Αναρωτιόμαστε συχνά γιατί όλα εδώ θυμίζουν να είναι σε κατάσταση νιρβάνας; Γιατί αποδυναμωνόμαστε όλο και περισσότερο; Γιατί ο πήχης του θάρρους μας, κατεβαίνει όλο και περισσότερο; Γιατί γινόμαστε μια χώρα αποκλεισμένων και κατεχομένων; Και τέλος γιατί η ζωή μας ολοκληρώνεται στο “θα ήθελα να θέλω το θέλω μου” όπως έλεγε ο Φερνάντο Πεσσόα.
Του Απόστολου Αποστόλου
Ο Δανός θεολόγος και φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ στο έργο του “Ημερολόγιο ενός διαφθορέα”, ένα βιβλίο εξομολόγησης, αναφέρεται στο μύθο της αγριόχηνας. Γράφει μεταξύ άλλων: «…ανάμεσα στην αγριόχηνα και στις οικόσιτες χήνες παρ’ όλες τις διαφορές τους υπάρχει ένα είδος συνεννόησης. Όταν ακούγονται να πετούν στον αέρα οι άγριες χήνες και κάτω υπάρχουν χήνες οικόσιτες, οι τελευταίες αρχίζουν να χτυπούν τα φτερά τους, βγάζουν φωνές και μέσα σε μια απόλυτη σύγχυση προσπαθούν να πετάξουν, αλλά μάταια, φτερουγίζουν δίχως να κατορθώνουν να πετάξουν.
Και όλη αυτή η επαναστατικότητά τους τελειώνει εκεί. Όμως ένα φθινόπωρο μια αγριόχηνα κατά τη διάρκεια της αποδημίας παρατήρησε από ψηλά τις οικόσιτες χήνες που υπήρχαν σε μια αυλή και κοιτώντας τις οικόσιτες χήνες αισθάνθηκε μια στοργή και μια τρυφερότητα για εκείνες. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να τις βοηθήσει να πετάξουν και εκείνες, να αποκτήσουν την ελευθερία τους όταν θα έρθει η ώρα της απόφασης. Έτσι τις πλησίασε ελπίζοντας ότι θα τις έκανε και εκείνες να υψωθούν.
»Η αγριόχηνα πίστεψε ότι στην αρχή θα πετούσαν χαμηλά αλλά σιγά – σιγά θα υψώνονταν όλο και περισσότερο και θα αποδημούσαν από αυτή τη μίζερη και ανελεύθερη ζωή που είχαν καταδικαστεί να υπάρχουν στο κύλισμα του χώματος, που ήταν μια ζωή συμβιβασμένη, υποταγμένη. Όταν τους το είπε, οι οικόσιτες χήνες το βρήκαν αστείο και έδειξαν όλη τη στοργικότητα τους προς την αγριόχηνα που είχε τέτοια αφελή σκέψη.
Στη συνέχεια βλέποντας την επιμονή της, την επιτίμησαν, την είπαν τρελή, αλλοπαρμένη, επιπόλαιη, δίχως φρόνηση. ‘Ομως η αγριόχηνα είχε εξοικειωθεί με τις οικόσιτες χήνες και εκείνες είχαν αποκτήσει πολύ δύναμη επάνω σ’ εκείνη. Είχαν αρχίσει να την επηρεάζουν. Έτσι στο τέλος η αγριόχηνα έγινε και εκείνη οικόσιτη και έμεινε μαζί με τις άλλες χήνες της αυλής. Όλο αυτό (θα πει ο Κίρκεγκωρ), είναι λάθος γιατί μια οικόσιτη χήνα δε γίνεται άγρια, ενώ μια άγρια χήνα μπορεί να γίνει οικόσιτη μέσα από τη συνήθεια».
Η αγριόχηνα συμβιβάστηκε
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη χώρα μας. Συνήθισε στα ίχνη του συμβιβασμού, της ατολμίας και στη διάβρωση της αδράνειας. Έτσι ώστε κάθε άλλη συμπεριφορά να γίνεται ενοχλητική. Να γιατί τα τελευταία έξι χρόνια δεν αλλάζει τίποτα. Να γιατί στην εξωτερική πολιτική ο κεντρικός προσανατολισμός μας έχει πρόσβαση μόνο στον κατευνασμό και την εξάρτηση, στις εσφαλμένες προσλήψεις και στα φοβικά σύνδρομα. Και επίσης να γιατί η εσωτερική πολιτική γίνεται μια ζωντανή διάψευση της ικανότητας και όλα μοιάζουν να κολυμπούν μέσα σε έλη της υπερσυμφωνίας των εξουσιών, της Εκτελεστικής, της Νομοθετικής και της Δικαστικής εξουσίας. Να γιατί το φάσμα της επιλογής μας θα περικλείεται μεταξύ κατακτητικού κτήνους και πειθήνιου κτήνους.
Κάτω από τον αστερισμό του κατευνασμού, των ήρεμων νερών, των μυστικών συμφωνιών, περάσαμε στη φθοροποιό αδράνεια. Παράλληλα με την τραγωδία των Τεμπών μάθαμε να τιθασεύσουμε το ατιθάσευτο, κάναμε τη δημοκρατία μας ρεφορμιστικό σχέδιο. Κάτω από τις διασταλτικές έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας όλα έγιναν επίφαση, πανουργία, αφηρημένη αποκεντροθέτηση. Ζούμε αυτό που έγραφε κάποτε ο Ραούλ Βάνεγκεμ: «Στην κυβερνητικοποιημένη κοινωνία μας, γίναμε θεατές της γάγγραινας και της σήψης, θεατές της επιβίωσης».
Δυστυχώς είμαστε οικόσιτοι μιας αντιδημοκρατίας, (όπως οι χήνες του Κίρκεγκωρ), χωρίς τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου και τις αρχές της νομιμοποίησης, χωρίς να είμαστε μια συντεταγμένη πολιτεία με τη συνεργασία των εξουσιών της. Ζούμε σε μια αντιδημοκρατία όπου επικυρώνονται αποφάσεις χωρίς διαβούλευση και χωρίς να εμπεδώνεται μια δημοκρατική συμπεριφορά.