Του Γιώργου Κ. Στράτου
Ο Θεός να δώσει να μην έρθουν έτσι τα πράγματα. Όσοι όμως παρακολουθούν τα Ελληνοτουρκικά με καθαρό μυαλό και οπτική βασισμένη στα διδάγματα της Ιστορίας θεωρούν αναπόφευκτη στο μέλλον μια πολεμική σύρραξη, ασχέτως της έντασης και της διάρκειας που αυτή θα έχει. Οι κυριότεροι λόγοι είναι η κλιμακούμενη και με κάθε τρόπο εκφραζόμενη επεκτατικότητα των Τούρκων, με έμπρακτη αμφισβήτηση της ισχύος κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου και διμερών συνθηκών, και η διαρκής ελληνική υποχωρητικότητα, που θεωρεί ότι θα «εξημερώσει το θηρίο» επί τη βάσει ευσεβών, αλλά ανέκφραστων μέχρι στιγμής πόθων για τη συνδρομή επ’ αυτού Αμερικανών και Ευρωπαίων συμμάχων μας.
Συνεπώς, η υπεράσπιση του πατρίου εδάφους στο πεδίο της μάχης αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο. Θα επανέρχεται δραματικά, παρά τα αποκρυπτόμενα από τις ειδήσεις γεγονότα, που θα μπορούσαν να περιληφθούν σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Η αβάσταχτη εθνική μοναξιά των Κ. Αδάμ – Α. Τάρκα», όσο και αν το εξορκίζουν διάφορες κατηγορίες «προθύμων». Όπως πολιτικοί που εθελοτυφλούν, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν καριέρα στη μειοδοσία, πανεπιστημιακοί και διανοούμενοι που «εξοφλούν» ποιος ξέρει ποια προσωπικά απωθημένα, ανερμάτιστες προσωπικότητες οι οποίες, παρά ταύτα, κατέχουν δημόσιο βήμα και επηρεάζουν νεανικά ακροατήρια. Παρουσιάζει συνεπώς ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε σε ποια κατάσταση μας βρίσκει αυτή η απευκταία πιθανότητα εμπλοκής. Και ιδιαιτέρως στις ηλικίες που δύνανται να φέρουν όπλα. Δίχως καμία διάθεση καταστροφολογίας, ούτε και ωραιοποίησης, είμαστε στο «χάσιμο»! Μη σας ξεγελούν ούτε η ατμόσφαιρα ανήμερα των παρελάσεων ούτε μεμονωμένα περιστατικά που επιβεβαιώνουν ότι οι Έλληνες θα γεννούν πάντα ήρωες ούτε η ανθρώπινη νοσταλγία που επιχειρεί να σκεπάσει την πραγματικότητα. Στις νεότερες γενιές, ο πατριωτισμός όχι απλώς έχει υποχωρήσει, αλλά συνιστά συχνά κενό γράμμα. Προφανώς, δεν φταίνε αυτές. Φρόντισαν άλλοι γι’ αυτόν τον «ευνουχισμό», που οδηγεί στην ανισορροπία της έλλειψης της πιο ουσιαστικής ταυτότητας για τον άνθρωπο: αυτήν της αγάπης και της συναίσθησης της πατρίδας στην οποία ανήκει. Ποιοι τους έκαναν να αναρωτιούνται ευλόγως «για ποια πατρίδα;», «ποιους, τι και γιατί να τα υπερασπιστούμε;»;
Πολιτικοί έφτιαξαν ένα κράτος που καταρρέει, με υπηρεσίες που δεν εξυπηρετούν, θεσμούς που δεν λειτουργούν, ζωή που απαξιώνεται, μέλλον που φαλκιδεύεται. Διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και εκπαιδευτικοί, αντί να υπηρετήσουν τη ρήση του Διονύσιου Σολωμού, «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές», επέτρεψαν την παχυλή άγνοια της Ιστορίας, αντί να αναδείξουν τις μεγάλες, αλλά και τις σκοτεινές στιγμές των γεγονότων και των πρωταγωνιστών, τα αίτια τα συνδεδεμένα με το διεθνές περιβάλλον και τα αποτελέσματα μαζί με την εξαγωγή συμπερασμάτων ανά περίπτωση για το μέλλον. Αντί μιας ειλικρινούς πατριδογνωσίας, για να ξέρουμε πού πατάμε και πού πηγαίνουμε, κυριάρχησαν ένα «φαντασιακό» ότι συνορεύουμε με το Λιχτενστάιν και ο γιαλαντζί σαχλαμαρισμός ως «ιδεολογία». Άντε να δούμε τώρα πώς δεν θα γίνει το «χάσιμό» μας οδυνηρή απώλεια…