Οασθενής εισήχθη στη χειρουργική κλινική νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης για επέμβαση στο παχύ έντερο. Δέκα μέρες αργότερα εμφάνισε υψηλό πυρετό, έντονη δύσπνοια και πόνο. Του χορηγήθηκαν ισχυρά αναλγητικά και άλλα φάρμακα, πριν κριθεί ότι έπρεπε να υποβληθεί σε δεύτερη επέμβαση από τους ίδιους χειρουργούς. Ωστόσο, η κατάστασή του επιδεινώθηκε εκ νέου. Σε νεότερο εργαστηριακό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ήταν βαρύτατα σηπτικός.
Από στοιχεία του δικαστικού φακέλου που τέθηκαν εις γνώσιν της «Κ» προκύπτει ότι ο ίδιος ασθενής το επόμενο διάστημα υποβλήθηκε σε συνολικά επτά χειρουργεία, παραμένοντας για μεγάλο διάστημα σε μηχανική υποστήριξη στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Ακολούθησε πολύμηνη περίοδος με επιπλοκές και σημάδια βελτίωσης της υγείας του, έως ότου η αρμόδια υγειονομική επιτροπή τού αναγνωρίσει ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%.
Ο ασθενής προσέφυγε στα ελληνικά ποινικά και διοικητικά δικαστήρια. Οι γιατροί του νοσοκομείου αθωώθηκαν για το ποινικό σκέλος, όμως η υπόθεση δεν σταμάτησε εκεί. Χρειάστηκαν περισσότερα από 15 χρόνια έως το τέλος της δικαστικής διαδρομής και την υποχρέωση στο νοσοκομείο να καταβάλει αποζημίωση ύψους 80.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Στο μεταξύ, ο ασθενής είχε αποβιώσει και τη δίκη συνέχισαν οι συγγενείς του.
Το ιατρικό λάθος στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης δεν καταγράφηκε σε κάποια επίσημη βάση δεδομένων. Γιατροί, νομικοί και ιατροδικαστές εξηγούν ότι δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα συλλογής και διαχείρισης των ιατρικών σφαλμάτων στην Ελλάδα. Το σύστημα είναι «τυφλό» και το πρόβλημα επανέρχεται στο προσκήνιο λόγω μιας σειράς περιστατικών που καταγράφονται τους τελευταίους μήνες σε νοσοκομεία και κλινικές της Αττικής.
Το περασμένο καλοκαίρι έχασε τη ζωή της μια 62χρονη γυναίκα, στην οποία φέρεται να έγινε λάθος μετάγγιση αίματος στο «Τζάνειο». Στις αρχές Σεπτεμβρίου, παρόμοιο περιστατικό συνέβη στην «Ευρωκλινική», ευτυχώς όχι με τραγική κατάληξη. Προ ημερών, μια νεαρή ασθενής στο «Αττικόν», στην οποία φέρεται να χορηγήθηκε λάθος φαρμακευτική αγωγή, παρουσίασε αλλεργική αντίδραση.
«Δεν τηρούνται στατιστικά, υπάρχουν μεμονωμένες πρωτοβουλίες νοσοκομείων. Η σημερινή εικόνα στην Ελλάδα είναι αντίστοιχη με της Γαλλίας το 1970», λέει η Κατερίνα Φουντεδάκη, καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στο ΑΠΘ.
Η Κατερίνα Φουντεδάκη, καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, διευθύντρια του Εργαστηρίου Μελέτης του Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, μελετά το ιατρικό δίκαιο και την αστική ιατρική ευθύνη από τη δεκαετία του ’90. «Η τότε κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι ο γιατρός δεν κάνει λάθη. Υπήρχε η έννοια της ιατρικής αυθεντίας. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που μια υπόθεση ιατρικού λάθους έφτανε στη Δικαιοσύνη, αφορούσε μόνο την ποινική δίκη», λέει στην «Κ» η κ. Φουντεδάκη. «Οι αστικές αγωγές για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ξεκίνησαν μετά το 1994, λόγω μιας αλλαγής στη δικονομία που ήταν ευνοϊκή για τα θύματα ιατρικών λαθών και τους συγγενείς τους, και κορυφώθηκαν την επόμενη δεκαετία. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν και οι δικηγόροι που κατηύθυναν τους πελάτες τους. Σήμερα στο εξωτερικό τα ιατρικά λάθη αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τη διεκδίκηση αστικών αποζημιώσεων», σημειώνει η ίδια. Οι γιατροί στις ιδιωτικές κλινικές έχουν ασφαλιστική κάλυψη για την ιατρική ευθύνη. Δεν συμβαίνει το ίδιο στα δημόσια νοσοκομεία, στα οποία, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, την αστική ευθύνη έχει το νοσοκομείο. Εφόσον η διοίκηση του νοσηλευτικού ιδρύματος κρίνει ότι υπάρχει δόλος ή βαριά αμέλεια από τον γιατρό, τότε μπορεί να διεκδικήσει μέρος της καταβαλλόμενης αποζημίωσης από εκείνον, όμως αυτό στην πράξη πολύ σπάνια εφαρμόζεται.
«Χρειάζεται χρόνος, χρήμα»
«Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη για ιατρικό λάθος απαιτεί χρόνο, χρήματα και ψυχικό κόστος. Τις περισσότερες φορές αυτά είναι δυσανάλογα σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Επιπλέον, δεν υπάρχει προστάδιο αξιολόγησης των υποθέσεων από κάποια ανεξάρτητη επιτροπή, ούτε βέβαια η νομική κουλτούρα τα ιατρικά λάθη να λύνονται εξωδικαστικά», εξηγεί η κ. Φουντεδάκη.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ορθολογικό σύστημα καταγραφής και διαχείρισης των ιατρικών λαθών», λέει η ίδια. «Δεν τηρούνται στατιστικά στοιχεία – υπάρχουν μεμονωμένες πρωτοβουλίες νοσοκομείων και μια παλαιότερη έρευνα του ΑΠΘ που στηρίζεται μόνο στη δημοσιευμένη νομολογία. Η σημερινή εικόνα στην Ελλάδα είναι αντίστοιχη με της Γαλλίας ή της Γερμανίας το 1970».
Στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, η τελευταία σχετική εγγραφή είναι το 2017 («Ιατρικό λάθος, νομική ευθύνη και κοινωνικές συνέπειες στο πλαίσιο της Κοινωνιολογίας του Δικαίου», Ιωάννης Χ. Κατσούλης, Νομική Σχολή ΑΠΘ). Στη διατριβή γίνεται αναφορά στη δραματική μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα μετά το 2009, στις ελλείψεις σε προσωπικό κι επίσης στο κύμα φυγής στο εξωτερικό επαγγελματιών της υγείας την περίοδο των μνημονίων. «Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών επιστημόνων περί των οικονομικών της υγείας, η διασπάθιση των κρατικών πόρων –όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα ιατρικά λάθη, αλλά σε όλα τα επίπεδα αναποτελεσματικότητας της δημόσιας υγείας– θα μπορούσε να περιοριστεί δραστικά με την εφαρμογή στρατηγικής ανάπτυξης και οργάνωσης του νοσοκομειακού τομέα», σημειώνεται σε άλλο σημείο της διατριβής.
Νομικοί και γιατροί εξηγούν στην «Κ» ότι η καχυποψία των πολιτών σχετικά με την απόδοση ευθυνών στους γιατρούς είναι εν πολλοίς δικαιολογημένη – «ένας γιατρός δύσκολα θα καταθέσει εναντίον συναδέλφου του», είπαν στην «Κ» διαφορετικοί άνθρωποι.
Σε ημερίδα του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, τον Μάρτιο του 2023 στην Αθήνα, με θέμα την ιατρική ευθύνη, φωτίστηκε η ιστορία από την πλευρά των γιατρών. Εγινε αναφορά στο σύνδρομο κόπωσης, ειδικά στους νέους και στους ειδικευόμενους γιατρούς (ένας στους τρεις δηλώνει συναισθηματική εξάντληση), στο «σύνδρομο του Dr. Google» των ασθενών και στην κινδυνολογία των ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα είναι πολλοί γιατροί να καταφεύγουν στη λεγόμενη αμυντική ιατρική, δηλαδή σε περιττές εξετάσεις, περιττές επεμβάσεις και αχρείαστες εισαγωγές ασθενών στο νοσοκομείο, με πρώτο μέλημα την αποφυγή του λάθους. Η αμυντική ιατρική, όπως ειπώθηκε στην ημερίδα του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, είναι κι αυτή μια μορφή ιατρικού λάθους κι επιπλέον η σκληρή τιμωρία του γιατρού αποζημιώνει τον ασθενή, όμως εντέλει δεν μειώνει τα ιατρικά λάθη.
Ανάγκη για ένα μοντέλο ανίχνευσης και ανάλυσης
Το 2014 στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, υπό την επιστημονική καθοδήγηση των καθηγητών Γιάννη Πολλάλη και Θανάση Βοζίκη και στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής, αναλύθηκαν 660 αποφάσεις ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων σε υποθέσεις περιστατικών ιατρικής αμέλειας.
Από την έρευνα προκύπτει ότι οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν μαιευτήρες-γυναικολόγους (25%), για να ακολουθήσουν οι γενικοί χειρουργοί (16,9%), οι καρδιολόγοι-καρδιοχειρουργοί (7,5%) και οι ορθοπεδικοί (6,9%). Στις ίδιες δικαστικές αποφάσεις οι συχνότερες θεραπευτικές κατηγορίες καταγράφηκαν ως εξής: Κύηση, τοκετός και λοχεία (24%), παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος (12%) και παθήσεις του πεπτικού συστήματος (12%).
Σε τέσσερις από τις δέκα περιπτώσεις (38,8%) προκλήθηκε θάνατος του ασθενούς, ενώ μία στις τρεις δικαστικές αποφάσεις (32,2%) αφορούσε ασθενείς που υπέστησαν μόνιμη αναπηρία. Τουλάχιστον τα μισά ιατρικά λάθη, κατά την ίδια μελέτη (52,4%), συνέβησαν κατά το στάδιο της θεραπείας, για να ακολουθήσει (29,3%) το στάδιο της διάγνωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανεπιστημίου Πειραιώς, όπως προκύπτει από την ανάλυση των δικαστικών αποφάσεων, η μέση επιδικασθείσα αποζημίωση στα ελληνικά δικαστήρια υπολογίστηκε στις 300.000 ευρώ και ο μέσος χρόνος για την έκδοση της απόφασης στα επτά έτη.
Η ίδια έρευνα συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Από το 2017 στο Εργαστήριο Οικονομικών και Διοίκησης της Υγείας, του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, λειτουργεί άτυπα το Παρατηρητήριο Ασφάλειας του Ασθενούς. Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν συλλεχθεί ξεπερνούν σήμερα τις 1.000 και επίσης έχουν καταγραφεί αναφορές για περισσότερα από 20.000 «δυσμενή συμβάντα». Με αυτόν τον όρο, όπως εξηγεί στην «Κ» ο καθηγητής Θανάσης Βοζίκης, περιγράφονται τα αθέλητα και απρόσμενα περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν –ή έχουν προκαλέσει– βλάβη σε έναν ή περισσότερους ασθενείς κατά τη διάρκεια παροχής φροντίδας υγείας στο σύστημα υγείας.
«Απαιτείται η καλλιέργεια κουλτούρας αναφοράς των περιστατικών, χωρίς πρόθεση στοχοποίησης», επισημαίνει ο καθηγητής Θανάσης Βοζίκης.
Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την ιατρική αμέλεια, η οποία αφορά την προσοχή και την επιμέλεια που πρέπει να επιδεικνύει ένας γιατρός με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και λογική. Πιο απλά, η περίπτωση χορήγησης λάθος φαρμάκου σε ασθενή, εφόσον δεν προκληθεί βλάβη, καταγράφεται ως «δυσμενές συμβάν», όχι ως ιατρικό σφάλμα.
Εκτός από τις προφανείς ιατρικές και οικονομικές επιπτώσεις εις βάρος των ασθενών, των συγγενών τους και του συστήματος υγείας, όπως εξηγούν οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, διαπιστώνεται ότι η βαθύτερη αιτία εμφάνισης των ιατρικών σφαλμάτων και ανεπιθύμητων περιστατικών είναι κατά κύριο λόγο συστημική. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναζητηθεί και η υπαιτιότητα – συμβολή του συστήματος υγείας, δηλαδή οι δυσλειτουργίες, παραλείψεις και αδυναμίες του.
«Απαιτείται επιπλέον η καλλιέργεια κουλτούρας αναφοράς των περιστατικών, χωρίς πρόθεση στοχοποίησης και απόδοσης ευθυνών», σημειώνει ο κ. Βοζίκης. «Και επίσης ενθάρρυνση των πολιτών για την εθελουσία ανώνυμη αναφορά περιστατικών δυσμενών συμβάντων».
ΑΠΟΨΗ
Συχνά λείπει το «σπεύδε βραδέως»
Του Γιώργου Βασιλόπουλου*
Αυτό που αποκαλείται ιατρικό λάθος δεν είναι πάντα ιατρικό ή ακριβέστερα ιατρογενές. Ιατρογενές είναι αυτό που ξεκινάει από μια λανθασμένη ιατρική απόφαση ή πράξη, ενώ για μια λανθασμένη χορήγηση αίματος μπορεί να ευθύνονται νοσηλευτές ή βοηθοί στους οποίους έχει εκχωρηθεί η θεραπευτική πράξη. Συνολικά, ο όρος ιατρικό λάθος είναι μια ομπρέλα που περιλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις λαθών στην άσκηση της παροχής υπηρεσιών υγείας.
Το ιατρικό λάθος είναι ο «εφιάλτης» κάθε επαγγελματία στον χώρο της υγείας γιατί το τίμημα μπορεί να είναι η ανεκτίμητη αξία της ζωής. Σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, οι δικαστικές διώξεις για ιατρικά λάθη έχουν αποτελέσει προσοδοφόρα επιχείρηση, όπως μπορεί να δει κανείς και από τις διαφημίσεις γραφείων που αναλαμβάνουν αυτά τα περιστατικά. Ενδεικτικά, για το 2024, 11.600 περιπτώσεις που έφτασαν στα δικαστήρια αποζημιώθηκαν συνολικά με το ποσό των 5 δισ. δολαρίων. Στη χώρα μας η κατάσταση δεν έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, αλλά το πρόβλημα υπάρχει. Το ερώτημα είναι ποιες πρακτικές ακολουθούνται προκειμένου να μηδενιστούν αυτά τα περιστατικά.
Στην άσκηση της Ιατρικής, η προσπάθεια να αποτρέψεις το ιατρικό λάθος περνάει μέσα από τα 4 Ε: την Ενσυναίσθηση, που σου επιτρέπει να «μπεις» στο σώμα του αρρώστου, την Επικοινωνία, που σου επιτρέπει να «μπεις» στην ψυχή του, την Επάρκεια σε γνώση, που σου επιτρέπει να κατανοήσεις την κατάστασή του, και την Ενημέρωση του φακέλου του, που σου επιτρέπει να μπεις στο ιατρικό και νοσηλευτικό του ιστορικό.
Κοιτώντας ένα ένα τα 4 Ε μπορούμε να σκιαγραφήσουμε κάποιες αιτίες για τα θεραπευτικά σφάλματα. Η ενσυναίσθηση και η ικανότητα επικοινωνίας είναι δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στην ιατρική και νοσηλευτική πρακτική. Δυστυχώς, δεν διδάσκονται, είναι συχνά χαρίσματα σε όσους επιλέγουν αυτή την τέχνη και μόνο εν μέρει μπορούν να δομηθούν μέσα από την επαγγελματική πείρα. Η επάρκεια μπορεί να θεωρείται δεδομένη εφόσον υπάρχουν πτυχία, αλλά η θεωρία από την πράξη είναι γνωστό πως απέχουν αρκετά. Τέλος, η ενημέρωση, που σημαίνει πλήρη γραπτή και προφορική επικοινωνία των εμπλεκομένων με την παροχή υπηρεσιών υγείας, μπορεί να είναι ελλιπής.
Από την κλινική μου πείρα μπορώ να βεβαιώσω ότι από το προσωπικό μας δεν λείπουν η επικοινωνία με τον άρρωστο και η γνωσιακή επάρκεια. Λείπει όμως συχνά το «σπεύδε βραδέως», που σου επιτρέπει να αγνοήσεις την πίεση του χρόνου ώστε να αποφύγεις τις επιπόλαιες πράξεις και να τηρήσεις τα προβλεπόμενα από τις διαδικασίες. Και οι Ελληνες με τις διαδικασίες συχνά δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις.
* Ο κ. Γιώργος Βασιλόπουλος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας.