Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Εγώ δεν έχω πάει στο σχολείο

Του Χρήστου Μπολώση

Βραδάκι, η σκηνή στον γνωστόν εις υμάς καφενέ «Η συνάντησις των φίλων», ιδιοκτησίας Νικολάου Μερακλή ή «Μπίχλα», καθόσον η καθαριότης δεν ήταν και το δυνατό του σημείο.

Σ’ ένα κεντρικό τραπεζάκι, κάθεται μόνος του ο Σωτήρης ο Σκέτος. Κανένας δεν ξέρει το επίθετό του. Όλοι τον ξέρουνε «Σκέτο»,  καθόσον έτσι πίνει τον  καφέ του. Καθένας εκεί μέσα έχει κονομήσει και το παράνομά του που δεν είναι το κανονικό του όνομα, αλλά αυτό που τους έχει δώσει η εκλεκτή ομήγυρης και που οφείλεται σε διαφόρους λόγους. Τον ένα τόνε λένε «Φαλτσέτα», διότι χειρίζεται τη φαλτσέτα πιο καλά από ό,τι δουλεύει το πιρούνι του. Τον άλλονε τον φωνάζουνε «Ζερβοκουτάλα», από τον καιρό που έπαιζε όξω αριστερά στην ομάδα της συνοικίας. Τον τρίτο τόνε λένε «Τράκα», για προφανείς λόγους και τέλος πάντων όλοι έχουν κονομήσει το παρατσούκλι τους και πορεύονται. Πώς ρε παιδί μου λέγανε τον άλλονα «Φραπέ» ή την άλληνα «Η γεωργός με τη Φερράρι»;

Έστι ουν «παρατσούκλι», όπως μας πληροφορεί η Βικιπαίδεια: «Ένα μοναδικό και συνήθως περίεργο όνομα, δημιουργημένο από μία παρέα ή ομάδα, που πολλές φορές βασίζεται σε κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου ή ιδιαίτερο σημείο αναφοράς στη ζωή του με το οποίο τον αποκαλούν κοροϊδευτικά, φιλικά ή χαϊδευτικά είτε χάριν συντομίας είτε και ως κωδικοποιημένο τρόπο αναφοράς σε αυτόν».

Αυτά περί «παρατσούκλι» και τέρμα  η λογοτεχνική στήλη.

Κάθεται το λοιπόν ο Σωτήρης, πίνει γουλιά – γουλιά το σκέτο του και σκέφτεται. Τι σκέφτεται; Μυστήριο, καθόσον ο Σωτήρης ο επονομαζόμενος και «Σκέτος» είναι μία βιβλιοθήκη μόνος του. Βιβλιοθήκη μεν, σκέτη από γιουβέτσι δε. Καθόσον ο Σωτήρης, εδώ και μερικούς μήνους, τυγχάνει άνεργος.

Πιο πέρα είναι ένα παμπάλαιο Τζουκ Μποξ, εκ των πρώτων αφιχθέντων εν Ελλάδι. Ρίχνεις μέσα ένα ευρώ και σου παίζει ό,τι τραγούδι τραβάει η όρεξή σου. Κάποιος τώρα, έχει «διατάξει» το όργανο να παίξει το «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο». Ο Σωτήρης ακούει το άσμα του Μουφλουζέλη και φιλοσοφεί:

– Τι λες ρε συ; «Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται όταν η λήγουσα είναι μακρά». Και τι με νοιάζει εμένα ρε; Δεν πα να μη περισπάται; Κι αν περισπάται θα μου δώσει να φάω;

‘Κει πάνω στη φιλοσοφία, τυχαίνει να μπει στο κατάστημα ο Σοφρώνης, ο επονομαζόμενος και «Δάσκαλος», καθόσον ήθελε να γίνει τέτοιος, αλλά δεν του βγήκαν τα πράματα. Κοινώς δεν μπόρεσε να βγάλει μήτε το Δημοτικό. Άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα Τάρταρα και να μη τα λέμε τώρα, αφού και είναι γνωστά.

Βλέπει τώρα ο Σοφρώνης τον Σωτήρη σαν συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου, παίρνει μια καρέκλα και κάθεται δίπλα του χωρίς να ρωτήξει καθόσον και χρόνια Μακαντάσηδες.

– Τι έχεις ρε;

– Να πώς να ενώσω τις δύο άκρες.

– Και βρήκες λύση;

– Μπα.

– Ρε συ τόσες δουλειές έχεις κάνει γιατί δεν στέριωσες σε καμία;

– Καθόσον η κενωνία…

– Ρε άσε την κενωνία. Από το σιδεράδικο γιατί έφυγες;

– Ένεκα λάθος. Το σφυρί αντί να προσγειωθεί στο αμόνι, χτύπησε στην κεφάλα του αφεντικού, καθόσον πρήχτης…

– Και από την οικοδομή;

– Μου δώκανε άδεια επ’ αόριστον, καθότι μπέρδευα τα τούβλα με τον ασβέστη.

– Και από σερβιτόρος γιατί έφυγες ρε; Επιμένει ο Σοφρώνης.

– Το αφεντικό διέταξε χορήγηση φύλλου πορείας για το πουθενά,  διότι αντί να ακουμπήσω τον δίσκο με τα παγωτά στο τραπεζάκι, τον ακούμπησα στη φαλάκρα ενός κυρίου. Τραγωδία.

– Μ’ εκείνο το μαγαζί που είχες ανοίξει ρε τι έγινε;

– Το άνοιξα μεν, αλλά δεν είχα υπολογίσει μία μικρολεπτομέρεια.

– Δηλαδή;

– Να, ξέχασα ότι δεν ήτουνε δικό μου και το άνοιξα με… λοστάρι.

– Αμ εσύ δηλαδή είσαι τεμπέλα του κερατά.

– Δάσκαλε με πληγώνεις.

– Ρε άστα αυτά ανεπρόκοπε.

– Με ποδοπατείς.

– Και τώρα ρε τι σκέφτεσαι να κάνεις;

– Να, γι΄ αυτό με βρήκες να ξεφυσάω και σκεύομαι.

– Δηλαδή ρε τι σκεύεσαι; Βρήκες κάτι;

– Μμμμμ, μάλλον.

– Ακούω.

– Μια καλή λύση είναι να δηλώσω βοσκοτόπια στην κορυφή «Άγιος Αντώνιος» του Ολύμπου.

– Τρελός είσαι ρε; Γίνονται αυτά;

– Βεβαίως αν έχεις κολλητό τον φραπέ;

– Τον καφέ ρε;

– Όχι τον γνωστό. Κι εγώ και τον  έχω κολλητό και είμαι και του κόμματος.

– Γκρούεζας δηλαδή;

– Και κάτι  παραπάνω. Κοσμάς Σκούταρης και βάλε.

– Εμ τότε τι κάθεσαι;

-Ποιος σου είπε ότι κάθομαι; Ρε Μπίχλα, πιάσε δυο ουζάκια περιποιημένα…

§ Πας στη δουλειά σου κι΄ εκεί στη γωνία των οδών Ακαδημίας και Μασσαλίας, ήταν αναρτημένο  ένα πανό που έγραφε: «Το δικό μας πτυχίο σε άλλους πουλήθηκε» Υπογραφή: «ΡΑΠαΝ ΣΑΦΝ εαακ». Δεν έμεινε πολλές μέρες. Φαίνεται το κατέβασε το αντίπαλο δέος, το… «ΦΣΚ45 Χρατς-ΜΠΕ»! Μπαίνεις στο λεωφορείο για να πας σπίτι σου και βλέπεις μία μυστηριώδη αφίσα που γράφει: «ΑπαΣΧΟΛΗσου στις επαγγελματικές σχολές ΕΠΑΣ, ΠΕΠΑΣ, ΣΑΕΚ της ΔΥΠΑ». Τετέλεσται. Παιδιά δεν γίνεται δουλειά έτσι. Διότι έστω ότι έχουμε ένα ευαίσθητο υπουργό παιδείας (είπαμε έστω), ο οποίος μια μέρα περνάει με την υπηρεσιακή Μερσεντές από ‘κει κι έστω ότι προλαβαίνει, με την ταχύτητα που τρέχουν, να διαβάσει το πανό. Σε ποιόν θα απευθυνθεί για διευκρινίσεις; Στην «ΡΑΠαΝ ΣΑΦΝ εαακ»; Κομματάκι δύσκολο μου φαίνεται. Πάλι έστω, ότι ένας ταλαίπωρος πατέρας, του οποίου ο γιός είναι πτυχιούχος, μεταπτυχιακός και με διδακτορικό, αλλά ψάχνει για δουλειά (τι πρωτότυπο) και βλέπει την αφίσα στο λεωφορείο. Τι θα πάει να πει στον γιό του; «Γιέ μου, είν’ ο πόνος μου αγιάτρευτος καλέ μου,  γιατί δεν δοκιμάζεις την τύχη σου σε καμιά σχολή από τις ΕΠΑΣ, ΠΕΠΑΣ και ΣΑΕΚ της ΔΥΠΑ»;  Η απάντηση του υιού είναι προφανής και το ίδιο προφανώς ακατάλληλη διά ανηλίκους κάτω των 30 ετών.

§ Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί τόσο μίσος και χολή από την αντιπολίτευση, διότι, λέει, κλήθηκαν και δύο νεκροί ως μάρτυρες από την εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Αν είχαν διαβάσει Παλαμά, οι αμόρφωτοι, θα ήξεραν ότι: «….κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι οι νεκροί». Και μια και πιάσαμε τις παροιμίες ο Παλαμάς λέει και το άλλο: «Δεν έχεις Όλυμπε θεούς / μηδέ λεβέντες Όσσα / ραγιάδες έχεις μάνα γη / σκυφτούς για το χαράτσι / κούφιους κι’ οκνούς καταφρονάς / την θεία τραχειά σου γλώσσα / των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι», αλλά ας μη το κάνουμε και θέμα. Ο Κώστας Βάρναλης φωνάζει: «Σε θέλουν σκλάβα / να χτυπάς το κούτελο στο χώμα / Χασίσι αν θες μετά χαράς / αλλ’ όχι ελεφτερία».  Ντροπής πράματα μπάρμπα Κώστα. Το πιο ωραίο όμως το είπε ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Σε ποιόν απευθύνεται; Ξέρει αυτός: «Δεν έφταιγε ο ίδιος. Τόσος ήταν». Διαλέγετε και παίρνετε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, βλέπω σε λίγο να απαγορεύονται οι ποιητές για λόγους εθνικής ασφαλείας και τάξεως. Τα υπάρχοντα προηγούμενα [π.χ. απαγόρευση κριτικής για τους Κοβιντίστας (οι καθοδηγητές για τα εμβόλια του κόβιντ) και άλλες ιστορίες], όσο νάναι μας βάζουν σε μια υποψία.

§ Λίγο παλιό, αλλά δεν πρέπει να περάσει έτσι. Ο άνθρωπος ζει ένα δράμα. Δεν έχει σημασία ποιος είναι.  Πάντως, είναι υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα υπουργός. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος πεινάει. Σε τηλεοπτική εκπομπή είπε ότι ψωνίζει σε σούπερ μάρκετ στο Περιστέρι και ότι τα εισοδήματά του δεν είναι πολύ μεγάλα, είναι ΜΟΝΟ η βουλευτική αποζημίωση… κ.λπ. Ένα κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου και με κόπο συγκράτησα τα δάκρυά μου, να μη με δει η εγγονή μου δακρυσμένο και αναρωτήθηκα:  «Μα υπάρχει λοιπόν τόση δυστυχία γύρω μας κι’ εγώ κλεισμένος στο χρυσό κλουβί μου, δεν παίρνω χαμπάρι τίποτα;» Σας ερωτώ ρε πλουτοκράτες, που παίρνετε σύνταξη 700 ευρώ, γιατί γκρινιάζετε; Εδώ κοτζαμάν υπουργός και πεινάει. Σχεδόν τα ίδια παίρνετε. Αυτός ένα μηδενικό παραπάνω (καβατζάρει τις 7.000 ευρώ). Σιγά το πράμα. Αλλά έτσι είστε. Αχάριστοι. Γι’ αυτό ρε δεν θα πάει ποτέ μπροστά αυτός ο τόπος!  Εδώ η υπουργάρα σας πένεται και πάει στη λαϊκή μετά τη μία για να μαζέψει ό,τι έχει περισσέψει σε μπρόκολο και βλίτα, αλλά δεν μας τα λέει από σεμνότητα και σεις γκρινιάζετε. Ου να μου χαθείτε! Α, ο κύριος υπουργός μας είπε, με νόημα, ότι πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ στο Περιστέρι. Πάλι καλά που δεν μας είπε ότι είναι γραμμένος στα λαϊκά συσσίτια της Ευαγγελίστριας. Κύριε Παχατουρίδη να τον έχετε υπόψη σας…

Και κάτι αλλιώτικο, μακριά από γκρίνιες, Αυτή είναι ομορφιά!
Το θυμόσαστε; «Πουτ δε κοτ ντάουν»
Βρε μυστήρια πράγματα
Υπερβολές του κίτρινου τύπου
Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο