Eνα άκρως ευαίσθητο –κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά– θέμα, η περικοπή ή όχι των συντάξεων χηρείας μετά την αρχική 3ετία καταβολής τους, παραμένει επίμονα εκκρεμές καθώς φαίνεται πως κανένας υπουργός Εργασίας δεν επιθυμεί να το ακουμπήσει. Οσο όμως παραμένει εκκρεμές, τόσο η λύση του δυσκολεύει.
Το πρόβλημα έχει ως εξής: Από το 2016, ο νόμος 4387 ή «νόμος Κατρούγκαλου» ορίζει πως η σύνταξη χηρείας, για θανάτους που συντελέστηκαν από την ψήφιση του νόμου και μετά, καταβάλλεται στο 70% της σύνταξης του θανόντος, κατά τα πρώτα τρία χρόνια. Στη συνέχεια, εφόσον ο ή η δικαιούχος εργάζεται ή λαμβάνει δική του/της σύνταξη, πρέπει να μειωθεί στο 35% της σύνταξης του θανόντος. Η περικοπή αυτή εφαρμόστηκε μόνο για τους δικαιούχους του Δημοσίου, ενώ ακόμη και σήμερα, δεν εφαρμόζεται σε δικαιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, αρχικά με πρόσχημα την αδυναμία του μηχανογραφικού συστήματος του ΕΦΚΑ να αντεπεξέλθει. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ομάδα συνταξιούχων – δικαιούχων συντάξεων χηρείας που συνεχίζει να λαμβάνει το 70% της σύνταξης ενώ δεν το δικαιούται. Υπάρχει μάλιστα και η περίπτωση των συνταξιούχων του ΟΓΑ, που η καταβολή της σύνταξης συνεχίστηκε για κάποια χρόνια, και στη συνέχεια τα χρήματα ζητήθηκε να επιστραφούν. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για κάποιες περιπτώσεις του Δημοσίου, καθώς οι υπηρεσίες είδαν ότι η περικοπή δεν εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα και έπαψαν να μειώνουν και τις συντάξεις χηρείας του Δημοσίου, παρότι έχει παρέλθει τριετία.
Πρόκειται για ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα του ασφαλιστικού, όχι γιατί δεν υπάρχει νόμος να το ρυθμίζει, αλλά γιατί ο νόμος δεν εφαρμόζεται…
Το υπουργείο Εργασίας καλείται να αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει την «καυτή πατάτα»: θα υπάρξουν αναδρομικές περικοπές; Θα επιβληθούν σταδιακά οι αλλαγές; Ή θα αλλάξει συνολικά το καθεστώς; Και αυτό γιατί πέρα από το όποιο πολιτικό κόστος, που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, υπάρχει και το ουσιαστικό πρόβλημα, του πώς θα αντεπεξέλθουν οικονομικά οι άνθρωποι που θα τους ζητηθεί να επιστρέψουν συντάξεις όχι μηνών αλλά ακόμη και 5 ετών. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, πρέπει να μπουν στο κάδρο και οι χιλιάδες δικαιούχοι συντάξεων χηρείας του Δημοσίου, που ήδη έχουν υποστεί την περικοπή και λαμβάνουν το 35%, οι οποίοι βλέπουν κάποιους άλλους, με τις ίδιες προϋποθέσεις, να λαμβάνουν ακόμη το 70% της σύνταξης του θανόντος.
Το πλέον «εύκολο» σενάριο προβλέπει να μην υπάρξει καμία μείωση μετά την τριετία. Η σύνταξη χηρείας θα παραμένει στο 70% ανεξάρτητα από ηλικία, εργασία ή ύπαρξη δεύτερης σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή βέβαια θα πρέπει να αποφασιστεί τι θα ισχύσει για όσους έχουν ήδη υποστεί τις περικοπές και να μετρηθεί το δημοσιονομικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης.
Μια άλλη πρόταση είναι για τους δικαιούχους που έχουν δική τους σύνταξη, να δοθεί η δυνατότητα επιλογής: είτε να μειωθεί η προσωπική τους σύνταξη, είτε η χηρείας. Ετσι, κι επιλέγοντας την επιβολή της περικοπής στη χαμηλότερη σύνταξη, θα περιοριστεί η απώλεια εισοδήματος.
Μεταξύ των προτάσεων εξετάζεται, επίσης, να μειωθεί μόνο η εθνική σύνταξη και όχι η αναλογική, καθώς και η ακύρωση των αναδρομικών μειώσεων.
Και βέβαια υπάρχουν και οι φωνές που θέλουν την εφαρμογή του νόμου, ήτοι να επιβληθούν αναδρομικά οι μειώσεις. Σε αυτήν την περίπτωση δε, προτείνεται τα ποσά που θεωρούνται αχρεωστήτως καταβληθέντα να επιστραφούν από τους συνταξιούχους σε δόσεις, ώστε να αποφευχθεί μια απότομη οικονομική πίεση στους δικαιούχους.
Τέλος, υπάρχει στο τραπέζι η πρόταση να θεσπιστεί ένα «δίχτυ ασφαλείας», ώστε η μείωση να μην οδηγεί σε δραματική μείωση του συνολικού εισοδήματος. Για παράδειγμα, να μην πέφτει η σύνταξη κάτω από ένα κατώτατο όριο.
Παρά τις λύσεις που εξετάζονται, το ζήτημα παραμένει περίπλοκο καθώς το θέμα των συντάξεων χηρείας είναι άμεσα συνδεδεμένο και με το ερώτημα εάν ο δικαιούχος δύο συντάξεων πρέπει να λαμβάνει διπλή εθνική σύνταξη ή μόνο μία.