Το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη υψώνει ένα «αόρατο τείχος» στην αλήθεια με διάφορα τερτίπια, ψέματα, παρεμβάσεις και ύβρεις
Από τον Κώστα Καββαδία
Τα Τέμπη έχουν πάψει εδώ και πολύ καιρό να αποτελούν απλώς μια ακόμη τραγωδία. Όσα πρωτοφανή εκτυλίσσονται από την πρώτη στιγμή του πολύνεκρου δυστυχήματος μέχρι σήμερα συνθέτουν έναν καθρέφτη κρατικής αδράνειας και κυβερνητικής αναλγησίας, που αποτυπώνει με κυνικό τρόπο την αποφυγή των ευθυνών που προκύπτουν.
Συγγενείς των θυμάτων αλλά και απλοί πολίτες έχουν ξεκινήσει απεργία πείνας στο Σύνταγμα, σε μια ύστατη και απέλπιδα προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ο Πάνος Ρούτσι ήταν ο πρώτος που βρέθηκε στην πλατεία Συντάγματος, όμως πολύ γρήγορα στο πλευρό του βρέθηκαν γονείς και συγγενείς άλλων θυμάτων, αλλά και πολίτες που δεν ανέχονται να θαφτεί η αλήθεια μαζί με τα θύματα.
Η κυβέρνηση, την ίδια ώρα, αδιάλλακτη, υψώνει ένα «αόρατο τείχος», νίπτοντας τας χείρας της, σεβόμενη δήθεν τη διάκριση των εξουσιών, τα οποία όμως έχει «λερώσει» πολλάκις στο παρελθόν. Η εικόνα που αποτυπώνεται δεν είναι απλώς άδικη, αλλά μέρος μιας οργανωμένης προσπάθειας απόκρυψης της αλήθειας, με πολιτικές και δικαστικές Αρχές να φτάνουν στο σημείο να ανταλλάσσουν το μπαλάκι των ευθυνών, επικρίνοντας την ίδια στιγμή τον αγώνα των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών. Η κυβέρνηση επιστράτευσε για ακόμη μία φορά την «ουδετερότητα», υποστηρίζοντας ότι δεν παρεμβαίνει στο έργο της Δικαιοσύνης. Μόνο που η πραγματικότητα τη διαψεύδει συστηματικά. Γιατί οι πιο ηχηρές παρεμβάσεις στη δικαστική έρευνα έχουν προέλθει ακριβώς από την εκτελεστική εξουσία, και μάλιστα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που έσπευσε να προκαταλάβει σε πανελλήνια μετάδοση την έκβαση της υπόθεσης των Τεμπών, δηλώνοντας πως η τραγωδία οφειλόταν σε «τραγικό ανθρώπινο λάθος». Μια δήλωση που υπαγόρευε επί της ουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς πού να αναζητήσουν τις ευθύνες. Ακολούθησε η επιστολή του, στις 6 Μαρτίου 2023, στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο, με την οποία ζητούσε απροκάλυπτα την ανάθεση της δικογραφίας σε εφέτη ανακριτή. Το μήνυμα ήταν σαφές: οι ήδη αρμόδιοι ανακριτές δεν επαρκούσαν και έπρεπε να «αναβαθμιστεί» η έρευνα υπό τις υποδείξεις της κυβέρνησης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης δήλωνε ανερυθρίαστα ότι «όποιος μιλάει για μπάζωμα είναι για τα μπάζα», μια φράση που όχι μόνο απαξίωνε τους συγγενείς των θυμάτων αλλά είχε στόχο να καταστήσει εκ των προτέρων αναξιόπιστες τις κατηγορίες περί μπαζώματος. Αντίστοιχα, κυβερνητικά στελέχη αναπαρήγαγαν αυτή τη «γραμμή», προβαίνοντας συχνά πυκνά σε προκλητικές παρεμβάσεις που υπαγόρευαν με έμμεσο τρόπο στις δικαστικές Αρχές τη δουλειά τους.
Μεθοδεύσεις
Οι κυβερνητικές «νουθετήσεις» στη Δικαιοσύνη αποτελούν μοτίβο στα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, καθώς σε κάθε σκανδαλώδη υπόθεση το Μέγαρο Μαξίμου -που ισχυρίζεται ότι δήθεν «δεν παρεμβαίνει στη Δικαιοσύνη»- έχει βρεθεί αρκετές φορές υπόλογο για τις μεθοδεύσεις στο έργο των δικαστικών Αρχών. Το σκάνδαλο των υποκλοπών αλλά και του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα για τη σκιώδη δράση του κυβερνώντος κόμματος. Το Μέγαρο Μαξίμου, λόγου χάρη, αγνοεί επιδεικτικά μέχρι και σήμερα την εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που υποχρεώνουν την ΕΥΠ να ενημερώσει τον Νίκο Ανδρουλάκη για τους λόγους παρακολούθησής του, ενώ αδιαφόρησε και για τις σαφείς παρεμβάσεις της Ευρωπαίας εισαγγελέως Λάουρα Κοβέσι στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην τελευταία υπόθεση, η στάση της κυβέρνησης ήταν αποκαλυπτική. Παρά την απαίτηση της κυρίας Κοβέσι να εξεταστούν οι δύο υπουργοί Μ. Βορίδης και Λ. Αυγενάκης, το Μέγαρο Μαξίμου απάντησε με προκλητική περιφρόνηση. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Άδωνη Γεωργιάδη, που, εμμέσως πλην σαφώς, εξήγησε ότι «έχουμε την πλειοψηφία και κάνουμε ό,τι θέλουμε», μια φράση που αποκαλύπτει με ωμό τρόπο την αλαζονεία της εξουσίας, η οποία θεωρεί ότι η δημοκρατική νομιμοποίηση της κάλπης τής επιτρέπει να παρακάμπτει θεσμούς και ευρωπαϊκές εισαγγελικές Αρχές. Η ίδια η Κοβέσι, άλλωστε, έχει καταγγείλει δημόσια «επιθέσεις» και «εκφοβισμό» που δέχθηκε το προσωπικό της στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια ερευνών, επιβεβαιώνοντας ότι η κυβέρνηση παρεμποδίζει το έργο της Δικαιοσύνης, εκθέτοντας τη χώρα διεθνώς. Ακόμη και η άδικη (όπως αποδείχθηκε) προφυλάκιση δύο ανθρώπων για εμπρησμό στις πυρκαγιές της Πάτρας αποτέλεσε ένα ακόμη περιστατικό κυβερνητικής παρέμβασης στα δικαστικά κιτάπια για επικοινωνιακούς λόγους, καθώς ο πρωθυπουργός είχε σπεύσει να ανεβάσει βίντεο στο TikTok για να πανηγυρίσει ότι «η ανομία τελείωσε». Το κοινό νήμα που ενώνει όλα αυτά τα περιστατικά είναι η σταθερή επιδίωξη της κυβέρνησης να ελέγξει, να κατευθύνει ή και να ακυρώσει τις ανεξάρτητες διαδικασίες, σ’ έναν αγώνα επιβίωσης που αναδεικνύει ταυτόχρονα τον φόβο που έχει ριζώσει στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και τη διαρκή θέληση για συγκάλυψη, που δεν γνωρίζει από όρια και συναισθηματισμούς.
Επικίνδυνη υποκρισία από το Μαξίμου
Από το δυσώδες παρασκήνιο των Τεμπών μέχρι την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις αποφάσεις για τις παρακολουθήσεις, η εκτελεστική εξουσία, κρυμμένη πίσω από μια επίπλαστη ουδετερότητα, αποδεικνύει ότι βλέπει τη Δικαιοσύνη όχι ως ισότιμο πυλώνα της δημοκρατίας, αλλά ως «εργαλείο» στην υλοποίηση των σχεδίων της. Αυτή η υποκρισία δεν είναι απλώς πολιτικά ανήθικη – είναι θεσμικά επικίνδυνη. Γιατί όσο η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τη Δικαιοσύνη για να διασώσει το μέλλον της τόσο μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία, και όσο στην υπόθεση των Τεμπών αγνοούνται οι φωνές των θυμάτων και των οικογενειών τους τόσο βαθύτερο γίνεται το ρήγμα της εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς.