Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

«Στη Φωλιά του Κούκου»: Πενήντα χρόνια τρέλας, ελευθερίας και κινηματογραφικού θαύματος

Πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της, η ταινία του Μίλος Φόρμαν παραμένει ένα ανυπότακτο, ωμό και συγκινητικά ανθρώπινο έργο που συνεχίζει να μας καθρεφτίζει.

Πενήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της, το «Στη φωλιά του κούκου» (1975) παραμένει κάτι παραπάνω από ένα σπουδαίο κινηματογραφικό έργο· είναι μια κραυγή ελευθερίας, μια μελέτη πάνω στην εξουσία, την τρέλα και την ανθρώπινη ψυχή. Ο Μίλος Φόρμαν, ο Τσέχος σκηνοθέτης που έφυγε από έναν κόσμο καταπίεσης για να βρεθεί στο Χόλιγουντ, δημιούργησε μια ταινία που εξακολουθεί να προκαλεί – άλλοτε να συγκινεί, άλλοτε να ενοχλεί.

Το φιλμ, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Κεν Κέσεϊ, μάς μεταφέρει σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα όπου η απόλυτη τάξη και η σιωπή επιβάλλονται με σιδερένια πυγμή από τη θρυλική Νοσοκόμα Ράτσεντ (Λουίζ Φλέτσερ). Μέσα σε αυτό το αποστειρωμένο σύμπαν εισβάλλει ο Ράνταλ ΜακΜέρφι, ένας αντισυμβατικός κατάδικος με πρόσωπο και φωνή του Τζακ Νίκολσον, που αρνείται να συμμορφωθεί με κανόνες. Εκείνος φέρνει το χάος, τη ζωή, το γέλιο — και μαζί τους, την τραγωδία.

Ένα φιλμ που δεν χωρά σε κουτάκια

Η ιστορία πίσω από την ταινία είναι εξίσου χαοτική με την ίδια. Αρχικά, όλα τα μεγάλα στούντιο απέρριψαν το project ως «πολύ επικίνδυνο». Ο νεαρός τότε παραγωγός Μάικλ Ντάγκλας (γιος του Κερκ Ντάγκλας, που είχε τα δικαιώματα του βιβλίου) κατάφερε τελικά να την κάνει πραγματικότητα με τη United Artists. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε ένα πραγματικό ψυχιατρείο στο Όρεγκον, με ασθενείς και γιατρούς να συμμετέχουν στις σκηνές. Ο Φόρμαν άφηνε τρεις κάμερες να καταγράφουν ασταμάτητα, κυνηγώντας κάθε αυθόρμητη κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε τρέμουλο.

Το αποτέλεσμα; Μια ταινία που ξεχείλιζε αυθεντικότητα, με ενέργεια και ακατέργαστο συναίσθημα. Όπως έλεγε ο ίδιος ο Φόρμαν, «δεν χρειάζεται να καταλάβεις κάθε λέξη, αρκεί να ακούς τη μουσική της ανθρώπινης φωνής».

Ελευθερία, τρέλα, και οι καθρέφτες της εξουσίας

Η ταινία έγινε σύμβολο της δεκαετίας του ’70 — μια εποχή που αμφισβητούσε την αυθεντία και τις κοινωνικές νόρμες. Ο ΜακΜέρφι αντιπροσώπευε την αδάμαστη ατομικότητα απέναντι σε ένα σύστημα που συνθλίβει κάθε διαφορετικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι το φιλμ υιοθετήθηκε από αριστερούς αντεξουσιαστές, αλλά αργότερα και από δεξιούς «αντιγραφειοκράτες»· καθένας είδε τον εαυτό του μέσα στη μάχη ελευθερίας και καταστολής.

Στο επίκεντρο, όμως, παραμένει η ανθρώπινη σύγκρουση. Η Ράτσεντ δεν είναι απλώς μια «κακιά»· είναι η ενσάρκωση ενός συστήματος που φοβάται το χάος και την ελευθερία. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμη του έργου: δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις. Ο καθένας βλέπει στο πρόσωπο του άλλου τον δικό του εχθρό.

Από την απόρριψη στη δόξα

Κι όμως, αυτή η «επικίνδυνη» ταινία έγινε θρίαμβος. Το One Flew Over the Cuckoo’s Nest κέρδισε πέντε Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού και Γυναικείου Ρόλου, και Σεναρίου) — μια σπάνια διάκριση που μόνο λίγες ταινίες στην ιστορία έχουν πετύχει. Και οικονομικά, βρέθηκε πίσω μόνο από το Jaws του Σπίλμπεργκ το 1975.

Αλλά η πραγματική του κληρονομιά δεν βρίσκεται στα βραβεία. Βρίσκεται στην ανεξίτηλη αίσθηση ελευθερίας που αφήνει στον θεατή, στην οργή που προκαλεί απέναντι στην αδικία και στην ευγένεια που κρύβεται μέσα στην «τρέλα».

Πενήντα χρόνια μετά – και τίποτα δεν έχει ημερομηνία λήξης

Σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, η ταινία του Φόρμαν παραμένει επικίνδυνη, επίκαιρη και ενοχλητικά ζωντανή. Φυσικά, οι αναγνώσεις της αλλάζουν: η απεικόνιση των γυναικών, των μειονοτήτων και της ψυχικής υγείας ανήκουν αναμφίβολα στη δεκαετία του ’70. Όμως το πάθος της, η ανάγκη της για αντίσταση και αυτοδιάθεση, παραμένουν διαχρονικά.

Γιατί, τελικά, «η φωλιά του κούκου» δεν είναι μόνο το ψυχιατρείο του Φόρμαν — είναι ο κόσμος γύρω μας, κάθε φορά που κάποιος τολμά να πει όχι σε μια άκαμπτη εξουσία.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο