Του Γιώργου Κ. Στράτου
Ένα από τα αξιοπερίεργα που διακρίνουν τον πολιτικό και τον επιστημονικό διάλογο στην πατρίδα μας είναι ο ελάχιστος χώρος που έχει καταλάβει, συγκριτικά με τη σημασία της για την εθνική μας πορεία, η περίοδος από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Εθνικό Διχασμό μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το γεγονός γίνεται πιο δυσεξήγητο, αν αναλογιστούμε ότι η δραματική περίοδος που καθόρισε τα σύνορα και τη θέση μας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με αυτήν που διανύουμε σήμερα.
Τότε, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, διαρκούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδίαζαν τις ανακατατάξεις που θα προέκυπταν από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – τα νέα κράτη, τις προσαρτήσεις εδαφών σε υφιστάμενα, τις ζώνες επιρροής τους, την εξασφάλιση των συμφερόντων τους.
Κάτι αντίστοιχο επιχειρεί σήμερα η ασθμαίνουσα υπερδύναμη, όσο της επιτρέπει ο σινορωσικός άξονας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι διεκδικούντες ρόλο πρωταγωνιστή στην περιοχή, Ισραήλ και Τουρκία, ως αντίπαλοι σήμερα, διατηρούσαν στα χρόνια εκείνα -εβραϊσμός και Νεότουρκοι- ισχυρότατες σχέσεις συνεργασίας.
Λόγω εγκληματικών λαθών στα όρια της προδοσίας, όχι μόνο δεν αξιοποιήσαμε τις προσφορές που μας έγιναν από τους συμμάχους της Αντάντ, αλλά «φροντίσαμε» να τους εξαγριώσουμε με τις αποφάσεις μας.
Αποτέλεσμα, η Συνθήκη των Σεβρών, που τριπλασίασε την Ελλάδα, για να καταλήξει στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Κατά επιτρεπτή αναλογία με το σήμερα, ούτε μία πισινή της προκοπής δεν κρατάμε, και ενώ όλα γυρίζουν κωλοτούμπα παντού!
Υπάρχει όμως και μια μεγάλη διαφορά: τότε είχαμε την ευκαιρία να κερδίσουμε και να αναβαθμίσουμε την κρατική μας υπόσταση. Σήμερα αγωνιούμε να κρατήσουμε ακέραια τα τότε κέρδη, όπως τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και τον έλεγχο του πελάγους μας. Αυτή η διαφορά αναδεικνύει και το γιατί δεν μιλάμε για τα πεπραγμένα εκείνης της περιόδου.
Στην περίοδο που αναφερθήκαμε, συγκρούστηκαν οι δύο κυρίαρχες εθνικές αντιλήψεις: η μία της «πτωχής πλην τιμίας Ελλάδος», που τα σύνορά της έφθαναν μέχρι τη Λάρισα και την εξέφρασαν το στέμμα και ο παλαιοκομματικός περίγυρός του με μια ψευδεπίγραφη ουδετερότητα, κατ’ ουσίαν γερμανοφιλία. Η άλλη, του αλύτρωτου Ελληνισμού, που αδημονούσε να συνδεθεί με τον εθνικό κορμό. Την εξέφρασαν ο Βενιζέλος και οι αστοί, συντασσόμενοι με τους Αγγλογάλλους, με την ελπίδα η Ελλάς να αποτελέσει, με τη βοήθειά τους, πραγματική περιφερειακή δύναμη.
Ποια αντίληψη δικαιώθηκε, το κατέγραψε η Ιστορία με την πιο τραγική στιγμή της πορείας του έθνους.
Επειδή όμως η αντίληψη που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή παρέμεινε πολιτικά ενεργή, συνεπικουρούντων και των βασιλέων, μέχρι να απαλλαγούμε από αυτούς, προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποσιωπήσει το άγος που τη βάραινε.
Πότε με το πρόσχημα της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία, πότε με τους από Βορρά κινδύνους, πότε με πολιτικές ανωμαλίες, πότε με επιστημονικοφανείς αναθεωρήσεις γεγονότων προς υπεράσπιση των ενόχων, είπαν μπας και ξεχαστούν τα αλησμόνητα κρίματά τους.
Μόνο που, μαζί τους, μπορεί να πέσουμε όλοι στη λησμονιά…