H Άννα Μπιθικώτση, διακεκριμένη συγγραφέας, ποιήτρια, αρθρογράφος και μουσική παραγωγός γράφει ένα ακόμα εξαιρετικό κείμενο για τη στήλη της, «Ψηλαφίζοντας τις λέξεις»
Κρυώνει ο κόσμος… Είναι πολύ αργά… Στέγνωσαν τα ποτάμια… Είναι πολύ αργά…
Ξυπόλυτα τα σύννεφα σεργιανούν σε ματωμένους ουρανούς. Τα κυνηγώ κι όλο μου φεύγουν…
Νύχτες μοναξιάς… Τίποτα δε μοιάζει με το παιδικό μου όνειρο…
Μαζεύω μνήμες και φαρμάκι… Πώς με γελάσανε οι δρόμοι…
«Δεν είναι ανώφελη η ελπίδα», λέω — κι ας πέφτω πάνω σε κοπάδι από φαντάσματα,
σε θαλασσογραφίες ξεθωριασμένες του νου, σε συντρίμμια ήττας της ζωής μου…
Σαν βελονιές τρυπούν τη νύχτα οι σκέψεις, όταν τα ξεπαγιασμένα μου “θέλω”
χορεύουν με το βροχόνερό σου, καρδιά μου…
Σε παγωμένη λάσπη στέκονται, με μάτια ορθάνοιχτα, τα «πρέπει»…
Ξεφωνητά ακούγονται από μακριά, κι κανείς δε τους δίνει σημασία…
Όχι, δε λαθεύω — τις ξέρω τούτες τις φωνές!
Είναι οι δικές σου φωνές, σιωπή μου… Σε ακούω πάλι να μου λες:
«Εύφλεκτη ύλη ο αιώνας.
Άθλιες εποχές… Γέμισαν τα χωράφια αίμα.
Οι θάλασσες έχασαν το χρώμα τους…
Κάποιοι κλέβουν τον παράδεισο…
Υποταγμένες και οι σκιές.
Έσβησαν από τη ζωή οι άγγελοιΕωσφόροι πάσης μορφής αυτοί που δεν αγαπούν τον άνθρωπο…
Αυτοί που μας δείχνουν τον γκρεμό κι εμείς, με δεμένα μάτια, βαδίζουμε κατά κει…
Ποιος μιλάει για Θεό; Ποιος τον θυμάται ακόμα;
Ποιος μιλά για Ιστορία, για Γεωγραφία, για έρωτα, για ποίηση, για μουσική;
Αχ! Και τα μάτια μας, αν μπορούσαν να δουν με άλλη ματιά τις πέντε ηπείρους…
Αν τα μάτια και ο νους μας ταξίδευαν σε όλους τους τόπους, και μπορούσαν να δουν και να ακούσουν τα χαμόγελα και το κλάμα των λαών, τότε θα νοικοκυρεύαμε όλοι μαζί τη γη. Θα μπορούσαμε να συλλογιζόμαστε τους πολυβασανισμένους συνανθρώπους μας, τα παιδιά που πεινούν και γερνούν πριν μεγαλώσουν, και αλητεύουν μαζί με τον αγέρα.
Ίσως, νιώθοντας την πείνα και τη δυστυχία πίσω από τα φώτα των μεγάλων πόλεων,
αισθανθούμε τους σταυρωτές της ζωής τους. Κι ίσως έρθουν οι στιγμές που η ψυχή μας θα θελήσει να σαλπάρει κοντά τους.
Αχ! Και να μπορούσανε να σμίγανε οι ισχυροί του κόσμου
και να τοποθετούσαν, με πράξεις, τα θεμέλια της ατομικής και κοινωνικής ζωής·
να καθάριζαν τη ζωή από τα “παράσιτα”, να φύλαγαν το δίκιο των λαών, να δούλευαν για τον άνθρωπο, να πολεμούσαν την αδικία, να γίνονταν οι άγρυπνοι φρουροί γης και ουρανού…
Δυστυχώς, τα περισσότερα μυαλά είναι ύποπτα· προδίνουν εύκολα, λοξοδρομούν,
δεν έχουν πειθαρχημένη δύναμη — τα ’χουν χαμένα…
Τίνος τον ύπνο ταράζεις, σιωπή μου; Ποιος σου φωνάζει «Ησυχία»;
Μήπως αυτός που λέει ότι σκότωσε τη συνείδηση;
— Συνείδησή μου, είσαι εδώ;
— Παρούσα.
— Σου υποκλίνομαι.
— Σήκω, Άννα, όρθια και στάσου πλάι μου. Γίνε φωνή που ραγίζει βουνά. Ο αιώνας δεν τέλειωσε — τώρα ξεκινάει. Πάμε μαζί…
Στους στοχασμούς και τα ονειροπολήματά μου κουνώ το κεφάλι με αγανάκτηση και θλίψη και συλλογίζομαι τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη:
«Πόσο βαρύς θά ’ταν ένας δεκάλογος: δύναμη και πειθαρχία, πάθος και σιωπή.
Να καίγεσαι όλος και να μην βγάζεις καπνό».
Άννα Μπιθικώτση