Του Νίκου Ρουσάνογλου
Χρόνιες παθογένειες, όπως η αδυναμία του δημοσίου και των ιδρυμάτων να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία τους αποτελεσματικά, επιδεινώνουν σήμερα την στεγαστική κρίση και δημιουργούν ένα δεδομένα έλλειμμα προσφοράς σε σχέση με την ζήτηση, που θα χρειαστεί πολλά χρόνια έως ότου αναπληρωθεί. Σε σχετική ανάλυση, η BluPeak Estate Analytics επισημαίνει ότι τα αναξιοποίητα ακίνητα είναι ένας σημαντικός παράγοντας που σήμερα έχει αποκτήσει και κοινωνική διάσταση.
Ειδικότερα, με βάση τα δεδομένα που συγκέντρωσε η εταιρεία, στην Ελλάδα εντοπίζονται περισσότερα από 75.000 ακίνητα τα οποία ανήκουν σε ιδρύματα και δημόσιους φορείς παραμένουν αδρανή, χωρίς χρήση και χωρίς σχέδιο αξιοποίησης. Στο σύνολο αυτό προστίθενται περίπου 25.000 ακίνητα που βρίσκονται μπλοκαρισμένα σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες σε όλη τη χώρα παραμένουν κενές και χωρίς λειτουργική αξιοποίηση. Εν τω μεταξύ, με βάση την τελευταία απογραφή κτιρίων από την ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από 2 εκατ. κατοικίες είναι κενές, αν και αρκετές από αυτές είναι εξοχικές/δευτερεύουσες κατοικίες.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η BluPeak, “το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των ακινήτων ανήκει στο ίδιο το Δημόσιο ή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς να υπάρχει ένας ενιαίος μηχανισμός καταγραφής και διαχείρισης. Σήμερα, τα ακίνητα αυτά εμφανίζονται αποσπασματικά στο Κτηματολόγιο, στο Ε9 ή σε αρχεία υπηρεσιών, ενώ για μεγάλο αριθμό εξ αυτών δεν υφίσταται καν ξεκάθαρο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύνολο περιουσίας που τυπικά υπάρχει, αλλά πρακτικά παραμένει αδρανές, χωρίς δυνατότητα αξιοποίησης”.
Στο πλαίσιο αυτό, σε επικαιροποιημένη της ανάλυση, η Τράπεζα Πειραιώς και ο κ. Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής του ομίλου, επισημαίνουν ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει έλλειμμα 180.000 κατοικιών, σε σχέση με το 2011, ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, της μειωμένης οικοδομικής δραστηριότητας τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει μέχρι σήμερα, αλλά και της ζήτησης. Ειδικότερα, την περίοδο από το 2011 μέχρι το 2021, η προσφορά νέων κατοικιών αυξήθηκε κατά 225.000. Ωστόσο, την ίδια περίοδο η ζήτηση ανήλθε σε 405.000 ακίνητα, εκ των οποίων τα 197.000 αφορούσαν την δημιουργία νέων νοικοκυριών και τα υπόλοιπα 208.000 απορροφήθηκαν από την βραχυχρόνια μίσθωση. Έτσι, προκύπτει ένα έλλειμμα περίπου 180.000 οικιστικών μονάδων, το οποίο με βάση τον υφιστάμενο ρυθμό κατασκευής νέων κατοικιών (περί τις 35.000 ετησίως), θα απαιτήσει πάνω από πέντε χρόνια για να αναπληρωθεί.
Σημαντικό κρίνεται και το γεγονός ότι οι κενές και μη χρησιμοποιούμενες κύριες κατοικίες (δλδ. όχι εξοχικά και δευτερεύουσες κατοικίες) ανέρχονται σε 327.000 πανελλαδικά, από 355.000 το 2021, ενώ ο αριθμός διαθέσιμων κατοικιών προς πώληση κι ενοικίαση, περιορίστηκε το 2021 σε 466.000 από 543.000 το 2011.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την διαχρονική αδράνεια του δημοσίου και των ιδρυμάτων να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία τους, αλλά και ο μεγάλος αριθμός κλειστών ακινήτων έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Σύμφωνα με την Blupeak, “το ζήτημα αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια η στέγαση για χιλιάδες πολίτες έχει καταστεί ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση. Οι τιμές των ενοικίων έχουν αυξηθεί σημαντικά, η πρόσβαση στην αγορά κατοικίας για τα νέα ζευγάρια και τις οικογένειες είναι περιορισμένη, ενώ οι στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτουν ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των νοικοκυριών στη χώρα δαπανά πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του μόνο για να καλύψει το κόστος στέγασης. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η στεγαστική κρίση αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές κοινωνικές προκλήσεις της τρέχουσας περιόδου”.
Σύμφωνα με τον ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της BluPeak, κ. Βασίλη Ηλιόπουλο, η δημιουργία ενός Εθνικού Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων αποτελεί το πρώτο κρίσιμο βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η πλήρης χαρτογράφηση και ψηφιοποίηση της ακίνητης περιουσίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να υπάρχει σαφής εικόνα για το τι διαθέτει το Δημόσιο, ποια ακίνητα βρίσκονται σε χρήση, ποια είναι ανενεργά και ποια μπορούν να αξιοποιηθούν. Μόνο μέσα από τη συγκέντρωση και διασταύρωση δεδομένων από το Κτηματολόγιο, το Ε9, τους Δήμους, τα Υπουργεία και τις λοιπές βάσεις δεδομένων μπορεί να δημιουργηθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα της περιουσίας που υπάρχει. “Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται εφικτό να εκτιμηθεί με ακρίβεια το δυναμικό αξιοποίησης για κοινωνική στέγαση, για επενδύσεις ή για ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων. Παράλληλα, η συγκρότηση ενός ενιαίου μητρώου μειώνει τη γραφειοκρατία, επιταχύνει διαδικασίες και επιτρέπει την υλοποίηση πολιτικών που μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, αναφέρει ο κ. Ηλιόπουλος.