Του Αλκιβιάδη Κεφαλά*
Ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο δεν είναι περιήγηση, είναι πένθιμο οδοιπορικό σε κηδεία. Το παλιό οικογενειακό αρχοντικό της Μαρίας Κάλλας το γκρέμισαν για 300.000 ευρώ. Η σιδηροδρομική γραμμή Καλαμάτας – Αθήνας, που κάποτε έδινε ζωή, βοή, σφυρίγματα, καπνό, ζώα, ανθρώπους, βρίσκεται θαμμένη κάτω από μπάζα.
Ράγες, όμοιες με βγαλμένα δόντια, πουλιούνται για παλιοσίδερα. Σιδηροδρομικοί σταθμοί-αρχιτεκτονικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς στέκουν λεηλατημένοι, βουβοί, χωρίς τζάμια, παράθυρα, πόρτες, γεμάτοι γκράφιτι στους τοίχους.
Τα σημάδια του βανδαλισμένου ρολογιού και του τηλέγραφου ακόμα διηγούνται παλιές ιστορίες. Αν και μνημεία μεταπολιτευτικής αλητείας, θυμούνται την Ελλάδα που χάθηκε. Δεν είναι ο χρόνος που τα διέλυσε· είναι η απόφαση των τρωκτικών της εξουσίας να τα εγκαταλείψουν αμέσως μόλις τελείωσε η λεηλασία των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που ξοδεύτηκαν για την αναπαλαίωσή τους και την αναβάθμιση της γραμμής.
Στα χωριά, η σιωπή είναι εκκωφαντικότερη του θορύβου της πόλης. Δρόμοι άδειοι, χωρίς παιδιά, χωρίς νέους, χωρίς ζωή. Στις κολόνες, αναρτημένα δεκάδες κηδειόχαρτα, πρόσωπα που «φεύγουν» ένα ένα κάθε εβδομάδα. Έτσι μετριέται ο χρόνος πια, με κηδείες, όχι με γιορτές, όπως παλιά.
Ραγισμένοι πέτρινοι τοίχοι σπιτιών. Στέγες γκρεμισμένες, παράθυρα άδεια, αυλές πνιγμένες στα αγριόχορτα. Σπίτια που φύλαξαν γενιές τώρα στέκουν κουφάρια, με μοναδικό ένοικο τις αναμνήσεις. Το καφενείο, η ψυχή του χωριού, «έσβησε». Στη θέση των φωνών, του γέλιου, της παρέας, υπάρχει η σιωπή. Τραπέζια καλυμμένα με σκόνη, καρέκλες πεταμένες, πόρτες σπασμένες, επιγραφές ξεθωριασμένες.
Δώδεκα χιλιάδες ευρώ τεκμαρτό εισόδημα για 12 καφέδες τη μέρα, το δώρο Μητσοτάκη στους ψηφοφόρους του. Το καφενείο ρήμαξε. Μόνο γέροι απέμειναν, σκυφτοί, κουρασμένοι. Κρατούν αναμνήσεις αντί για ελπίδες. Η μοναξιά δεν φτάνει. Για ένα μικρό σπίτι 70 τετραγωνικών, ο Σαμαράς τούς φόρτωσε με ΕΝΦΙΑ. Ο παππούς που ζει με ελιές και νερό θεωρείται πλούσιος, τον σταυρώνουν κάθε μέρα με χαρτιά, υπογραφές, διαταγές, οδηγίες, χρέη, λογαριασμούς.
Τα παλιά εργοστάσια, σκελετοί. Σκουριασμένα σίδερα, τζάμια θρυμματισμένα, στέγες που χάσκουν στον ουρανό. Εκεί όπου άλλοτε δούλευαν μηχανές και μύριζε γέλιο και ιδρώτα, σήμερα βασιλεύουν ο άνεμος και η σιωπή. Σε βιομηχανική περιοχή της Μεσσηνίας, ο ολιγάρχης θα φτιάξει εργοστάσιο βιομάζας, λένε, με τα λεφτά του Ταμείου «Ανάπτυξης», χωρίς πρώτη ύλη, αφού δεν υπάρχουν στάνες. Εβδομήντα γουρουνάδικα έκλεισαν μόνο στην περιοχή.
Στα χωράφια, η γη δεν δίνει στάρι, λάδι, κρασί, μόνο αγριόχορτα φυτρώνουν. Κανείς δεν σπέρνει, κανείς δεν θερίζει. Η μάνα γη στέρεψε από Έλληνες. Τώρα φέρνουν ξένους. Τα νέα λατιφούντια απαιτούν νέους και δυνατούς είλωτες. Η δυστοπία δεν είναι ατύχημα. Προμελετημένες πολιτικές επιλογές, διαλύουν και πουλάνε Ελλάδα για κέρδος και μίζα. Τεκμαρτό εισόδημα στο χωράφι. Στόχος δεν είναι να στηριχθεί η παραγωγή – στόχος είναι να σταματήσει. Να φύγουν οι νέοι, να αδειάσουν τα σπίτια, να εγκαταλειφθούν τα χωράφια, ώστε να πουληθεί η γη φθηνά στους ξένους, σε εταιρίες και funds. Γη ποτισμένη με αίμα, μόχθο και μνήμη χαρίζεται.
Ο ηγεμόνας είναι αντινατιβιστής, θέλει μόνο ξένους. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο τόπος γνωρίζει ερήμωση. Ο Στράβων απεικονίζει μια χώρα γεμάτη ερείπια, πόλεις σβησμένες, δόξες πεσμένες, χωρίς ανθρώπους. Σήμερα, η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία, με πρωταγωνιστές όχι Ρωμαίους, αλλά νεογραικύλους, μαφιόζους, ΟΠΕΚΕΠΕΔΕΣ, «γαλάζιες» και «πράσινες» ακρίδες.
Εκεί όπου κάποτε ερήμωνε το παλάτι του Νέστορα, τώρα ρημάζουν τα σπίτια μας. Όπου στέκονταν άνθρωποι, τώρα στέκουν ερείπια καφενεία βουβά, σχολεία κλειστά. Η Ελλάδα μοιάζει με νεκροταφείο ζωντανών. Ένα μοιρολόι που σβήνει σιγά σιγά, παίρνοντας μαζί του κι εμάς. Γιατί δεν χάνεται μόνο ο τόπος· χάνονται η ψυχή μας, η ταυτότητά μας, οι ρίζες μας. Κάθε ερειπωμένο σπίτι, κάθε θάνατος, κάθε παιδί που ξενιτεύεται, κάθε χωράφι που ξεραίνεται είναι κομμάτι της δικής μας απώλειας.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών