Από τη φυλακή της Χούντας και την έφηβη Άσπα που τον περίμενε στην ουρά, μέχρι τη στροφή του προς τη Δεξιά και την απομυθοποίηση των «ψευτοπροοδευτικών» — η ζωή του Σαββόπουλου υπήρξε ένα τραγούδι με ρεφρέν την ελευθερία.
Η πορεία του Διονύση Σαββόπουλου υπήρξε κάτι περισσότερο από μουσική διαδρομή· ήταν μια συμπύκνωση της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Ο «Νιόνιος» από τη Θεσσαλονίκη, με τη χαρακτηριστική φωνή, τον αυτοσαρκασμό και την καυστική του ματιά, υπήρξε ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που κατόρθωσαν να ενσαρκώσουν τον παλμό κάθε εποχής — από τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση, μέχρι την κρίση και την πολιτική απογοήτευση των τελευταίων δεκαετιών.
Ο ίδιος γεννήθηκε το 1944 και σπούδασε στη Νομική, αλλά η ζωή του έδειξε γρήγορα πως δεν θα χωρούσε ποτέ μέσα σε ένα γραφείο. Από τα πρώτα του τραγούδια, όπως η «Συννεφούλα», ο «Παλιάτσος και ο ληστής» και το «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα», έδειξε πως μπορούσε να παντρέψει τη λαϊκή παράδοση με το σαρκασμό, το θέατρο, την ποίηση και την κοινωνική παρατήρηση. Ένας δικός του κόσμος γεννιόταν: ο κόσμος του Σαββόπουλου.
Η Άσπα και το γράμμα από τη φυλακή
Πίσω από τον δημιουργό υπήρχε πάντα ο άνθρωπος. Και πίσω από τον άνθρωπο, η Άσπα – η γυναίκα που τον συντρόφεψε για 57 χρόνια. Η γνωριμία τους μοιάζει με σκηνή από ταινία: Εκείνος στη φυλακή, εκείνη μαθήτρια λυκείου, να τον επισκέπτεται με πείσμα και τρυφερότητα, μέσα στην πιο σκληρή περίοδο της δικτατορίας.
«Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το Select, δεν φοβόταν τίποτα. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη», είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. «Της έδιναν κάτι μπάτσες στην ασφάλεια, της έλεγαν ‘τι δουλειά έχεις εσύ με αυτούς’. Αλλά ερχόταν. Δεν σταμάτησε ποτέ».

Από εκείνη την περίοδο, ο Σαββόπουλος θυμόταν πάντα δύο αποφάσεις που πήρε μέσα στα κάγκελα της απομόνωσης: «Η μία ήταν να ασχοληθώ με τα τραγούδια και η άλλη να παντρευτώ την Άσπα». Έτσι κι έγινε. Την 28η Οκτωβρίου του 1967 — «την ημέρα του Όχι, εμείς είπαμε Ναι» — παντρεύτηκαν. Εκείνος 23, εκείνη μόλις 18.
Χρόνια αργότερα, της αφιέρωσε ένα από τα πιο τρυφερά του τραγούδια, με τίτλο «Άσπα»:
«Σταθερά στη βροχή
Πριν το τρένο αποσπαστεί
Τα χρυσά σου χείλη ακουμπάς
Στα βρεγμένα μάγουλά μου
Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου».
Από τη Μπουμπουλίνας στις μεγάλες σκηνές
Ο Σαββόπουλος υπήρξε από τους λίγους καλλιτέχνες που πλήρωσαν ακριβά τη στάση τους. Φυλακίστηκε δύο φορές επί Χούντας — μία από αυτές στη διαβόητη Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας, όπου βασανίστηκε. Εκεί, το ταλέντο του δεν τον έσωσε, αλλά η πίστη του στην ελευθερία τον κράτησε όρθιο.
Τη δεκαετία του ’70 και του ’80, τα τραγούδια του έγιναν φωνή μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Από τις παραστάσεις στο Rodeo και το Πορτραίτο, έως τη συνεργασία του με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο, ο Σαββόπουλος έβαλε σφραγίδα σε μια εποχή πολιτιστικής αναγέννησης. Παράλληλα, μέσα από τηλεοπτικά εγχειρήματα όπως το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», ανέδειξε και τίμησε το ελληνικό ρεπερτόριο, φέρνοντας στο προσκήνιο δημιουργούς που δεν είχαν τη θέση που τους άξιζε.
Ο «δεξιός» αριστερός
Κι όμως, εκεί που οι περισσότεροι θα αναπαύονταν στις δάφνες τους, ο Σαββόπουλος διάλεξε και πάλι την ανηφόρα. Από το 1989 και μετά, με το «Κούρεμα», άρχισε να παίρνει αποστάσεις από την παραδοσιακή Αριστερά, την οποία χαρακτήριζε «κουρασμένη, ψευτοπροοδευτική και αντιπνευματική».
Η στροφή του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων: οι μεν τον είπαν «προδότη», οι δε «προφήτη». Εκείνος, όπως πάντα, απαντούσε με λόγια και τραγούδια:
«Με το “Κούρεμα” έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ήταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός».
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Σαββόπουλος δεν σταμάτησε να σχολιάζει την κοινωνία, την πολιτική, την κρίση αξιών. Κάποιοι τον κατηγόρησαν για συντηρητισμό, άλλοι τον είδαν ως φωνή λογικής μέσα στην υπερβολή. Ο ίδιος, λίγο πριν φύγει, έγραψε στην αυτοβιογραφία του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα:
«Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν και αυτά τα χρόνια είναι που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς».

Ένας άνθρωπος χωρίς ταμπέλες
Το 2023, λίγο πριν τις εκλογές, στήριξε δημόσια τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δηλώνοντας πως «είναι ο μόνος που διαθέτει ωριμότητα και ικανότητα διαχείρισης». Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Αλλά ο Σαββόπουλος δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει αρεστός. Ήθελε να είναι ελεύθερος.
Γιατί, όπως έλεγε, «ο καλλιτέχνης πρέπει να τραγουδά αυτό που πιστεύει, όχι αυτό που περιμένουν οι άλλοι να ακούσουν».
Κι έτσι έζησε: με πάθος, αντιφάσεις και πίστη. Με μια κιθάρα, μια Άσπα στο πλάι του και την Ελλάδα πάντα στο στόμα του — σαν τραγούδι που, όσο κι αν αλλάζει, δεν τελειώνει ποτέ.