Του Ανδρέα Καψαμπέλη
«Δεν θα σβηστούν τα ονόματα των θυμάτων των Τεμπών» διαβεβαίωσε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, λίγο πριν κατατεθεί η επίμαχη τροπολογία, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι το κράτος έχει κι αυτό… ψυχή. Δεν ξεκαθάρισε, βέβαια, πότε θα σβηστούν ξανά. Ούτε πόσες φορές ακόμη θα χρειαστεί να ξαναπεράσουν από εκεί οι συγγενείς, οι φοιτητές, οι πολίτες να σκύψουν, να γράψουν, να θυμηθούν.
Η φράση «μη γράφετε τα ονόματα εδώ» μεταφράζεται εύγλωττα «μη φέρνετε τον πόνο σας στο κέντρο της εξουσίας», αλλά οι χαροκαμένοι συγγενείς προειδοποιούν: «Αν τα σβήσετε, θα τα ξαναγράψουμε. Όσες φορές χρειαστεί». Δηλαδή «εμείς θα θυμόμαστε».
Δεν είναι μόνο το ζήτημα των διαδηλώσεων και των συναθροίσεων στη διάρκεια του «θερμού» χειμώνα που έρχεται. Επιχειρείται να τεθεί υπό έλεγχο και η ίδια η μνήμη, να περάσει και αυτή σε κρατική διαχείριση. Η κυβέρνηση επιτρέπει λίγη, ελεγχόμενη, επετειακή μνήμη. Όχι όμως τα 57 ονόματα με κόκκινη μπογιά μπροστά από τη Βουλή. Γιατί εκεί αρχίζει το πρόβλημα: είναι η διαρκής υπενθύμιση ότι είχαν πρόσωπο, ιστορία, οικογένεια. Δεν πέθαναν απλώς, αλλά σκοτώθηκαν και κάποιος έφταιξε. Κι αυτό ενοχλεί!
Ο απειλούμενος «καθαρισμός» των ονομάτων -είτε με άμεσο σβήσιμο όπως ζητούν οι «σκληροί» είτε με το να αφεθούν να ξεθωριάσουν «διακριτικά» στον χρόνο- δεν είναι τεχνική πράξη συντήρησης. Είναι πράξη ελέγχου της μνήμης και του πένθους. Κι αν πάνε κάποιοι με σπρέι να τα φρεσκάρουν, αλήθεια, τι θα γίνει; Θα τους συλλάβουν;
Η κυβέρνηση προτιμά τη λήθη και φοβάται τη μνήμη, γιατί είναι ανεξέλεγκτη και μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε πράξη. Και είναι πράξη ύψιστης πολιτικής ανυπακοής η επανεγγραφή των ονομάτων από τους συγγενείς των θυμάτων. Χωρίς θόρυβο. Χωρίς ταραχές…
Η επανεγγραφή δεν είναι βανδαλισμός αλλά πράξη μνήμης και το μήνυμα απλό: «Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν. Και μέχρι να βρεθεί δικαιοσύνη, θα τους θυμόμαστε με το ίδιο πείσμα που εσείς τους ξεχνάτε». Γιατί κάποιος πρέπει να θυμάται. Κι αν δεν το κάνει το κράτος, η συντεταγμένη εξουσία, θα το κάνει ο δρόμος…
Η κυβέρνηση που απειλεί να σβήσει ονόματα σβήνει σιγά σιγά και τη δική της νομιμοποίηση. Θέλει να θυμόμαστε μόνο όσα ταιριάζουν στο αφήγημά της. Η κοινωνία, όμως, επιμένει να θυμάται και όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν τα ονόματα των νεκρών με τα ίδια τους τα χέρια τόσο υπάρχει ελπίδα ότι αυτή η χώρα δεν θα μετατραπεί ολοκληρωτικά σε γραφείο Τύπου της λήθης.
Επί των ημερών του Κ. Μητσοτάκη η μνήμη δεν είναι απλώς μια συναισθηματική ανάγκη. Είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική πολιτική πράξη που μπορεί να κάνει κανείς στη σημερινή Ελλάδα διότι υποκριτικά η κυβέρνηση «θυμήθηκε» τώρα την ιερότητα του μνημείου. Στην πραγματικότητα δεν θέλει να φαίνεται πως απαγορεύει τη μνήμη, αλλά ότι την οριοθετεί. Να θυμόμαστε, αλλά όχι όπου να ’ναι. Όχι μπροστά στη Βουλή…