Η θανατηφόρα εθνοτική υπεροχή που είναι εγγενής στην ισραηλινή κοινωνία είναι βαθύτερη από τους Νετανιάχου, Μπεν Γκβίρ και Σμοτρίτς. Πρέπει να αντιμετωπιστεί στη ρίζα της.
Η πόλη της Γάζας είναι τυλιγμένη στις φλόγες, καθώς ο ισραηλινός στρατός ξεκινά τη χερσαία επίθεσή του μετά από εβδομάδες αδιάκοπων βομβαρδισμών. Ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει διεθνές ένταλμα σύλληψης για ενδεχόμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, χαρακτήρισε αυτή την τελευταία επίθεση ως «εντατικοποιημένη επιχείρηση». Σας καλώ να παρακολουθήσετε τα βίντεο που μεταδίδονται από τη Γάζα και να δείτε τι σημαίνει πραγματικά αυτός ο ευφημισμός.
Κοιτάξτε στα μάτια των ανθρώπων που έχουν κυριευτεί από έναν τρόμο, που δεν έχει όμοιο του ούτε στις πιο σκοτεινές στιγμές αυτής της διετούς γενοκτονίας. Δείτε τις σειρές των καλυμμένων με στάχτη παιδιών που κείτονται στο αιματοβαμμένο δάπεδο αυτού που κάποτε ήταν ιατρικό κέντρο -μερικά μόλις ζωντανά, άλλα να κλαίνε από τον πόνο και τον φόβο- καθώς απελπισμένα χέρια προσπαθούν να τα παρηγορήσουν ή να τα περιθάλψουν με ό,τι ιατρικά εφόδια έχουν απομείνει. Ακούστε τις κραυγές των οικογενειών που φεύγουν χωρίς να έχουν πού να πάνε. Δείτε τους γονείς να ψάχνουν τα παιδιά τους μέσα στην κόλαση, τα άκρα να προεξέχουν από τα ερείπια, έναν παραϊατρικό να κρατάει μια ακίνητη κοπέλα, παρακαλώντας την να ανοίξει τα μάτια της, μάταια.
Αυτό που κάνει το Ισραήλ στην πόλη της Γάζας δεν είναι το τραγικό υποπροϊόν χαοτικών γεγονότων, αλλά μια καλά υπολογισμένη πράξη εξόντωσης, που εκτελείται εν ψυχρώ από το «λαϊκό στρατό» -δηλαδή, τους πατέρες, τους γιους, τους αδελφούς και τους γείτονες μας, τους Ισραηλινούς.
Πώς είναι δυνατόν, παρά τις αυξανόμενες μαρτυρίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης της Γάζας, να μην έχει αναπτυχθεί κανένα μαζικό κίνημα άρνησης στο Ισραήλ; Είναι πραγματικά αδιανόητο ότι μετά από δύο χρόνια αυτής της σφαγής, μόλις μια χούφτα αντιρρησίες συνείδησης βρίσκονται στη φυλακή. Ακόμη και οι λεγόμενοι «γκρίζοι αρνητές» – εφέδροι στρατιώτες που δεν αντιτίθενται στον πόλεμο για ιδεολογικούς λόγους, αλλά επειδή είναι απλώς εξαντλημένοι και αμφισβητούν τον σκοπό του – παραμένουν πολύ λίγοι για να επιβραδύνουν τη μηχανή θανάτου, πόσο μάλλον να την σταματήσουν.
Ποιοι είναι αυτοί οι υπάκουοι άνθρωποι που διατηρούν το σύστημα αυτό σε λειτουργία; Πώς μπορεί μια κοινωνία τόσο βαθιά διχασμένη – μεταξύ θρησκευτικών και κοσμικών, εποίκων και φιλελεύθερων, κιμπουτσνίκων και αστών, παλαιών μεταναστών και νεοαφιχθέντων – να ενώνεται μόνο στην προθυμία της να σφαγιάζει Παλαιστινίους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό;
Τους τελευταίους 23 μήνες, η ισραηλινή κοινωνία έχει υφάνει ένα ατελείωτο πλέγμα ψεμάτων για να δικαιολογήσει την καταστροφή της Γάζας – όχι μόνο στον κόσμο, αλλά πάνω απ’ όλα στον εαυτό της. Το κυριότερο από αυτά είναι ο ισχυρισμός ότι οι όμηροι μπορούν να απελευθερωθούν μόνο μέσω στρατιωτικής πίεσης. Ωστόσο, όσοι εκτελούν τις διαταγές του στρατού, προκαλώντας μαζικούς θανάτους στη Γάζα, το κάνουν γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ενδέχεται να σκοτώνουν και τους ομήρους. Οι αδιάκριτοι βομβαρδισμοί νοσοκομείων, σχολείων και κατοικημένων περιοχών, σε συνδυασμό με την αδιαφορία για τη ζωή των Ισραηλινών που κρατούνται αιχμάλωτοι, αποδεικνύουν τον πραγματικό στόχο του πολέμου: την ολοκληρωτική εξόντωση του άμαχου πληθυσμού της Γάζας.
Το Ισραήλ εξαπολύει ένα ολοκαύτωμα στη Γάζα, και αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στη βούληση των σημερινών φασιστών ηγετών της χώρας. Αυτή η φρίκη είναι βαθύτερη από τους Νετανιάχου, Μπεν Γβίρ και Σμοτρίτς. Αυτό που βιώνουμε είναι το τελικό στάδιο της ναζικοποίησης της ισραηλινής κοινωνίας.
Το επείγον καθήκον τώρα είναι να τερματιστεί αυτό το ολοκαύτωμα. Αλλά η διακοπή του είναι μόνο το πρώτο βήμα. Αν η ισραηλινή κοινωνία θέλει να επιστρέψει στην αγκαλιά της ανθρωπότητας, πρέπει να υποβληθεί σε μια βαθιά διαδικασία αποναζικοποίησης.
Μόλις η σκόνη του θανάτου κατακαθίσει, θα πρέπει να ξαναβρούμε τα βήματά μας πίσω στη Νακμπά, στις μαζικές εκδιώξεις, τις σφαγές, τις κατασχέσεις γης, τους φυλετικούς νόμους και την ιδεολογία της εγγενούς υπεροχής, που ομαλοποίησε την περιφρόνηση για τους αυτόχθονες κατοίκους αυτής της γης και την κλοπή της ζωής, της περιουσίας, της αξιοπρέπειας και του μέλλοντος των παιδιών τους. Μόνο αντιμετωπίζοντας αυτόν τον θανατηφόρο μηχανισμό που είναι εγγενής στην κοινωνία μας, μπορούμε να αρχίσουμε να τον ξεριζώνουμε.
Αυτή η διαδικασία αποναζιστικοποίησης πρέπει να ξεκινήσει τώρα, και αρχίζει με την άρνηση. Άρνηση όχι μόνο να λάβουμε ενεργό μέρος στην καταστροφή της Γάζας, αλλά και να φορέσουμε τη στολή – ανεξάρτητα από το βαθμό ή το ρόλο μας. Άρνηση να παραμείνουμε αδαείς. Άρνηση να είμαστε τυφλοί. Άρνηση να παραμείνουμε σιωπηλοί. Για τους γονείς, είναι καθήκον να προστατεύσουν την επόμενη γενιά από το να γίνει δράστης εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Η αποναζιστικοποίηση πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την αναγνώριση ότι αυτό που υπήρχε δεν μπορεί να παραμείνει. Δεν αρκεί απλώς η αντικατάσταση της τρέχουσας κυβέρνησης. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον μύθο του «εβραϊκού και δημοκρατικού» χαρακτήρα του Ισραήλ – ένα παράδοξο που με τη σιδηρά του λαβή συνέβαλε στην καταστροφή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.
Αυτή η εξαπάτηση πρέπει να τερματιστεί με τη σαφή αναγνώριση ότι απομένουν μόνο δύο δρόμοι: είτε ένα εβραϊκό, μεσσιανικό, γενοκτονικό κράτος, είτε ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος για όλους τους πολίτες του.
Το ολοκαύτωμα της Γάζας κατέστη δυνατό χάρη στην υιοθέτηση της λογικής της εθνοτικής υπεροχής που είναι εγγενής στον σιωνισμό. Επομένως, πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: ο σιωνισμός, σε όλες του τις μορφές, δεν μπορεί να απαλλαγεί από το στίγμα αυτού του εγκλήματος. Πρέπει να τερματιστεί.
Η αποναζιστικοποίηση θα είναι μακρά και θα αφορά όλους τους τομείς της συλλογικής μας ζωής. Πιθανότατα θα θυσιάσουμε περισσότερες γενιές – τόσο θύματα όσο και δράστες – προτού εξαλειφθεί πλήρως αυτή η μάστιγα. Αλλά η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει τώρα, με την άρνηση να διαπράττονται οι φρικαλεότητες που συμβαίνουν καθημερινά στη Γάζα και την άρνηση να τις θεωρούμε φυσιολογικές.
* Η Όρλι Νόι είναι συντάκτρια στο Local Call, πολιτική ακτιβίστρια και μεταφράστρια. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του B’Tselem (Ισραηλινό Κέντρο Πληροφόρησης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα Κατεχόμενα Εδάφη) και ακτιβίστρια του πολιτικού κόμματος Balad.