«Ενας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί».
Η κουλτούρα της αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής ή ΜΑD (Mutual Assured Destruction) διαμόρφωσε για δεκαετίες τη στρατηγική αντίληψη των πυρηνικών δυνάμεων, όπως εκφράστηκε στη δήλωση Ρίγκαν – Γκορμπατσόφ το 1985.
Για αρκετά χρόνια κυριαρχούσε στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι ο κίνδυνος απομακρύνθηκε, όμως σε έναν πλανήτη που φλέγεται ξανά από περιφερειακές συγκρούσεις το ερώτημα τι θα γινόταν σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου επανέρχεται. Και μαζί του ο φόβος. Πόσο επικίνδυνος είναι ο πόλεμος λέξεων που εξαπέλυσαν Ρωσία και ΗΠΑ επιστρατεύοντας την πυρηνική απειλή στην κόντρα τους σχετικά με τη μοίρα της Ουκρανίας;
Ο καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ευστάθιος Στυλιάρης περιγράφει μιλώντας στο Documento τις καταστροφικές συνέπειες και το χρονοδιάγραμμα διάδοσης της ραδιενέργειας σε περίπτωση χρήσης πυρηνικών όπλων.

Ο καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ευστάθιος Στυλιάρης περιγράφει μιλώντας στο Documento
Ποιες είναι οι άμεσες συνέπειες σε μια πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων;
Αρχικά είναι σημαντικό να προσδιοριστεί το είδος των τακτικών πυρηνικών όπλων. Πιθανολογούμε ότι πρόκειται για μικρής ισχύος κεφαλές, της τάξεως των 15 κιλοτόνων, όπως η βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα. Οι κεφαλές μικρής ισχύος βασίζονται στη σχάση πλουτωνίου, το οποίο παράγεται από το φυσικό ουράνιο μετά τη σύλληψη νετρονίων κατά τη λειτουργία ενός συμβατικού πυρηνικού αντιδραστήρα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η επερχόμενη άμεση καταστροφή εξαρτάται από την ισχύ της κεφαλής και την πυκνότητα του πληθυσμού στο σημείο μηδέν. Τα πρώτα συμπτώματα έκθεσης στην ακτινοβολία για όσους επιβιώσουν μοιάζουν με εκείνα των ατόμων που εκτέθηκαν σε υψηλές δόσεις στο Τσέρνομπιλ: ναυτία, εμετός, ζάλη, ενδείξεις απορρόφησης νετρονίων και γ-ακτινοβολίας πέρα από τα επιτρεπτά όρια.
Με την έκρηξη δημιουργείται η πύρινη σφαίρα που σχηματίζει το «μανιτάρι» και ακολουθεί το ωστικό κύμα, ικανό να κατεδαφίσει κτίρια σε ακτίνα ενός δύο χιλιομέτρων. Ταυτόχρονα εκλύονται ραδιενεργά παράγωγα της σχάσης πέρα από τη γ-ακτινοβολία και τα νετρόνια που αλληλεπιδρούν με τον ιστό, προκαλώντας θανατηφόρες βλάβες. Στο σημείο μηδέν η επιβίωση είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ η θανατηφόρα ζώνη ακτινοβολίας μπορεί να καλύψει έως πέντε τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ωστόσο η επίδραση της ραδιενέργειας δεν εντοπίζεται απαραίτητα μόνο στο σημείο της έκρηξης. Τα ραδιενεργά στοιχεία μπορούν να μεταφερθούν μέσω του αέρα και των κλιματικών συνθηκών, όπως συνέβη το 1986, όταν ραδιενεργοί ρύποι από το Τσέρνομπιλ έφτασαν μέχρι και στην Ελλάδα.
Ποιο το χρονοδιάγραμμα διάδοσης της ραδιενέργειας και πόσο διαρκεί η μόλυνση σε έδαφος και νερό;
Αυτά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους τρόπους και τις συνθήκες εξάπλωσης των ραδιενεργών σωματιδίων. Ο χρόνος υποδιπλασιασμού ή ημιζωής του ραδιενεργού ισοτόπου καθορίζει και τη διάρκεια της μόλυνσης. Τα πιο επικίνδυνα ραδιενεργά ισότοπα ύστερα από έκρηξη είναι το ιώδιο-131, το καίσιο-137 και το στρόντιο-90. Τα δύο τελευταία παραμένουν μακροχρόνια στο περιβάλλον και προκαλούν σοβαρές βλάβες. Κατά την έκρηξη αυτά τα σωματίδια μετατρέπονται σε λεπτή σκόνη που μπορεί να μεταφερθεί σε μεγάλες αποστάσεις, ακόμη και εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σημείο της αρχικής έκρηξης.
Η αλλαγή των κλιματικών συνθηκών εντείνει την ικανότητα αυτής της μεταφοράς, επηρεάζοντας ευρύτερες περιοχές. Για παράδειγμα, σε περίπτωση πυρηνικού χτυπήματος στην Ουκρανία, οι ραδιενεργοί ρύποι θα μπορούσαν να διασπαρούν μέχρι την κεντρική Ευρώπη, τον ελλαδικό χώρο, ακόμη και τη βόρεια Αφρική. Οσον αφορά τη διάρκεια της μόλυνσης, το ισότοπο καίσιο-137, μακρόβιο ραδιενεργό στοιχείο με χρόνο υποδιπλασιασμού 30 έτη, απαιτεί αιώνες για να εξαλειφθεί από το περιβάλλον.
Εφόσον εισέλθει στο έδαφος, παραμένει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αποτελώντας πηγή κινδύνου εμφάνισης διάφορων μορφών καρκίνου. Επίσης, το ισότοπο στρόντιο-90 με χρόνο ημιζωής 29 χρόνια απορροφάται από τον ανθρώπινο οργανισμό και ενσωματώνεται στον σκελετό, όπου μπορεί να προκαλέσει λευχαιμία και άλλους καρκίνους που σχετίζονται με τα οστά.
Τι φάρμακα λαμβάνονται αν κάποιος εκτεθεί σε ραδιενέργεια;
Κατά κανόνα δεν υπάρχουν αντίδοτα για τον περιορισμό της ακτινοβολίας σε περίπτωση ραδιενεργού μόλυνσης του ανθρώπινου οργανισμού. Είναι αναγκαίο να λαμβάνονται οι απαραίτητες προφυλάξεις για την ελαχιστοποίηση πρόσληψης τροφής επιβαρυμένης με ραδιενεργά ισότοπα. Ειδικότερα, σε περίπτωση έκθεσης σε ραδιενέργεια έπειτα από πυρηνική έκρηξη ή ατύχημα, μεταξύ των άλλων απελευθερώνεται και το ραδιενεργό ιώδιο-131, που παρά τον μικρό χρόνο ημιζωής του (μόλις οκτώ μέρες) συγκεντρώνεται στον θυρεοειδή και αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου. Για προστασία χρησιμοποιούνται δισκία ιωδιούχου καλίου, τα οποία περιέχουν μη ραδιενεργό ιώδιο και προκαλούν κορεσμό στον θυρεοειδή, εμποδίζοντας έτσι την απορρόφηση του ραδιενεργού ισοτόπου. Η χρήση πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει σαφής κίνδυνος έκθεσης σε ραδιενεργά ισότοπα, καθώς η αδικαιολόγητη λήψη μπορεί να επιβαρύνει τον οργανισμό.
Η απειλή του πυρηνικού χειμώνα
Στην ερώτηση τι είναι ο πυρηνικός χειμώνας, ο καθηγητής Στυλιάρης εξήγησε ότι αναφέρεται σε μια ακραία κλιματική κατάσταση που μπορεί να προκληθεί ύστερα από εκτεταμένες πυρηνικές εκρήξεις. Οταν συμβαίνει μια τέτοια έκρηξη –και όχι απλώς ένα ατύχημα– η θερμική ακτινοβολία που απελευθερώνεται προκαλεί εκτεταμένες πυρκαγιές σε μεγάλη γεωγραφική έκταση. Η καύση αυτή παράγει μεγάλες ποσότητες αιθάλης (λεπτών σωματιδίων μαύρου άνθρακα), η οποία ανυψώνεται λόγω της υψηλής θερμοκρασίας από την τροπόσφαιρα και φτάνει στη στρατόσφαιρα – μια στιβάδα της ατμόσφαιρας όπου δεν υπάρχουν ισχυροί άνεμοι και κινήσεις αέριων μαζών.
Η αιθάλη απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία, μειώνοντας έως και κατά 80% το φως και τη θερμότητα που φτάνουν στη Γη. Αυτό προκαλεί σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και περιορίζει τη φωτοσύνθεση, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξη των φυτών, όπως των σιτηρών, προκαλώντας ελλείψεις τροφίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Μελέτες υπολογίζουν ότι σε ένα ακραίο σενάριο πυρηνικού πολέμου ο πυρηνικός χειμώνας θα μπορούσε να εγκατασταθεί μέσα σε λίγες μέρες και να διαρκέσει έως και μια δεκαετία, με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και την ανθρώπινη ζωή.