Το ακόμη πιο σημαντικό στοιχείο ήταν πως τούτη η απεργία, που βασικά προήλθε από την πίεση που από καιρό ασκούσαν τα συνδικάτα βάσης, βρήκε πρόθυμη ανταπόκριση από πολίτες ευαισθητοποιημένους από το δράμα στη Γάζα κι ένωσε μετά πολλές δεκαετίες ξανά τομείς κοινωνικούς που για πολλές δεκαετίες έμεναν ασύνδετοι -όπως εργάτες, μαθητές, υπαλλήλους, είτε σκληροπυρηνικούς, είτε εν μέρει αδιάφορους- ώστε σήμερα να ξαναβρούν ένα κοινό νήμα και μία ενιαία φωνή.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα, σε μία τελματωμένη πολιτική σκηνή στην Ιταλία, να αναδύεται πλέον μία volonté générale κατ’ ευθείαν από τις τάξεις εκείνες που όχι μόνον αντηχούν το συναίσθημα του παγκόσμιου αποτροπιασμού για τη γενοκτονία αλλά κυρίως γιατί αποτελούν εκείνο το σύνολο που υφίσταται τις αντεργατικές και κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής μέγγενης από πολιτικές της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζιας Μελόνι, που συντονίζονται απόλυτα με τον αυταρχικό φιλελευθερισμό που επικρατεί παγκοσμίως και εκφράζεται από την προσωποπαγή κι απόλυτα ταξική και ρατσιστική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι πλέον σαφές πως η κοινωνία, γενικότερα απογοητευμένη από τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα και τη γονυκλισία τους απέναντι στις οικονομικές ελίτ, την ευρωπαϊκή πολιτική, την ανικανότητά τους να ορθώσουν μία εναλλακτική ή μία αντίδραση απέναντι στην άνοδο, τόσο στην Ευρώπη, όσο και παγκόσμια, όλων αυτών των αντιδραστικών δυνάμεων και των κερδοσκοπικών ρευμάτων, τη σύμπλευσή τους, ουσιαστικά, με την εγκληματική εκστρατεία του Ισραήλ, βρίσκει προσφορότερο να ανταποκρίνεται και να ταυτίζεται με τα εργατικά συνδικάτα, ως μοχλό κοινωνικής πίεσης και πολιτικής αντίστασης. Δεν είναι μόνον η CGIL, το μεγαλύτερο συνδικάτο, που πλέον προβάλλει ως καθαρά αντιπολιτευτική δύναμη στις αυταρχικές κι οπισθοδρομικές πολιτικές της ακροδεξιάς κυβέρνησης των Μελόνι και Σαλβίνι. Κυρίως, στο μαχητικό τμήμα των εργατικών κινητοποιήσεων και με τρόπο πιο «εγκάρσιο» σε σχέση με τον πιο συντεχνιακό των ιστορικών συνδικάτων η Unione Sindacale di Base, η οποία προκάλεσε τη γενική απεργία, είναι μια κοινωνική δύναμη που διαθέτει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη από όλους τους τομείς, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η γενική απεργία συντάραξε την ιταλική κοινωνία με την αποφασιστικότητα και κυρίως από τις σαστισμένες κυβερνητικές επιθέσεις μπροστά στην πανστρατιά του κόσμου: «εγκληματίες και όχι απεργούς» χαρακτήρισε η ακροδεξιά πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι τους διαδηλωτές, επαινώντας τις «δυνάμεις της τάξης» που «συγκράτησαν» επιτιθέμενοι, φυσικά, την αναρχία στους δρόμους. Ενώ ο ρατσιστής υπουργός Υποδομών και ηγέτης της ξενοφοβικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι, που έχει ψηφίσει αντεργατικούς νόμους που ουσιαστικά απαγορεύουν και τιμωρούν την απεργία, όπως είναι φυσικό χαρακτήρισε την κήρυξή της «παράνομη» και τόνισε πως υπάρχει ανάγκη να επιταχυνθεί η περαιτέρω ποινικοποίησή της. Μάλιστα, η αρμόδια Εποπτική Αρχή, που συνεδρίασε την επόμενη ημέρα την κήρυξε παράνομη, προαναγγέλλοντας κυρώσεις στους πρωτεργάτες της.
Το γεγονός ότι ολάκερη η κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει, ρίχνοντας το βάρος της σε προεκλογικές συναντήσεις ενόψει των εκλογών στην Καλαβρία τον αντίκτυπο των κινητοποιήσεων, που έβγαλαν 300.000 ανθρώπους στη Ρώμη, που έκλεισαν την τεράστια γέφυρα ανάμεσα στο Μέστρε και τη Βενετία, που δημιούργησαν ένα ποτάμι κόσμου μήκους 4 χλμ. στο Μιλάνο και πλημμύρισαν τη Γένοβα, τη Μπολόνια, τη Φλωρεντία, ακόμη και τα μικρότερα χωριά, καταδεικνύει πως η πολιτική νοιώθει ότι ο κίνδυνος πλέον δεν προέρχεται από τους κομματικούς της αντιπάλους, αλλά από την αυξανόμενη τούτη «συντακτική εξουσία» (pouvoir constituant) της βάσης που διεκδικεί να έχει πολιτικό λόγο και να καθορίζει ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας τις πολιτικές αποφάσεις.
«Είναι το δικό μας Βιετνάμ» Όμως, αυτό που κατάφερε το συνδικαλιστικό κίνημα και οι πρωτοβουλίες του, να κινητοποιήσει μαχητικά και αποφασιστικά και να συσπειρώσει διαφορετικά εντελώς κλάσματα της κοινωνίας σε μία συντονισμένη διαμαρτυρία. Η συμμετοχή στην απεργία ξεπέρασε το 60% στον δημόσιο τομέα, το 80% στα εργοστάσια, ενώ στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις κινήθηκε στο 70-80%. Αντικειμενικές παράμετροι που φαίνεται πως ξεπερνούν τα επίκαιρα χαρακτηριστικά της αντίδρασης για τον Στολίσκο, αλλά έχουν μία δυναμική γενικότερης κοινωνικής διαμαρτυρίας, ενάντια στις πολεμόχαρες πολιτικές της Ε.Ε. καταρχήν και την αυταρχική και φιλομονοπωλιακή πολιτική της Ρώμης. Αυτή τη συσπείρωση, είναι αξιοσημείωτο, δεν την κατάφερε επ’ ουδενί το λεγόμενο «ευρύ μέτωπο» της Αριστεράς στην Ιταλία και η συγκυριακή και όχι ουσιαστική του σύμπραξη, με πρόγραμμα και στόχους. Πράγμα που επιβεβαιώνουν και τα αξιοθρήνητα ποσοστά της ήττας της στις περιφερειακές εκλογές στις Μάρκε και κυρίως στη μεγάλη αποχή -ιδίως των νέων. Των νέων που όμως κατέκλυσαν τους δρόμους, που πρωτοστάτησαν στις καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, που στηρίζουν στον δρόμο (αλλά όχι και στην κάλπη, που τους απογοήτευσε) έναν σκοπό, που οι ίδιοι διατρανώνουν πως «είναι το δικό μας Βιετνάμ».
Τούτη η γενικότερη αποδοχή και η εμπιστοσύνη για τη μαχητικότητα και την αποφασιστικότητα της USB, δεν προέκυψε τυχαία. Απεναντίας, η αταλάντευτη στάση που έχουν τηρήσει από την αρχή της σφαγής στη Γάζα, έχει κερδίσει τον σεβασμό των πολιτών της Ιταλίας. Αρχικά η πρωτοβουλία των λιμενεργατών να εμποδίσουν τον ελλιμενισμό ή τις αποστολές στρατιωτικού υλικού προς το Ισραήλ, κτύπησε μία λεπτή χορδή στα αισθήματα του μέσου πολίτη. Από τη Γένοβα μέχρι την Τεργέστη, περνώντας από τον Τάραντα και τη Ραβένα, οι «σκληροπυρηνικοί» που εργάζονται στις αποβάθρες και στην εφοδιαστική αλυσίδα, ξεκινώντας τις κινητοποιήσεις τους, ανέκτησαν και μεταλαμπάδευσαν το μαχητικό πνεύμα, αποδεικνύοντας πως όταν υπάρχει αλύγιστη αποφασιστικότητα από τους πολίτες, ακόμη κι οι πιο άκαμπτες κυβερνητικές αποφάσεις ανατρέπονται. Το μπλοκάρισμα των λιμανιών στη μεταφορά όπλων προς το Ισραήλ είναι η πιο διάτορη πράξη αντίστασης των λιμενεργατών, που έχει ξεκινήσει από τα προηγούμενα χρόνια (και όχι μόνο τώρα) σταματώντας διάφορες τέτοιες στρατιωτικές μεταφορές, για παράδειγμα όπλων που προορίζονταν για την Υεμένη. Και σήμερα προετοιμάζονται να κλιμακώσουν σε πανευρωπαϊκό μέτωπο το μπλοκάρισμα τέτοιων φορτίων στα λιμάνια της ηπείρου, ιδίως στη Μεσόγειο.
Αλλά τούτη τη φορά, είναι φανερό πως τα κίνητρα ήταν πολύ ισχυρότερα και ανακτά το πνεύμα αλληλεγγύης και την ιστορική σχέση που η ριζοσπαστική Αριστερά είχε με τον παλαιστινιακό σκοπό, στον οποίο έβλεπε την πραγμάτωση της νεο-ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής καταπίεσης των λαών. Ο πρωτοφανής πολιτικός αντίκτυπος που είχε η γενική απεργία, όπως το διαπιστώνει και η ίδια η USB, είναι αποτέλεσμα όχι απλά μίας επικοινωνιακής πολιτικής ή μίας «συντεχνιακής» συνδικαλιστικής επιστράτευσης, όπως συμβαίνει με τις πιο «επαγγελματικά» δομημένες εργατικές οργανώσεις (όπως η CGIL). Το μήνυμα της μαχητικότητας που πέρασαν τις τελευταίες εβδομάδες οι οργανώσεις βάσης είχε οριζόντια απήχηση και διαπέρασε όλη την κοινωνία. Αυτό που κατόρθωσαν οι πάνδημες, κυριολεκτικά, τούτες πορείες ήταν να φέρουν στις ίδιες γραμμές εργάτες και εργαζομένους σε τομείς, που από καιρό έχουν εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο, συνθλιμένοι από τις μεθοδεύσεις των αντεργατικών νόμων, την απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών, τις μισθολογικές και πληθωριστικές πιέσεις, μαζί με μαθητές λυκείου, καθηγητές, σχολικούς υπαλλήλους και εργαζόμενους της δημόσιας διοίκησης, υγειονομικούς και αντιπροσώπους από μεγάλα εργοστάσια. Κόσμο της εργασίας, που βαθμιαία, νοιώθοντας την απογοήτευση από τα κόμματα και τις «θεσμικές» συνδικαλιστικές ενώσεις, μεταναστεύουν από αυτούς τους χώρους σε μία πιο ριζοσπαστική και πραγματικά «ριζωματική» όπως θα έλεγαν οι Ντελέζ-Γκουαταρί, οργάνωση δράσης.
Επίσης, το εντυπωσιακό στη γενική τούτη απεργία είναι (και μάλιστα όσον αφορά τη νέα γενιά) πως η διοργάνωσή της και οι κινητοποιήσεις, δραστηριοποίησαν τόσον κόσμο σε μία εποχή, που μετά την καλοκαιρινή ραστώνη, προτού αρχίσουν οι πολίτες να βιώνουν τα προετοιμαζόμενα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και τη διοχέτευση ζωτικών κονδυλίων για να προετοιμασθεί η Ευρώπη για τον «πόλεμο», που οι ηγέτες της υπόσχονται (ήδη η Μελόνι ανακοίνωσε μια μετάγγιση 20 δισεκ. .ευρώ στο para bellum. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι ενδεικτικό πως έχει αρχίσει να βιώνεται από τους νέους και τον απλό, αλλά σκεπτόμενο, κόσμο ως η αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στον Δαβίδ και τον Γολιάθ. Η παρουσία στους δρόμους, εν ολίγοις, είναι ένα είδος ηθικής επιταγής για όσους αισθάνονται ότι ανήκουν σε τούτη τη μαχητική βάση της κοινωνίας και βλέπει την Παλαιστίνη σαν το Βιετνάμ μας. Κι όπως, κατά τις βουερές εκείνες εποχές του ‘60, το Βιετνάμ είχε αποκτήσει και μία ευρύτερη συμβολική και πολιτικά εννοιολογική σημασία, που επηρέαζε και στην εσωτερική πολιτική κάθε χώρας, ως αντανάκλαση του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής του, με όλες τις συνέπειες για την ευρύτερη κοινωνία, την ειρήνη και την ευημερία όλης της οικουμένης, αλλά και κάθε κράτους ξεχωριστά.
Επανασύνδεση με τους συνδικαλιστικούς αγώνες
Η κινητοποίηση της 3ης Οκτωβρίου σημαίνει ακόμη και μία άμεση επανασύνδεση του κόσμου με τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Σε μία εποχή που η δράση των σωματείων έχει περιορισθεί σε εκάστοτε τομεακές διεκδικήσεις, που πάντα πυροδοτούνται από το χάσμα μεταξύ των αυξήσεων των υπηρεσιών και των πιέσεων που δέχονται η εργασία κι οι μισθοί, η δράση των USB ξανασυνδέει τον κόσμο της δουλειάς με την κοινωνία, δείχνει πως οι ανάγκες τους είναι κοινές. Κι απλώς χρειάζεται για να ξαναενωθεί η κοινωνία, όχι κομματικά, αλλά κυρίως σε επίπεδο σχεδόν ‘ταξικό’, μία ενιαία αφορμή και κοινή πεποίθηση, όπως η αναντίρρητη σε όλους γνώση πως στη Γάζα συντελείται μία γενοκτονία, ότι η πολεμόχαρη πολιτική της Ευρώπης γεννά αντιθέσεις και κοινωνικό μαρασμό, πως η αυταρχική πολιτική είναι αδιέξοδη. Τέτοιες αφορμές θρυμματίζουν το τείχος της αποξένωσης ανάμεσα στην κοινωνία κι ιδίως τους νέους και τους μηχανισμούς διεκδίκησης και διαμαρτυρίας, αφυπνίζουν τις συνειδήσεις και προπάντων τη βούληση για δράση, που παύει να απογοητεύεται από τη ματαιότητα που τα παραδοσιακά κόμματα, ιδίως της πάλαι ποτέ Αριστεράς, με τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, τις μικροπολιτικές σκοπιμότητές τους κι ιδίως με την ολοκληρωτική παράδοση κι ευθυγράμμισή τους με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια τάση των ελίτ της οικονομίας και της διακυβέρνησης, που στοχεύοντας απλώς στην κατάκτηση της εξουσίας για να διαιωνισθεί το ίδιο σύστημα, αφοπλίζουν τις βάσεις και αδρανοποιούν τη μαχητικότητα κι ορμή τους.
Τελευταία οι οργανώσεις της USB βλέπουν να πολλαπλασιάζονται οι αιτήσεις για ένταξη εργαζομένων στις τάξεις τους. Ο λόγος για τούτο έγκειται επίσης στο γεγονός ότι αυτές οι οργανώσεις δεν έχουν μια πραγματική ιεραρχική δομή, δεν υπάρχει ο παραδοσιακός γραμματέας-επικεφαλής, ούτε ο υποτιθέμενος “χαρισματικός ηγέτης”. Απεναντίας η θεμελιακή ιδέα μιας συλλογικότητας στην οποία όλοι είναι ίσοι, σε αυτή την ιστορική στιγμή, είναι πολύ ελκυστική, ειδικά μεταξύ των νέων. Απέναντι σε ένα συνδικαλιστικό κίνημα που ευνοεί τον κατακερματισμό και την αποξένωση των εργατών από τους αγώνες, καθώς οι συμφωνίες υπογράφονται από την ηγεσία, η οποία δεν εκφράζει κάποια απόφαση που έχει ληφθεί συλλογικά κι από τη βάση των συνδικάτων, κι οι ίδιες οι πρωτοβουλίες της δεν αμφισβητούνται από τις συνελεύσεις, ο τρόπος συναπόφασης και συλλογικής κινητοποίησης που εισηγούνται οι USB, και οι Sì Cobas, οι Sol Cobas και άλλες ομάδες που εκπροσωπούν τους πληττόμενους από τις απολύσεις, τον εκπατρισμό, το κλείσιμο των εργοστασίων, βιομηχανικούς εργάτες ή τα κατ’ εξοχήν θύματα της εκμετάλλευσης που η gig οικονομία γεννά, οι διανομείς κι άλλοι ευκαιριακά απασχολούμενοι εργαζόμενοι, μοιάζουν ως η μόνη δυνατότητα ν’ ακουσθεί η φωνή των εργαζομένων αυτών.
Το αναπόφευκτο ερώτημα
Ωστόσο, παραμένει ένα μεγάλο και τελικά αναπόφευκτο ερώτημα: μπορεί αυτή η συναισθηματικά υποκινούμενη κινητοποίηση, μπορεί το όραμα να παλέψει η κοινωνία για τη Γάζα να εξακτινωθεί πραγματικά στα εσωτερικά ζητήματα, να γίνει το όχημα πολιτικής δυσαρέσκειας; Και αν πράγματι συμβεί αυτό, εάν οι οργανώσεις βάσης γίνουν ο φορέας για τη συσπείρωση της κοινωνίας προς την πολιτική ανυπακοή και εξέγερση, μπορούν να διοχετεύσουν τούτη την αγανάκτηση προς ένα συνεκτικό πρόγραμμα και δράση για την ανατροπή της εξουσίας; Προς το παρόν, η απάντηση είναι σαφής: όχι ακόμη. Όχι τώρα, επειδή οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες. Όχι βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, επειδή οι επιπτώσεις των κοινωνικών διαμαρτυριών αναγκαστικά θα πρέπει να μεταφράζονται σε πολιτική δέσμευση σε κάποιο αντιπροσωπευτικό κόμμα και, φυσικά σε ψήφους, για ακόμη μεγάλο χρονικό διάστημα. Και όταν είναι φυσικό ότι μεγάλο μέρος όλων αυτών που σήμερα βγαίνουν στους δρόμους, κινητοποιημένοι χάριν ενός κοινού και μεγάλου κοινωνικού αιτήματος, είναι ουσιαστικά απογοητευμένοι από την πολιτική. Το γεγονός ότι ευαισθητοποιούνται και φωνάζουν για μία μεγάλη Ιδέα, δε σημαίνει πως θα τρέξουν αμέσως μετά και στην κάλπη για να μετουσιώσουν πολιτικά το ιδανικό τους. Και τίθεται το ζήτημα, μπορεί να μετασχηματισθεί η αντίδραση τούτη από τα κάτω, με υποκινητές μία βασισμένη στην αυτο-οργάνωση συνδικαλιστική ένωση, να κινηθεί ως κόμμα, τακτικά με όρους πολιτικής δράσης και ακόμη γκραμσιανά ως «κόμμα-διανοούμενος» όσον αφορά την οργάνωση για να αποτελέσει μία υπολογίσιμη πολιτική δύναμη;
Δύσκολο, αν και η κοινωνία έχει ανάγκη από πιο ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, που πάνω από την ξανακερδισμένη συνθηματολογία ή που θα βοηθήσουν να αποκατασταθεί η πίστη στις πλατιές μάζες για τις αξίες και τις ικανότητες της Αριστεράς, θα είναι ικανές να ξανασυσπειρώσουν την κατακερματισμένη δράση και συνείδησή της. Γιατί πέρα από την επανασύσταση των γραμμών της κάτω από ένα κεντρικό σύνθημα (πχ. τη Γάζα) για να μετουσιωθεί η συμμετοχή στους δρόμους και στις μάχες τις ιδέες και σε πολιτική επιτυχία μέσω ενός κομματικού μηχανισμού, απαιτούνται πλατιές, μακρόχρονες διαδικασίες και, δυστυχώς, πολλούς τακτικούς συμβιβασμούς, προκειμένου να προσελκύσεις περισσότερες κοινωνικές τάξεις στον σκοπό σου. Μόνο που οι συμβιβασμοί τούτοι πρέπει να είναι μόνον τακτικοί και πρακτικο ελιγμοί -όχι σαν εκείνους τους καθαρά πολιτικο-ιδεολογικούς που επιχείρησε δουλοπρεπώς η σοσιαλδημοκρατία ή ο ευρωκομμουνισμός στο παρελθόν και απαξίωσε την εικόνα και το περιεχόμενο της δράσης της- με στόχο να συντηρήσουν και διοχετεύσουν την μικροαστική επαναστατικότητα απέναντι στη διαφθορά και την κρίση του καπιταλισμού και για τους οποίους θα είναι προετοιμασμένη κι έτοιμη η κοινωνική σου βάση να αναγνωρίσει και να στηρίξει.
Σήμερα, που η απόσταση από τον διανοητικό και τον χειρώνακτα εργάτη, ιδίως σε στρώματα που προηγουμένως είχαν κύρος -πχ, εκπαιδευτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, υγειονομικό, μικροεπιχειρηματίες- και σήμερα με την άνοδο της κερδοσκοπικής χρηματιστηριοποίησης των πάντων προλεταριοποιούνται ραγδαία, η δυνατότητα «στρατολόγησης» καινούργιας δυναμικής βάσης. Ιδίως μέσα στις τάξεις των νέων, που αισθάνονται πως είναι εκείνοι ο αμνός προς θυσία της καταστροφικής για τη χώρα τους, αλλά και για τον πλανήτη.
Όπως έγραφε και ο Λοκ, ο λαός «καταπιεσμένος και χρησιμοποιημένος αντίθετα προς τα δίκαια και τους νόμους, είναι έτοιμος ανά πάσα ευκαιρία να ξεφορτωθεί το βάρος που του επιβάλλουν» μπορεί να επιβάλει σ’ ένα κράτος έναν δικαιολογημένο έλεγχο μέσα από τη διαδικασία που μοιάζει με αυτόματη ανάφλεξη, όσο κι εάν οι ευκαιρίες τούτες «ένεκα των διακυμάνσεων, των ανθρώπινων αδυναμιών και των ατυχών συγκυριών στις ανθρώπινες υποθέσεις, μπορεί να αργήσουν». Η μεγάλη απεργία στην Ιταλία κι όσα ακολούθησαν, είναι μία ένδειξη πως μπορεί η κοινωνία να συνταχθεί, να αποκτήσει συνείδηση της ιστορικής στιγμής (σαν απαρχή της αντίληψης της δικής της αντικειμενικής θέσης απέναντι στα γεγονότα) και να βροντοφωνάξει την αντίθεσή της στον οικονομικο-κοινωνικό ντετερμινισμό, τον πολιτικό φαταλισμό και τη μεμψιμοιρία που οδηγείται η ανθρωπότητα και να δηλώσει πως η ελευθερία είναι η δύναμη που αντιστέκεται στην υποτιθέμενη αναπότρεπτη τροπή της Ιστορίας.