Η αναγνώριση από Γαλλία, Βρετανία, Καναδά και Αυστραλία θεωρείται και ιστορικό βήμα, αλλά και μια πολιτική αυταπάτη με ολέθριες συνέπειες
Παρίσι, Μαρία Δεναξά
Η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από τη Γαλλία, τη Βρετανία, τον Καναδά και την Αυστραλία θεωρείται από κάποιους ένα ιστορικό βήμα, ενώ για άλλους είναι μια πολιτική αυταπάτη με ολέθριες συνέπειες. Αυτή η κίνηση, στην οποία πρωτοστάτησε ο Εμανουέλ Μακρόν και παρουσιάστηκε ως βήμα προς τη λύση των δύο κρατών και την καταπολέμηση της Χαμάς, ενέχει ένα σοβαρό παράδοξο: αντί να διευκολύνει την ειρήνη, μπορεί να τη βλάψει με τον χειρότερο τρόπο και να γίνει εμπόδιο στην πραγματική διπλωματία, ενισχύοντας την καχυποψία του Ισραήλ και αγνοώντας την προβληματική παλαιστινιακή ηγεσία.
Η σχεδόν καθολική απόρριψη της ιδέας της αναγνώρισης από τους Ισραηλινούς δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς έρχεται σε μια στιγμή βαθιάς δυσπιστίας. Εν μέσω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης, μόλις το 21%-23% των Ισραηλινών πιστεύει πλέον σε ειρηνική συνύπαρξη με ένα παλαιστινιακό κράτος, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2013. Η κυβέρνηση Νετανιάχου και η κοινή γνώμη βλέπουν την κίνηση της αναγνώρισης ως «καινοφανή» και «αποκομμένη από την πραγματικότητα», καθώς δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας στην εμπόλεμη ζώνη: η Γάζα παραμένει υπό τον έλεγχο της Χαμάς, ενώ συνεχίζεται ο εποικισμός στην ασταθή Δυτική Όχθη. Μάλιστα την αποκαλούν «εμπόδιο για την ειρήνη», επειδή νομιμοποιεί ένα κράτος χωρίς να απαιτεί την αναγνώριση του Ισραήλ ή την απόρριψη της βίας. Αυτό εντείνει την αίσθηση της προδοσίας από συμμάχους όπως είναι η Γαλλία, ιδίως όταν η αναγνώριση δεν συνοδεύεται από εγγυήσεις ασφαλείας, καθώς δύσκολα μπορούν να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη οι αποτυχίες των Συμφωνιών του Όσλο, η δεύτερη Ιντιφάντα, η αποχώρηση από τη Γάζα, που άνοιξε τον δρόμο στην κυριαρχία της Χαμάς. Το πρόσφατο σοκ της 7ης Οκτωβρίου 2023 ενίσχυσε την αίσθηση ότι κάθε παραχώρηση οδηγεί σε αίμα και καταστροφή. Μέσα σε αυτό το κλίμα, και παρά τη γενοκτονία που συντελείται, ποιος Ισραηλινός πολιτικός θα ρισκάρει ξανά ένα «άλμα πίστης»;
Την ίδια ώρα η παλαιστινιακή Αρχή δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη, καθώς είναι βυθισμένη στη διαφθορά και την πολιτική ανυποληψία, με ηγέτες που έχασαν αλλεπάλληλες ευκαιρίες ειρήνης και απέφυγαν συστηματικά τις κάλπες. Η Χαμάς, μετά το μακελειό της 7ης Οκτωβρίου, έχασε οριστικά το όποιο ψήγμα νομιμοποίησης. Έτσι, η αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους σήμερα σημαίνει αναγνώριση ενός κενού εξουσίας ή, χειρότερα, μιας εξουσίας σε αποσύνθεση. Στην πράξη μπορεί να ενθαρρύνει εξτρεμιστικές ομάδες, δίνοντάς τους πολιτική νομιμοποίηση χωρίς να λύνει ζητήματα – βασικές απαιτήσεις του Ισραήλ, όπως είναι η απελευθέρωση των ομήρων ή η απομάκρυνση της Χαμάς.
Τα γεωπολιτικά συμφέροντα και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί του Μακρόν
Ο Γάλλος πρόεδρος υπερασπίζεται την αναγνώριση της Παλαιστίνης ως τον «μόνο τρόπο για πολιτική λύση», σε μια «ανεξέλεγκτη κατάσταση», επιμένοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη θα απομονώσει την ήδη αποδυναμωμένη Χαμάς και «θα ανοίξει ο δρόμος για την ειρήνευση» μεταξύ των δύο κρατών.
Ωστόσο, αυτή η εμμονή φανερώνει την εξής αντίφαση: Ενώ ο Μακρόν μιλά για «ισχυρή πολιτική δέσμευση», η κίνηση σε ό,τι αφορά τη Γαλλία είναι περισσότερο συμβολική, σε μια προσπάθεια να βελτιώσει την εικόνα της χώρας στη Μέση Ανατολή και να καθησυχάσει τους μουσουλμάνους που ζουν στη γαλλική επικράτεια.
Για όποιον γνωρίζει το ιστορικό βάθος των σχέσεων της Γαλλίας με τη Μέση Ανατολή είναι σαφές ότι η γαλλική διπλωματία εξακολουθεί να κινείται υπό το βάρος -αλλά και την κληρονομιά- μιας μακράς παράδοσης: Η Γαλλία από τον αναγεννησιακό ηγεμόνα Φραγκίσκο Α’ έως τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκολ είχε καλλιεργήσει μια ειδική, σχεδόν προνομιακή σχέση με τον αραβικό κόσμο.
Σήμερα, όμως, πίσω από τα ηθικά επιχειρήματα, κρύβεται το πεζό οικονομικό συμφέρον: οι αγορές της Μέσης Ανατολής, η στήριξη των Αράβων επενδυτών στα γαλλικά ομόλογα, αλλά και η πίεση ενός σημαντικού αριθμού μουσουλμάνων που ζουν εντός των γαλλικών συνόρων. Κατά συνέπεια, η αναγνώριση δεν είναι μια πράξη πολιτικής ορθότητας εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά ένας υπολογισμός κόστους – οφέλους που έρχεται σε λάθος στιγμή, εν μέσω ανησυχιών για κλιμάκωση του αντισημιτισμού και χωρίς σαφή σχέδιο για παλαιστινιακή ηγεσία.
Ο Μακρόν, σε επιστολή του προς τους Γάλλους Εβραίους, τονίζει την ανάγκη «αναγνώρισης του νόμιμου δικαιώματος των Παλαιστινίων», αλλά αγνοεί την απουσία εναλλακτικής ενάντια στη Χαμάς ή τον ηλικιωμένο Μαχμούντ Αμπάς, που έκλεισε τα 89, και με τον πιθανό διάδοχό του στη φυλακή. Η αναγνώριση, λοιπόν, της Παλαιστίνης δεν λύνει τον γόρδιο δεσμό του προβλήματος και θέτει τη Γαλλία κι όσες χώρες προχώρησαν σε αυτή την κίνηση σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, χωρίς να έχει σημειωθεί καμία ουσιαστική πρόοδος.
Μακροπρόθεσμα, υπονομεύεται η όποια προσπάθεια για επανέναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, καθώς το Ισραήλ δεν αποδέχεται εγγυήσεις ασφαλείας χωρίς το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα, μια στάση που ενισχύεται από την ιστορία των αποτυχημένων διεθνών υποσχέσεων.
Στη Γαλλία, η αναγνώριση-φάντασμα, εξαιτίας της απουσίας αξιόπιστης παλαιστινιακής ηγεσίας, πυροδοτεί εντάσεις εντός της εβραϊκής κοινότητας, που ήδη αισθάνεται απειλούμενη. Το παράδοξο, λοιπόν, της αναγνώρισης της Παλαιστίνης είναι προφανές: φιλοδοξεί να προωθήσει την ειρήνη, αλλά αγνοεί τα εμπόδια και μπορεί να καταλήξει να θρέψει περαιτέρω την πόλωση.
Η απουσία αξιόπιστου παλαιστινιακού συνομιλητή, η απροθυμία διεθνούς στρατιωτικής εμπλοκής και η ανάδυση του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού κάνουν την πρωτοβουλία να μοιάζει περισσότερο με επίδειξη διπλωματικής αρετής κι ενός ηθικού θριάμβου, παρά με μοχλό ρεαλιστικής ειρηνευτικής στρατηγικής. Μόνο μια ολιστική προσέγγιση, που θα εστιάζει, μεταξύ άλλων, στις εγγυήσεις ασφαλείας, στη διάλυση του στρατιωτικού μηχανισμού της Χαμάς, στις εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη στην οικονομική ανασυγκρότηση της Παλαιστίνης… μπορεί να μετατρέψει τη συμβολική αναγνώριση σε πραγματικότητα. Διαφορετικά, αυτή η «ειρήνη» κινδυνεύει να γίνει ακόμα ένα αξεπέραστο εμπόδιο σε μια περιοχή που έχει ανάγκη από πράξεις, όχι λόγια.