Ίσως το «government cheese» να είναι τελικά κάτι περισσότερο από υπερπαραγωγή. Είναι ένα σύμβολο του αμερικανικού τρόπου σκέψης: της επιθυμίας να λύνεις προβλήματα παράγοντας κι άλλα.
Κάπου βαθιά κάτω από τη γη, κρυμμένο μέσα σε σπηλιές από ασβεστόλιθο, η αμερικανική κυβέρνηση φυλάσσει έναν από τους πιο παράξενους θησαυρούς του σύγχρονου κόσμου: πάνω από 600 εκατομμύρια κιλά τυρί. Το αποκαλούν «Government Cheese» και η ιστορία του είναι μια απίθανη διαδρομή ανάμεσα στην οικονομική πολιτική, στην κοινωνική πρόνοια και στη γραφειοκρατική τρέλα.
Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, όταν η Αμερική βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μεγάλη κρίση στον γαλακτοκομικό τομέα. Η τιμή του γάλακτος και των παραγώγων του εκτινάχθηκε, ο πληθωρισμός έφτασε στο 30%, και οι αγελάδες παρήγαν περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε να απορροφήσει η αγορά. Ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ αποφάσισε να δράσει: Διέθεσε περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε ομοσπονδιακές ενισχύσεις για να σώσει τους παραγωγούς.
Οι καλές προθέσεις και η υπερβολή τους
Το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει συχνά με τις καλές προθέσεις, ήταν υπερβολή. Οι γαλακτοπαραγωγοί άρχισαν να παράγουν ασταμάτητα, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση θα αγόραζε ό,τι περίσσευε. Το τυρί, χάρη στην ανθεκτικότητά του, έγινε το ιδανικό προϊόν για αποθήκευση.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι αποθήκες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν γεμίσει με πάνω από 220 εκατομμύρια κιλά τυρί – ένα… βουνό από γαλακτοκομικό πλεόνασμα που κατέληξε να σαπίζει σε περισσότερες από 150 αποθήκες σε 35 Πολιτείες. Ενώ εκατομμύρια Αμερικανοί ζούσαν με κουπόνια τροφίμων, το κράτος έκρυβε τόνους τυριού που κανείς δεν ήξερε τι να το κάνει.
Η υπόθεση εξελίχθηκε σε πολιτικό σκάνδαλο. Εφημερίδες αποκάλυπταν εικόνες από κιβώτια που μούχλιαζαν, και ένα αμήχανο κράτος αναζητούσε λύση. Όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ανέλαβε την προεδρία, βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτό το παράλογο φορτίο. Αντί να το καταστρέψει, θέλησε να το μετατρέψει σε κοινωνικό πρόγραμμα.
Το 1981 ξεκίνησε το Special Dairy Distribution Program, με το οποίο περίπου 14 εκατομμύρια κιλά τυρί διανεμήθηκαν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και άπορες οικογένειες. Το προϊόν ήταν συχνά ύποπτης ποιότητας – σχεδόν πλαστικό, μισολιωμένο, κάτι ανάμεσα σε φαγητό και βιομηχανικό πείραμα. Κι όμως, το «government cheese» έγινε μέρος της λαϊκής κουλτούρας: το έτρωγαν στα σχολεία, στις φοιτητικές λέσχες, στα φτωχά νοικοκυριά· το έλιωναν σε τοστ και μακαρόνια, το χρησιμοποιούσαν ως σύμβολο της αμερικανικής ανισότητας.
Η ειρωνεία ήταν προφανής. Η ίδια η κυβέρνηση που προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την αγορά τυριού, την αποσταθεροποιούσε ξανά προσφέροντας δωρεάν τυρί στους φτωχούς, πλήττοντας έτσι τους ιδιώτες παραγωγούς. Κάποιοι αξιωματούχοι πρότειναν μέχρι και να πεταχτεί το πλεόνασμα στη θάλασσα – «ίσως η φτηνότερη και πιο πρακτική λύση», είχε πει τότε ένας υπάλληλος του USDA.
Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, όταν η Αμερική βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μεγάλη κρίση στον γαλακτοκομικό τομέα / WIKIPEDIA
Αντί γι’ αυτό, το τυρί έγινε σύμβολο. Στις λαϊκές συνοικίες το «block cheese» ήταν συνώνυμο της επιβίωσης· ένα προϊόν φτιαγμένο για να λιώνει εύκολα, όπως και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση.
Σταδιακά, τη δεκαετία του 1990, οι αποθήκες άδειασαν και το κράτος φάνηκε να αποσύρεται από την αγορά τυριού. Όμως η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Το 2016 ο εφιάλτης επέστρεψε. Η υπερπαραγωγή γάλακτος, οι μειωμένες πωλήσεις και οι διεθνείς διακυμάνσεις στις τιμές οδήγησαν ξανά σε πλεόνασμα.
Το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας άρχισε πάλι να αγοράζει μαζικά τυριά, κυρίως τσένταρ και αμερικάνικο, για να στηρίξει τους κτηνοτρόφους. Το αποτέλεσμα: Πάνω από 600 εκατομμύρια κιλά αποθηκευμένα, σε αυτό που σήμερα αποκαλείται ανεπίσημα «the cheese caves of America»: Τεράστιες υπόγειες αποθήκες μέσα σε παλιές λατομικές στοές ασβεστόλιθου.
Οι σπηλιές αυτές, διατηρημένες σε σταθερή θερμοκρασία και υγρασία, είναι ιδανικές για μακροχρόνια φύλαξη. Οι φωτογραφίες τους μοιάζουν σουρεαλιστικές: σειρές από πορτοκαλί τούβλα τυριού στοιβαγμένα σαν πολύτιμο μέταλλο, ένας πραγματικός θησαυρός της γραφειοκρατίας.
Το τυρί παραμένει ασφαλές, αλλά η ίδια η ύπαρξή του θυμίζει το παράλογο της οικονομικής πολιτικής – μια χώρα που παράγει περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να καταναλώσει και που συνεχίζει να πληρώνει για να φυλάει το περίσσευμα.
Η τιμή του γάλακτος και των παραγώγων του εκτινάχθηκε, ο πληθωρισμός έφτασε στο 30%, και οι αγελάδες παρήγαν περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε να απορροφήσει η αγορά / WIKIPEDIA
Η αποθήκευση του τυριού δεν είναι απλώς φολκλορικό φαινόμενο· συνδέεται με τη βαθιά δομή του αμερικανικού αγροτικού συστήματος. Οι επιδοτήσεις στους παραγωγούς γάλακτος, που θεσπίστηκαν μεταπολεμικά για να εξασφαλίσουν σταθερές τιμές και επάρκεια, δημιούργησαν ένα μόνιμο πρόβλημα υπερπαραγωγής.
Κάθε φορά που η κατανάλωση μειώνεται, το κράτος αναλαμβάνει να απορροφήσει το πλεόνασμα. Και το γάλα, όταν δεν πίνεται, γίνεται τυρί. Το τυρί, όταν δεν πουλιέται, αποθηκεύεται. Και το αποθηκευμένο τυρί γίνεται… πολιτικό βάρος.
Το 2010 η ίδια η κυβέρνηση προσπάθησε να ενισχύσει την κατανάλωση μέσω ενός απροσδόκητου μέτρου: Διέθεσε κεφάλαια για να διασώσει την αλυσίδα Domino’s, προωθώντας έτσι τη χρήση περισσότερου τυριού στις πίτσες της. Ο κρατικός μηχανισμός, που κάποτε αποθήκευε βουνά τυριού, τώρα χρηματοδοτούσε εταιρείες για να το λιώσουν πάνω σε ζύμες.
Σήμερα, καθώς η κατανάλωση γαλακτοκομικών μειώνεται και οι φυτικές εναλλακτικές επιλογές αυξάνονται, το πρόβλημα παραμένει. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να στηρίζει την παραγωγή, οι φάρμες συνεχίζουν να υπερπαράγουν, και το τυρί στοιβάζεται στα βάθη των σπηλαίων της Μινεσότα και του Μιζούρι.
Οι λεγόμενες «cheese caves» αποτελούν πια ένα είδος εθνικού μύθου, αλλά και περιβαλλοντικής ανησυχίας: Κάθε τόνος γάλακτος που δεν καταναλώνεται αντιστοιχεί σε εκπομπές μεθανίου και σπατάλη πόρων.
Ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ αποφάσισε να δράσει: Διέθεσε περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια σε ομοσπονδιακές ενισχύσεις για να σώσει τους παραγωγούς / WIKIPEDIA
Ανάμεσα στην αφθονία και στη λογική
Η ιστορία του «government cheese» είναι στην ουσία η ιστορία μιας χώρας που δεν ξέρει πώς να ισορροπήσει ανάμεσα στην αφθονία και στη λογική. Από τα χρόνια του Κάρτερ ως τις μέρες μας, το τυρί έγινε καθρέφτης της αμερικανικής οικονομίας: μαλακό, εύπλαστο, εύκολα φθειρόμενο.
Οι σπηλιές που το φιλοξενούν υπενθυμίζουν την εποχή που η αφθονία θεωρούνταν ευλογία, όχι πρόβλημα. Όμως, το παράδοξο παραμένει: Μια χώρα που κατέχει έναν από τους μεγαλύτερους πλούτους τροφίμων στον κόσμο συνεχίζει να παλεύει με την πείνα και την ανισότητα.
Ίσως το «government cheese» να είναι, τελικά, κάτι περισσότερο από υπερπαραγωγή. Είναι ένα σύμβολο του αμερικανικού τρόπου σκέψης: της επιθυμίας να λύνεις προβλήματα παράγοντας κι άλλα. Κάτω από το έδαφος, ανάμεσα σε ψυχρές στοές και σε τσιμεντένιους διαδρόμους, το τυρί ωριμάζει αργά, περιμένοντας μια νέα κρίση, έναν νέο πρόεδρο, μια νέα αφορμή να βγει ξανά στο φως.
Μέχρι τότε, ο κιτρινωπός αυτός πλούτος παραμένει εκεί: μια τεράστια, σιωπηλή μάζα από λίπος, ιστορία και ειρωνεία – ίσως το πιο αμερικανικό πράγμα που υπάρχει.