Του Αλκιβιάδη Κεφαλά*
Κάποτε η πατρίδα μας μύριζε ψωμί στον φούρνο του σπιτιού και καμένο ξύλο στο τζάκι. Ήταν το χωράφι που δεν ρωτούσε για επιδότηση, το εργαστήρι που ζέσταινε μεροκάματα χωρίς σφραγίδες, το κοτέτσι χωρίς ΑΦΜ. Δεν ήταν αγιογραφία, είχε κόπο και έλλειψη, αλλά είχε και μια πεισματάρα αυτονομία και αξιοπρέπεια να στέκεσαι όρθιος, χωρίς να ζητάς την άδεια κανενός για να ζήσεις. Εκεί, στην πάλη να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας, ρίζωνε και κάτι ακόμα, ένα αγωνιστικό φρόνημα που δεν χρειαζόταν συνθήματα. Ήξερες τι υπερασπίζεσαι, γιατί το είχες πλάσει με τα χέρια σου.
Σήμερα ζούμε και σπουδάζουμε περισσότερο, έχουμε ανέσεις που οι παππούδες μας δεν τολμούσαν να φανταστούν. Κι όμως, κάτι μίκρυνε. Όχι μόνο η ελευθερία που συνεπάγονται η αυτάρκεια και ο ιδρώτας, αλλά και το πεδίο όπου η πατρίδα γίνεται βίωμα.
Η οικονομία μας έγινε διαμεσολάβηση, πλατφόρμα, τράπεζες, πρότυπα, επιδοτήσεις. Η γη χάνεται, τα σπίτια γίνονται «φιλέτα», τα χωριά εποικίζονται από εισβολείς, οι αποφάσεις παίρνονται αλλού. Κι όταν η πατρίδα βιώνεται σαν χώρος προσωρινής ενοικίασης ζωής, όχι κατοίκησης, το ερώτημα των νέων ακούγεται σκληρό, αλλά τίμιο: «Τι καλούμαι να υπερασπιστώ;» Την οικογένεια του Μητσοτάκη; Σύνορα στα χαρτιά, ενώ στην καθημερινότητα νιώθω φιλοξενούμενος; Ένα μέλλον υποθηκευμένο σε χρέη, σε ενοίκια και αλγορίθμους; Μια πατρίδα γεμάτη καλοπληρωμένους εισβολείς, ενώ εμένα μού παίρνουν χωράφι και σπίτι;
Το αγωνιστικό πνεύμα δεν γεννιέται από υποχρεώσεις, αλλά από νόημα και συμμετοχή. Δεν υπερασπίζεσαι πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Υπερασπίζεσαι υπαρκτά σύνορα, σχολεία που χτυπάνε κουδούνι, χωράφια που ποτίζονται, ακτές που δεν είναι περίφραξη και ανήκουν στους γείτονες, όχι στους ξένους. Υπερασπίζεσαι μια οικονομία που σε χωρά, που σε χρειάζεται και σε σέβεται.
Όταν αυτά υποχωρούν, δεν ξεθυμαίνει απλώς η αυτάρκεια, σαπίζει η εμπιστοσύνη. Και χωρίς εμπιστοσύνη η πατρίδα εξαϋλώνεται. Οι αριστεροί, για λόγους συνείδησης, είναι διεθνιστές, δεν θέλουν πατρίδες, αν και διαδηλώνουν για «Free Palestine» και Ερντογάν. Οι υπόλοιποι αρνούνται και αυτοί, επειδή δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς καλούνται να υπερασπίσουν.
Χρειάζεται, όμως, να ακούσουμε το μήνυμα πίσω από την άρνηση, «κάντε την πατρίδα ξανά υπόθεση όλων, όχι συμβόλαιο λίγων, χρυσές βίζες ξένων, ΟΠΕΚΕΠΕδων, Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ για κομματικούς κηφήνες.
Θέλουμε λόγο και μερίδιο στον πλούτο, όχι απλώς υποχρεώσεις. Η πατρίδα δεν είναι μίλια και τετραγωνικά που δεν μας ανήκουν. Είναι επιβίωση στην καθημερινότητα. Να αποφασίζουμε και να παράγουμε εμείς, να στεγάζουμε τους ανθρώπους μας, να μοιράζουμε την ενέργεια, να κρατάμε ζωντανές τις κοινότητές μας. Αν αυτά χαθούν, τότε τα σύνορα καταλήγουν σε μελάνι.
Ο πατριωτισμός δεν είναι κενός λόγος, είναι πρακτική μεριδίου. Πατρίδα είναι να μπορείς να ριζώσεις σε αυτή, να σου παρέχει στέγη, δουλειά, αξιοπρέπεια, όχι σκλαβιά, γη που δεν βγαίνει στο σφυρί της κερδοσκοπίας και δεν μοιράζεται στους ξένους. Πατρίδα είναι εργοστάσια, εργαστήρια, συνεταιρισμοί, αγορές, παραγωγή που δεν σιτίζει πολιτικούς κηφήνες, χωρίς ΑΕΔΕ, Μητσοτάκηδες, Τσίπρες, Παπανδρέου, Σαμαράδες. Πατρίδα είναι να μοιράζεσαι την παραγωγή του τόπου σου, πολιτική που στελεχώνεται από τους πολίτες, όχι από κοτζαμπάσηδες και λαμόγια.
Την πατρίδα τη μετράς με τα κουδούνια που χτυπούν στα σχολεία». Όταν ο νέος βλέπει ότι το χέρι του είναι μέρος της πατρίδας, τότε έχει λόγο να την υπερασπιστεί. Ο Μητσοτάκης και οι άλλοι κατάντησαν την πατρίδα χώρο, αγοραστική αξία, «φιλέτο». Μετρούν το «ανήκειν» σε τίτλους ιδιοκτησίας, πουλώντας Ελλάδα στους ξένους, στερώντας από τους Έλληνες δικαίωμα πρόσβασης και ιδιοκτησίας στην ίδια τους την πατρίδα.
Αν λείψει ο αντινατιβιστής και οι όμοιοί του, τότε υπάρχει πιθανότητα η ελευθερία να πλατύνει, η πατρίδα να επιστρέψει στους Έλληνες. Το αγωνιστικό πνεύμα θα βρει πάλι φωνή. Τότε θα ξέρουμε όλοι τι υπερασπιζόμαστε. Και θα το κάνουμε με θυσία.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών