τον οποιονδήποτε και πως θέλει απλώς να κριθεί για τις πράξεις του και όχι για το αν είναι συνεργάτης ή όχι των Αρχών. Το τελευταίο είναι και αυτό που, όπως φάνηκε, έγινε, αφού το αποτέλεσμα δείχνει ότι σε μια αντιστροφή της ποινικής φιλοσοφίας που στηρίζεται σε πράξεις και αποδείξεις, ο Β. Γκόνης κρίθηκε ένοχος από την ελληνική δικαιοσύνη για τη συμπεριφορά του μετά την πράξη και συγκεκριμένα για το αν έγινε συνεργάτης της ΕΛ.ΑΣ. ή όχι.