Του Παντελή Βασματζίδη*
Η αλχημεία σε ένα πρώτο επίπεδο κατανόησης αποτελεί μία πρακτική και εργαστηριακή τέχνη που έχει ως αντικειμενικό στόχο τη μεταστοιχείωση του μολύβδου σε χρυσό, ενώ σε ένα βαθύτερο επίπεδο είναι ένα μέσο εξεύρεσης σύνθετων φιλοσοφικών και πνευματικών ιδεών. Σύμφωνα με τους αλχημιστές, η ύλη μπορεί να αναχθεί σε τέσσερα βασικά στοιχεία -γη, ύδωρ, πυρ, αέρα-, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να αναχθούν στην «πρωταρχική ύλη», δηλαδή σε χρυσό. Σε γενικές γραμμές, η αλχημεία είναι η τέχνη μέσω της οποίας επιχειρείται ο εξευγενισμός της ύλης και του περιεχομένου της, δηλαδή ο διαχωρισμός του λεπτοφυούς από το χονδροειδές με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρυσός εκλαμβάνεται ως «ευφυέστερος» του κοινού μολύβδου, διότι έχει επιτύχει να λάμπει και να αποφεύγει τη σκουριά που πλήττει τα άλλα μέταλλα.
Η αλχημεία, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, δεν γεννήθηκε στα υγρά και μισοσκότεινα υπόγεια των αποκρυφιστών του Μεσαίωνα, αλλά αναπτύχθηκε σε κάθε πολιτισμό της υφηλίου, γεγονός που την καθιστά πολυπολιτισμική σύνθεση. Τα ίχνη της είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένα με κάποια εσωτερική ή μυστική παράδοση, όπως στην Κίνα με τον ταοϊσμό, στην ελληνιστική Αίγυπτο με τη γνώση, στις ισλαμικές χώρες με ερμητικές και μυστικιστικές σχολές, στον Μεσαίωνα της Δύσης και στην Αναγέννηση με τον χριστιανικό μυστικισμό, την καμπάλα και τον ερμητισμό.
Όλες οι απόκρυφες επιστήμες της Αναγέννησης, δηλαδή η αστρολογία, η αλχημεία, η μαγεία και η απόκρυφη ιατρική, διαποτίστηκαν από τις διδασκαλίες των ερμητικών κειμένων, μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά και, σε συνεργασία με τον γνωστικισμό και τον νεοπλατωνισμό, δημιούργησαν τα θεμέλια της δυτικής εσωτερικής παράδοσης.
Τα ερμητικά κείμενα αποδίδονται στον Ερμή τον Τρισμέγιστο, η ύπαρξη του οποίου προέκυψε από τη μεταφορά στην ελληνική θρησκεία του αιγυπτιακού θεού Θωθ. Ο Θωθ ήταν ο ψυχοπομπός θεός τους και συμβόλιζε τη λογική τάξη του σύμπαντος. Ένας από τους τόπους λατρείας του ήταν η περιοχή Χμου, γνωστή ως Πύλη των Οκτώ, την οποία οι Έλληνες αποκαλούσαν Ερμούπολις η Μεγίστη. Με την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Πτολεμαίων Έλληνες έποικοι εγκαταστάθηκαν -μεταξύ άλλων- και στην ιερή πόλη του Θωθ. Από αυτόν τον ελληνικό πυρήνα και από τη συγκρητιστική τάση της εποχής προέκυψε η ταύτιση του Ερμή και του Θωθ. Τα ερμητικά κείμενα είναι όλα ανώνυμα και θεωρούνται πως είναι γραμμένα από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, μία αρχετυπική φιγούρα, που αποτελεί σύνθεση της σοφίας των δύο θεοτήτων.
Σε αρχαίο κατάλογο ονομάτων του 7ου-8ου αιώνα μ.Χ., γραμμένο από τον Ανεπίγραφο Φιλόσοφο, υποδεικνύονται οι αλχημιστές που απέκτησαν καθολικό κύρος και επισημαίνεται το εξής: «Πρώτος είναι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, που πήρε την προσωνυμία, γιατί πρόσθεσε τρεις δυνάμεις ενέργειας στη χρυσοποιία, άλλα πέρα απ’ αυτήν, γιατί διέκρινε τα όντα σε τρεις διαστάσεις. Αυτός είναι ο πρώτος συγγραφέας του μεγάλου τούτου μυστηρίου».
Χαρακτηριστικά ονόματα αλχημιστών που αναφέρονται στο χειρόγραφο του Αγίου Μάρκου, σε συλλογή αρχαίων αλχημικών κειμένων αλλά και σε χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού είναι ο φιλόσοφος Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, ο πολυμαθέστατος Ζώσιμος, ο μέγας Ολυμπιόδωρος, ο φιλόσοφος Στέφανος, ο Αιγύπτιος Οστάνης, η γυναίκα του βασιλιά Πτολεμαίου, Κλεοπάτρα, ο Ανεπίγραφος Φιλόσοφος, ο ιερέας του μεγάλου Σέραπη της Αλεξάνδρειας, Διόσκουρος, ο Αγαθοδαίμονας και άλλα ονόματα, πιθανώς ψευδώνυμα ή μυθικά, που «τέλεσαν το θείο τούτο έργο σε Αίγυπτο, Θράκη, Αλεξάνδρεια, Κύπρο και στο ιερό της Μέμφιδος».
Είναι εμφανής η επίδραση του Ερμητισμού στην αλχημεία σε διασωθέντα αποσπάσματα από ανεπίγραφο λόγο, ο οποίος μεταφέρει συμβουλές του Ερμή για την παρασκευή χρυσού. Αλλά και ο Ζώσιμος, προαναφερθείς αλχημιστής του 4ου αιώνα μ.Χ., φαίνεται να κατέχει αλχημικές γνώσεις που εντάσσονται στην ερμητική παράδοση.
Πολλά ερμητικά κείμενα χάθηκαν με τις συστηματικές καταστροφές των μη χριστιανικών κειμένων κατά τον 4ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι αρχαίοι συγγραφείς Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.), Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.χ.), Τερτυλιανός (160-240 μ.Χ), Ιάμβλιχος (270-330 μ.Χ.) και Πορφύριος (232 – μετά το 301) δείχνουν να κατέχουν καλά την ερμητική λογοτεχνία.
Η πιο εκτεταμένη συλλογή των ερμητικών κειμένων που έχει διασωθεί είναι το «Corpus Hermeticum», το οποίο αποτελείται από δεκαεπτά κείμενα στην ελληνική γλώσσα με τον τίτλο «Λόγοι». Υπάρχουν επίσης αρκετά αποσπάσματα του Ιωάννη Στοβαίου (5ος αιώνας μ.Χ.), μία λατινική μετάφραση του 3ου αιώνα μ.Χ. ενός εκτεταμένου ελληνικού λόγου του Ασκληπιού, η οποία δέχτηκε την πολεμική του ιερού Αυγουστίνου, επειδή υπήρχε αναφορά σε μαγικές τελετές, και ένας διάλογος, «Η Κόρη του Κόσμου», ανάμεσα σε Ίσιδα και Ώρο, όπου ο Θωθ-Ερμής θεωρείται η απώτατη πηγή της γνώσης του Ώρου.
Οι εκκλησιαστικοί κύκλοι πολλές φορές τα σεβάστηκαν λόγω συγγένειας του μονοθεϊστικού τους χαρακτήρα με τον χριστιανισμό, αλλά και τα πολέμησαν λόγω μίας δημώδους-μαγικής παράδοσης περί της φιλοσοφίας και του αποκρυφισμού τους.
Ο Giordano Bruno (1548-1600), Ιταλός φιλόσοφος, αλχημιστής, αστρολόγος, θεωρητικός της κοσμολογίας και εσωτεριστής, αγωνίστηκε για την αναβίωση της αρχαίας αιγυπτιακής ερμητικής θρησκείας, πιστός στην άποψη της θεϊκής κληρονομιάς του ανθρώπου. Είχε εμφανώς επηρεαστεί από το «Corpus Hermeticum», όπου στο «Νους προς Ερμήν» ο ίδιος ο θεϊκός νους συμβουλεύει τον Ερμή τον Τρισμέγιστο λέγοντας: «Αν λοιπόν δεν εξισώσεις τον εαυτό σου με τον Θεό, δεν μπορείς να κατανοήσεις τον Θεό· γιατί το όμοιο είναι κατανοητό από το όμοιό του. Αύξησε λοιπόν τον εαυτό σου με το αμέτρητο μέγεθος, αφού ξεφύγεις από κάθε σώμα, και αφού υψωθείς πάνω από κάθε χρόνο, γίνε αιωνιότητα και θα κατανοήσεις τον Θεό» (Λόγος ΙΑ’ 20).
Μετά τον θάνατό του στην πυρά ως αιρετικού στην πλατεία de Fiori της Ρώμης από τις παπικές δυνάμεις, άρχισε να εμφανίζεται προοδευτικά μία εχθρική και με προκατάληψη στάση απέναντι στα ερμητικά κείμενα. Η Francis Yates στη δημοσίευσή της «Ciordano Bruno and the Hermetic Tradition» (1964) τονίζει τη σημασία του ερμητισμού στα έργα του Bruno και τον ρόλο που έπαιξαν η μαγεία και ο μυστικισμός στην αναγεννησιακή σκέψη.
Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα τα ερμητικά κείμενα τύγχαναν ευρείας αποδοχής. Κατά τα μέσα του 18ου αιώνα ο ορθολογισμός της προτεσταντικής μεταρρύθμισης παραγκώνισε τις ερμητικές διδασκαλίες, θεωρώντας τες «δεισιδαιμονίες». Ωστόσο τα ερμητικά στοιχεία άνθισαν στα Τάγματα των Ροδόσταυρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η αρχετυπική εικόνα του Ερμή, του αρχαίου Έλληνα θεού, συμβόλου της μεταμόρφωσης διαμέσου της εναρμόνισης των αντιθέτων, διατήρησε τη μυστική γνώση μέσα από δύσβατα μονοπάτια.
Οι αρχαίοι αλχημιστές πίστευαν πως για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, το Μεγάλο Έργο, έπρεπε να ακολουθήσουν στις μεθόδους τους τις διαδικασίες της φύσης. Δηλαδή, έπρεπε να αντιγράψουν την εξέλιξη της φύσης, επειδή η μεταστοιχείωση ενός σώματος σε ένα άλλο δεν είναι παρά η εξέλιξή του από ένα στάδιο σε ένα επόμενο. Το Μεγάλο Έργο, «Magnum Opus», όπως αποκαλείται μέχρι σήμερα, αποτελούσε τον τελικό στόχο των αλχημικών εργασιών και αφορούσε την παρασκευή της φιλοσοφικής λίθου.
Η φιλοσοφική λίθος θεωρούνταν μία ιδανική ουσία, η οποία είχε τη δύναμη να μεταστοιχειώνει τα αγενή, φτηνά μέταλλα σε πολύτιμο χρυσό και να συντελεί στην παρασκευή του ελιξιρίου της ζωής, που θα κρατήσει τους ανθρώπους για πάντα νέους. Όμως, πίσω από την εκπλήρωση των δύο αυτών μεγάλων πόθων, του πλούτου και της αιώνιας νεότητας, κρυβόταν κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό, η μυστική τελείωση του ανθρώπου. Εξάλλου, οι ίδιοι αλχημιστές υποστήριζαν πως ταυτόχρονα με τη μετατροπή της ύλης μέσα στη χοάνη, μία ανάλογη μετατροπή συνέβαινε στην ψυχή και τη συνείδησή τους. Τα παραδοσιακά κείμενα επιμένουν σε αυτό το γεγονός, επικαλούμενα τη στιγμή που επιτελείται το Μεγάλο Έργο και που ο αλχημιστής καθίσταται πεφωτισμένος.
Το Μέγα Έργο, «Magnum Opus», όπως συνηθίζεται να λέγεται το αλχημικό έργο, έχει επτά στάδια φυσικής αλλά και ενδοψυχικής επεξεργασίας, που καταλήγουν στον χρυσό πυρήνα της ατομικής ύπαρξης, προκειμένου να δομήσει ο μύστης τη Φιλοσοφική Λίθο· πυράκτωση-calcination, διάλυση-dissolution, διαχωρισμός-separation, σύνδεση-conjunction, ζύμωση-fermentation, απόσταξη-distillation, συμπύκνωση-coagulation.
Τα επτά στάδια εμπίπτουν σε τρεις περιόδους της αυτογνωσιακής πορείας:
Περίοδος της Μελάνωσης-Nigredo, στάδια ένα μέχρι τρία,
Περίοδος της Λεύκανσης-Albedo, στάδια τέσσερα μέχρι έξι,
Περίοδος της Ερύθρωσης-Rubedo, έβδομο στάδιο.
Η Περίοδος της Μελάνωσης χαρακτηρίζεται από επιθυμίες, πάθη, όπως απληστία, λαγνεία, ματαιοδοξία, οκνηρία, εσωτερικές συγκρούσεις και αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα, όπως εγωκεντρισμός, θυμός, οργή, βία, ελλιπής συναισθηματική έκφραση και πανουργία. Το «Εγώ» του ανθρώπου αρχίζει προοδευτικά να αναγνωρίζει την παρουσία τους, την προσκόλληση σε αυτά και εκδηλώνει πρόθεση για δράση και αλλαγή.
Η Περίοδος της Λεύκανσης διακρίνεται για τον θρίαμβο της αγνότητας, τον εξευγενισμό των ψυχικών δυνάμεων και την απελευθέρωση από την προσκόλληση στις καθηλώσεις. Αυτό επιτυγχάνεται με ενδοσκόπηση, διαλογισμό, προσευχή, ψυχοδυναμική θεραπευτική προσέγγιση, που επιφέρουν μεταστοιχείωση ή μετουσίωση των παθών σε κάτι πιο αποδεκτό και ευγενές. Η ολοκλήρωση αυτής της περιόδου έχει ως αποτέλεσμα την κυριαρχία των ηθικών αρετών και τον εξαγνισμό του ανθρώπου.
Κατά την Περίοδο της Ερύθρωσης το άτομο διευρύνεται και ολοκληρώνει τον εαυτό του. Με αυτοπεποίθηση, αίσθηση ασφάλειας, αυθεντικότητα, ταπεινότητα και ενσυναίσθηση ενσωματώνει τις πιο ψηλές ενατενίσεις. Η κατάκτηση της θείας σοφίας εκδηλώνεται ως ανεπτυγμένη συνειδητότητα και πνευματικότητα, που με πραότητα λαμπρύνει τη ζωή του ατόμου και των άλλων.
Ο Carl Jung, με μία διαφορετική οπτική της ερμητικής παράδοσης, επιδίωξε να ανιχνεύσει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις αλχημικές διαδικασίες και τις ονειρικές μορφές, τις εικόνες του ασυνείδητου και τα αρχέτυπα. Στον Σμαραγδένιο Πίνακα του Ερμή του Τρισμέγιστου, τον πυλώνα της ερμητικής φιλοσοφίας και των βασικών αρχών της αλχημικής τέχνης, στον πέμπτο στίχο αναφέρεται ότι «πατέρας του Παντός είναι το Τέλεσμα, η τελειοποίηση ολόκληρου του κόσμου» («Pater omnis telesmi totius mundi est hic»). Σύμφωνα με το «Lexicon of Alchemy» (1612) του Martinus Rulandus, η λέξη «telesme» σημαίνει «τέλος, τελειοποίηση, ολοκλήρωση».
O Carl Jung στο σύγγραμμά του «Ψυχολογία και αλχημεία» (1953) αναφορικά με τον προαναφερθέντα στίχο επισημαίνει «την τελειοποίηση και την ωρίμανση των σωματιδιακών ατελειών, αλλά και του ίδιου του αλχημιστή».
Ωστόσο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, μεταφέροντας την προσοχή από την τελείωση μίας διαδικασίας στην ψυχική τελειοποίηση του ανθρώπου αλχημιστή, καθιστά το τέλεσμα «τετελεσμένο μυστήριο».
Είναι γεγονός ότι τα αντικείμενα της αλχημικής αναζήτησης, δηλαδή η μεταστοιχείωση των βασικών μετάλλων σε χρυσό, η υγεία, η μακροζωία και η παρασκευή του ελιξίριου της αθανασίας, έχουν μία μακρά προϊστορία σε Ανατολή και Δύση.
Στις «Βέδες», τα αρχαιότερα γραπτά της Ινδίας, συναντώνται οι πρώτες νύξεις για την αλχημεία και τη σύνδεση του χρυσού με την αθανασία. Επειδή ο πολιτισμός της Ινδίας είναι προσανατολισμένος προς τη «φώτιση», γι’ αυτό η αλχημεία της επικεντρώθηκε αναπόφευκτα στην απελευθέρωση της ψυχής από τον κύκλο των επανεσαρκώσεων. Στην κινεζική αλχημεία «της μικρής ατραπού του κινναβάρεως», το ερυθρό ορυκτό του θειούχου υδραργύρου αποτελούσε το κύριο συστατικό του ελιξίριου της αθανασίας. Το κιννάβαρι ή ερυθρό μαργαριτάρι λαμβανόταν από πολλούς προκειμένου να διατηρηθούν νέοι. Εάν στην Ανατολή υπήρχε ξεκάθαρη αντίληψη ότι η αλχημεία είναι εργαστηριακή και πνευματική, φαίνεται ότι στη Δύση καταδείχτηκε η εσωτερική όψη κυρίως με το έργο του Carl Jung.
Υπάρχουν αναρίθμητες διηγήσεις μυθικοθρησκευτικής δομής που αναφέρονται σε μία πηγή (αθάνατο νερό), ένα δέντρο, ένα βότανο ή κάποια άλλη ουσία (νέκταρ και αμβροσία) ικανή να παρέχει μακροζωία, αναζωογόνηση και αθανασία. Ωστόσο για να επιτευχθούν αυτά πρέπει να επιστρέψουμε στις ρίζες και να αναδιοργανώσουμε τη ζωή εκεί, δηλαδή να επιστρέψουμε στην πηγή για να ρυθμίσουμε εκ νέου τη ροή. Αυτή η ιδέα εμπεριέχει και την έννοια του χρόνου, με τον έλεγχο στη ροή του και την εξάλειψη του παρελθόντος.
Η δραστική επέμβαση των αλχημιστών στον οργανικό χρόνο και στους κύκλους του αποτελεί ένα νέο πεδίο μελέτης, που κάποιοι το ονομάζουν εσχατολογικό. Με άλλα λόγια, το «Magnum Opus», ως θεραπεία, βοήθεια στην ωρίμανση και την τελειοποίηση των φυσικών δημιουργημάτων, αποτελεί μία διαδικασία φυσικής εσχατολογίας. Μία τέτοια διαδικασία μπορεί να συγκριθεί με την ελπίδα της κοσμικής λύτρωσης μέσω του Χριστού, δηλαδή της μεταστοιχείωσης της κοσμικής ύλης μέσα από το μυστήριο της θείας λειτουργίας.
Από φιλοσοφικής άποψης θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το αριστοτελικό μοντέλο της λογικής αντικαθίσταται από το νεοπλατωνικό, το οποίο δίνει έμφαση στην ύπαρξη πνευματικών διαμεσολαβήσεων ανάμεσα σε άνθρωπο, κόσμο και υπέρτατη θεότητα. Ο Heinrich Khunrath (1560-1605), Γερμανός ιατρός, αστρολόγος και αλχημιστής, αναγνώριζε τη Φιλοσοφική Λίθο ως τον Ιησού Χριστό, τον «Υιό του Μακρόκοσμου», και πίστευε πως η ανακάλυψή της θα αποκάλυπτε την αληθή φύση του μακρόκοσμου, με τον ίδιο τρόπο που ο Χριστός πρόσφερε την πληρότητα στο μικρόκοσμο τον άνθρωπο.
Παρόμοια ο Carl Jung υιοθέτησε αυτή την οπτική της αναγεννησιακής αλχημείας και ερεύνησε προσεκτικά τον παραλληλισμό ανάμεσα στον Χριστό και στη Φιλοσοφική Λίθο.
*Συγγραφέας – ψυχίατρος