Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Τα βαθύτερα αίτια της διπλωματικής μας… χρεοκοπίας (ΜΕΡΟΣ Β΄: Η σκιώδης επιρροή του ΕΛΙΑΜΕΠ)

Του Γιώργου Χαρβαλιά

H νεότερη ιστορία της ελληνικής διπλωματίας ξεκινά με εμβληματικό (και αξεπέραστο) ορόσημο τον Ιωάννη Καποδίστρια, ξετυλίγεται ένδοξα με δυναμικούς οραματιστές της εθνικής ολοκλήρωσης, όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Λάμπρος Κορομηλάς, και σταματά -νομίζω- στον Γιώργο Σεφέρη. Από κει και πέρα δεν υπάρχει κάτι αξιομνημόνευτο. Κάποια ονόματα ξεχωρίζουν, αλλά όχι για το όραμα ή την αυθεντικότητα της σκέψης – περισσότερο για την τεχνοκρατική τους κατάρτιση. Πρόκειται δηλαδή για ικανούς διπλωματικούς υπαλλήλους, όχι για διπλωμάτες με την ευρεία έννοια του όρου.

Η σύγχρονη ελληνική διπλωματία αποστειρώθηκε, δίνοντας έμφαση στην υπηρεσιακή/γραφειοκρατική συμμόρφωση και την υπαλληλική προσήλωση εις βάρος του οράματος και της αυτόνομης εθνικής στρατηγικής. Παρότι υπήρξαν και προσωπικότητες που συνδύαζαν το πνεύμα, την παιδεία και την εθνική συνείδηση, στο σημερινό υπουργείο Εξωτερικών κυριαρχεί η διαχειριστική νοοτροπία που συχνά νομιμοποιεί την εθνική υποχώρηση, βαφτίζοντάς την «διπλωματικό ρεαλισμό».

Επιπλέον, η σύγχρονη ελληνική διπλωματία πάσχει από ένα χρόνιο και βαθιά ριζωμένο σύμπλεγμα: την «ευρωπληξία»! Πρόκειται για μια δογματική προσκόλληση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όχι ως μέσο εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος, αλλά ως αυτόνομη αξία, σχεδόν μεταφυσική, που υπερκαλύπτει την εθνική στρατηγική.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 συνοδεύτηκε από την ψευδαίσθηση ότι, εξασφαλίζοντας θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα, εκτός από πρόοδο και ευημερία, αποκτάμε και ασφάλεια έναντι τρίτων. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο αβάσιμος εφησυχασμός μετατράπηκε σε στρατηγική αδράνεια και η ελληνική διπλωματία έπαψε να παράγει ιδέες. Περιορίστηκε στο να συμμορφώνεται με ανάγκες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και τις κανονιστικές γραμμές των Βρυξελλών. Αποτέλεσμα είναι οι σημερινοί διπλωμάτες να λειτουργούν ως ένα είδος… τροχονόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποδεικνύοντας στους ντόπιους πολιτικούς μόνο τις «ευρωπαϊκές» τους υποχρεώσεις. Υψώνουν δηλαδή το ανάστημά τους μόνο για να εμποδίσουν κινήσεις που αποκλίνουν από την «ευρωπαϊκή γραμμή», ακόμη και όταν αυτή η γραμμή βρίσκεται απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα.

Ο φόβος μην κατηγορηθούμε ως «ιδιότροποι» εταίροι, όπως για παράδειγμα ο Όρμπαν, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών παραλύει τη σκέψη. Και οδηγεί σε εκούσια παράκαμψη του εθνικού συμφέροντος προς χάριν των ευρωπαϊκών μας υποχρεώσεων, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας. Ουδείς τολμά να ασκήσει κριτική, και όποιος το τολμήσει υφίσταται πειθαρχικές διώξεις, όπως ο ευσυνείδητος πρώην γενικός πρόξενος Κορυτσάς, Θεόδωρος Οικονόμου-Καμαρινός, που κλήθηκε σε απολογία επειδή τόλμησε σε τηλεοπτική συνέντευξη να διατυπώσει ερωτήματα για την κυβερνητική πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η ενδογενής αυτολογοκρισία του διπλωματικού σώματος καθίσταται πλέον κανόνας! Το υπουργείο Εξωτερικών έχει φτάσει να λειτουργεί όχι ως επιτελείο επεξεργασίας εθνικής πολιτικής, αλλά ως γραμματεία ευρωπαϊκής προσαρμογής! Για αυτό και πολλοί από αυτούς που συνταξιοδοτούνται νιώθουν σήμερα την ανάγκη να μιλήσουν δημόσια, κατακεραυνώνοντας τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Πρώτη φορά στη δημοσιογραφική μου πορεία βλέπω τέτοιον αριθμό σημαντικών πρέσβεων ε.τ. να προειδοποιούν δημόσια ότι πάμε στα βράχια κι ότι περιήλθαμε στη λάθος πλευρά της Ιστορίας. Ενδεικτικά αναφέρω ονόματα που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό: Χρυσανθόπουλος, Αϋφαντής, Μπορνόβας, Καραϊτίδης, Καραγιάννης, Κατράνης, Ηλιόπουλος, Πουκαμισάς, ο αείμνηστος Νίκος Κανέλλος και φυσικά ο Ρούσσος Κούνδουρος, με την επιστολή «βόμβα» που συνόδευσε την παραίτησή του. Όλοι τους διπλωμάτες με εμπειρία σε μάχιμα πόστα και δύσκολες καταστάσεις.

Κάποιοι από αυτούς, άμεσα ή διά της πλαγίας, κατονομάζουν και τη βασική αιτία: το ΕΛΙΑΜΕΠ! Το περιβόητο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, που μόνο ελληνικό δεν είναι, πλην όμως διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην παγίωση αυτής της στάσης του ενδοτισμού και της «ευρωυποτέλειας». Το ΕΛΙΑΜΕΠ λειτουργεί πλέον όχι ως ανεξάρτητο think tank, αλλά ως παράρτημα του υπουργείου Εξωτερικών. Τυπικά εμφανίζεται ως μια τεχνοκρατική δεξαμενή σκέψης, αλλά στην πραγματικότητα ασκεί σκιώδη επιρροή στην εξωτερική πολιτική, προωθώντας συστηματικά τη γραμμή της ευρωπροσήλωσης και της «κατευναστικής νηφαλιότητας». Η διαλεκτική του είναι ευθυγραμμισμένη με τη βούληση των Βρυξελλών και του Βερολίνου, ενώ οι οικονομικοί του πόροι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από ευρωπαϊκά προγράμματα, ξένες πρεσβείες και ιδιωτικά funds τύπου Σόρος, που προωθούν τον εθνομηδενισμό.

Η επίδρασή του δεν είναι απλώς ακαδημαϊκού τύπου. Αρκετοί υπηρεσιακοί παράγοντες, διπλωμάτες ή εμπειρογνώμονες έχουν περάσει από τις καρέκλες του, υιοθετώντας το «κατευναστικό» αφήγημα. Και κάποιοι άλλοι υιοθετούν αυθόρμητα τις ενδοτικές θέσεις του, γιατί «αυτό επιβάλλει ο διπλωματικός ρεαλισμός». Ένας από αυτούς έγραψε πρόσφατα και βιβλίο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, καταθέτει την… προσωπική του γνώμη για το Κυπριακό, παροτρύνοντάς μας να… «μην ξεχνούμε ότι η Τουρκία απέχει δύο βήματα από την Κύπρο και να αφήσουμε τις μεγαλοστομίες περί ενιαίου αμυντικού χώρου προς άγραν ψήφων στην Ελλάδα και την Κύπρο, μια κίνηση που εν τέλει μάς εκθέτει»!

Έλληνας διπλωμάτης τα γράφει αυτά, εμφανώς «ευρώπληκτος», ο οποίος στο ίδιο βιβλίο «χαιρετίζει» ως ρεαλιστική τη Συμφωνία των Πρεσπών, «γιατί η Ελλάδα δεν κουβαλά πλέον στην πλάτη της το πρόβλημα, που δεν είναι πραγματικό, αλλά ζει ακόμη στην ανιστόρητη και τεταραγμένη συνείδηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού»…

Αντιλαμβάνεστε ότι με τέτοιους ανθρώπους, που υπηρέτησαν σε πόστα πρώτης γραμμής, δεν υπάρχει περίπτωση η ελληνική εξωτερική πολιτική να βγει από το τέλμα. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος πρέσβης επιφυλάσσει ύμνους για τον Κώστα Σημίτη, αιχμές για τον Αντώνη Σαμαρά και τον αείμνηστο Πέτρο Μολυβιάτη, αλλά και αήθεις μομφές για τον εθνάρχη Τάσσο Παπαδόπουλο, που κατά την άποψή του «τορπίλισε» το Σχέδιο Ανάν. Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί εντύπωση ότι ο συγκεκριμένος πρέσβης κλήθηκε να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του ως σύμβουλος στο διπλωματικό γραφείο της Ντόρας Μπακογιάννη, όταν αυτή ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Όλα έχουν την εξήγησή τους…

Yπήρξαν, βεβαίως, και διπλωμάτες των ημερών μας που ξέφυγαν από αυτή τη νοσηρή νοοτροπία. Ίσως ο τελευταίος «σκληρός», που δεν άρεσε καθόλου στους Αμερικανούς, ήταν ο αλησμόνητος Χρήστος Ζαχαράκις. Ιδιόρρυθμος και δυσπρόσιτος, όταν τον πρωτογνώρισα ως νεαρός δημοσιογράφος μού πρότεινε -για να με «ψαρώσει»- να συναντηθούμε στο υπουργείο στις 06.45 το πρωί! Του εξήγησα ότι χρειαζόμουν μία ώρα για να φτάσω στο υπουργείο, όπερ σημαίνει ότι έπρεπε να ξυπνήσω στις 5 τα χαράματα, και τέτοιες ώρες ξυπνώ μόνο για να πάω για κυνήγι ή ψάρεμα. Για κάποιον περίεργο λόγο, η αυθάδης απάντηση τον κάλυψε, και από τότε τον έβλεπα τακτικά. Κάποια από τα τηλεγραφήματά του που αφορούν τη βλαπτική δράση του αμερικανικού παράγοντα στα εθνικά θέματα είναι πραγματικά μνημεία – όχι τόσο για τη γλώσσα όσο για το θάρρος να θίξει τα κακώς κείμενα και τις εχθρικές μεθοδεύσεις των κατά τα άλλα συμμάχων μας.

Η εποχή Ζαχαράκι, δυστυχώς, παρήλθε ανεπιστρεπτί. Και ήλθε η εποχή…  Γεραπετρίτη. Με ικανοποίηση, ευτυχώς, διαπιστώνω ότι στα μεσαία κλιμάκια της διπλωματικής υπηρεσίας υπάρχουν ακόμη εθνικά ανακλαστικά. Αλλά τα διπλωματικά γραφεία Μητσοτάκη – Γεραπετρίτη έχουν πλήρως παραδοθεί. Υπάρχουν σοβαρότατες υπηρεσιακές ευθύνες για τις διαρκείς γκάφες και την ανεξήγητη υποχωρητικότητα. Θα αναζητηθούν αυτές οι ευθύνες κάποια στιγμή, αυτό είναι βέβαιο, και όχι μόνο από τον ιστορικό του μέλλοντος. Να το γνωρίζουν οι ευπειθείς Φαναριώτες και οι πληθωρικές μεγαλοκυρίες του υπουργείου, που επαναπαύονται στις εφήμερες δάφνες τους…

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο