«Οι 500 εκπαιδευτικές εντολές – προτροπές προς το ChatGPT δεν έχουν στόχο να εκπαιδεύσουν τους εκπαιδευτικούς να αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη …»
Του Αντώνη Μαυρόπουλου *
Οι 500 εκπαιδευτικές εντολές – προτροπές προς το ChatGPT δεν έχουν στόχο να εκπαιδεύσουν τους εκπαιδευτικούς να αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη αλλά να εκπαιδεύσουν το ChatGPT να υποκαθιστά τους εκπαιδευτικούς. Όσον δε αφορά τη χρησιμότητα τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς, είναι οριακά καλύτερες από το περίφημο «σκόιλ ελικικού». Οι πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ για την συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της OpenAI (ChatGPT), με άμεσο στόχο την πιλοτική εφαρμογή του εργαλείου ChatGPT Edu σε 20 Λύκεια της χώρας, φέρνουν στο προσκήνιο μία σειρά θέματα που πρέπει να εξεταστούν σε βάθος.
Μελετώντας τόσο τα επίσημα κείμενα όσο και την πρακτική που ξεδιπλώνει η OpenAI στην εκπαίδευση, φαίνεται ότι έχουμε ένα προσεκτικά σχεδιασμένο τρίπτυχο που στοχεύει στη συστηματική διείσδυση σε όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος: την τεχνολογική υποδομή, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και τη δημιουργία εξαρτημένων μαθητών – καταναλωτών. Ορισμένα σημαντικά ζητήματα άνοιξε ο Δημήτρης Λένης σε πρόσφατο του άρθρο στο Κοσμοδρόμιο. Η δική μου οπτική γωνία είναι κάπως διαφορετική (αλλά μάλλον συμπληρωματική) και αφορά τη συνολική στρατηγική της OpenAI για την εκπαίδευση.
Στόχος οι μεγάλες τσέπες
Ας ξεκινήσουμε με την τεχνολογική υποδομή. Στα χνάρια της Microsoft, βασικού μετόχου της OpenAI, οι ιδιοκτήτες του ChatGPT προσπαθούν μεθοδικά και πολύ φορτικά να ενσωματώσουν τα εργαλεία τους σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η συμφωνία της OpenAI με την Instructure αποτελεί κεντρικό κομμάτι αυτής της στρατηγικής. H εκπαιδευτική πλατφόρμα Canvas της Instructure έχει 47% μερίδιο αγοράς στην ανώτερη εκπαίδευση των ΗΠΑ και χρησιμοποιείται από 11.342 εκπαιδευτικά ιδρύματα παγκοσμίως. Με την ενσωμάτωση του ChatGPT απευθείας στην πλατφόρμα, η OpenAI εξασφαλίζει ότι αρκετά εκατομμύρια φοιτητές και εκπαιδευτικοί θα χρησιμοποιούν τα εργαλεία της ως μέρος της καθημερινής τους εκπαιδευτικής ρουτίνας.
Όπως εξηγεί ο Leon Furze σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχετικό άρθρο, για την OpenAI, υπάρχει ένα περαιτέρω στρατηγικό πλεονέκτημα σε αυτή τη συνεργασία. Οι μαθητές και οι φοιτητές είναι προνομιακό κοινό για τις εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης καθώς αποτελούν πολύ μεγάλο ποσοστό των χρηστών (σχεδόν 50%) και ταυτόχρονα χρησιμοποιούν καθημερινά τα σχετικά εργαλεία. Αυτοί όμως οι χρήστες δύσκολα πληρώνουν, και συχνά περιορίζονται στις ελεύθερες εκδόσεις των σχετικών εργαλείων, γεγονός που συνιστά σημαντικό πρόβλημα για όλες τις εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης που αιμορραγούν οικονομικά. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η OpenAI επιλέγει να ενσωματωθεί πλήρως, με κάθε τρόπο, στην εκπαιδευτική διαδικασία στοχεύοντας στη στρατηγική συνεργασία και την τσέπη των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των κυβερνήσεων και των μεγάλων δωρητών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Έτσι, με αντίστοιχες συμφωνίες ενσωμάτωσης του ChatGPT στην εκπαιδευτική διαδικασία, το Columbia πληρώνει 300 δολάρια ανά χρήστη, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τορόντο πληρώνει 250 δολάρια ανά χρήστη, σε ετήσια βάση.
Το κρίσιμο θέμα είναι ότι αυτή η ενσωμάτωση θέτει τα θεμέλια για να δημιουργηθεί αυτό συχνά αποκαλείται «τεχνολογική αιχμαλωσία»: οι χρήστες εξαρτώνται από ένα ενιαίο οικοσύστημα εργαλείων που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εγκαταλείψουν. Να θυμίσουμε ότι ακριβώς ίδια στρατηγική ακολουθεί και η Microsoft που πρωτοστατεί στην μονοπώληση των υποδομών πληροφορικής προς δημόσιους φορείς παρέχοντας υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους σε δεκάδες κυβερνήσεις, με τα γνωστά αποτελέσματα της παγκόσμιας κατάρρευσης της 18ης Ιουλίου του 2024. Το πάγωμα σχεδόν 8,5 εκατομμυρίων υπολογιστών αναστάτωσε τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, σταμάτησε εκατοντάδες χιλιάδες τραπεζικές συναλλαγές, ματαίωσε πάνω από τρεις χιλιάδες πτήσεις και εκατοντάδες σιδηροδρομικά ταξίδια, διέκοψε προγράμματα τηλεόρασης και κρίσιμες διαδικασίες σε νοσοκομεία, ασφαλιστικές εταιρείες και αστυνομικά τμήματα. Καμία κυβέρνηση όμως δε ζήτησε αποζημιώσεις από τη Microsoft, ούτε καν σκέφτηκε να μειώσει την εξάρτηση της από αυτήν!
Η καθολική εξάρτηση ως business
Παράλληλα με την προσπάθεια πλήρους ενσωμάτωσης των εργαλείων της στην εκπαιδευτική διαδικασία, η OpenAI, μαζί με τη Microsoft και την Anthropic, έχει επενδύσει 23 εκατομμύρια δολάρια για τη δημιουργία της «Εθνικής Ακαδημίας για Διδασκαλία Τεχνητής Νοημοσύνης» στις ΗΠΑ. Ο στόχος είναι, σε συνεργασία με την Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών (American Federation of Teachers), η εκπαίδευση 400.000 εκπαιδευτικών, με έμφαση σε δασκάλους δημοτικών σχολείων. Πρόκειται για σχεδόν το 10% των εκπαιδευτικών (πλην πανεπιστημίων και κολλεγίων) στις ΗΠΑ. Αυτή η συνεργασία με την ομοσπονδία νομιμοποιεί εκπαιδευτικά και περιθωριοποιεί κάθε αντίθετη φωνή σχετικά με την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στην εκπαίδευση. Οι εκπαιδευμένοι δάσκαλοι γίνονται de facto πωλητές – πρεσβευτές των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης στα σχολεία τους. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, στα πλαίσια της δικής τους εκπαίδευσης, αναλαμβάνουν τη δωρεάν εκπαίδευση των μοντέλων της τεχνητής νοημοσύνης και δημιουργούν δεδομένα παραγωγικότητας που αύριο θα τα βρουν μπροστά τους!
Φυσικά τίποτα από τα προηγούμενα δεν θα είχε νόημα αν οι φοιτητές, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί δεν είναι άμεσα και οργανικά εξαρτημένοι από το ChatGPT για τη διαχείριση της καθημερινότητας τους. Και η OpenAI ακολουθεί μια κλασική στρατηγική freemium που στοχεύει στη δημιουργία μακροχρόνιας εξάρτησης. Η εταιρεία προσφέρει δωρεάν το ChatGPT Plus σε φοιτητές κολεγίων κατά την περίοδο των τελικών εξετάσεων, κάνει σημαντικές εκπτώσεις σε εκπαιδευτικά ιδρύματα για να ενθαρρύνει την υιοθέτηση των εργαλείων της και προωθεί μεθοδικά πιλοτικά προγράμματα, όπως αυτό στην Ελλάδα, που δημιουργούν εξοικείωση με την τεχνολογία πριν από την πλήρη ενσωμάτωση. Επιπλέον, τα πιλοτικά προγράμματα λειτουργούν ως κράχτης που χρησιμοποιείται για να πιέσει άλλες χώρες να υιοθετήσουν παρόμοιες πρωτοβουλίες. Αυτό δημιουργεί ένα φαινόμενο FOMO (Fear of Missing Out) μεταξύ των κυβερνήσεων που φοβούνται ότι θα μείνουν πίσω στην «επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης».
Η στρατηγική αυτή, που λίγο – πολύ ακολουθείται από όλες τις μεγάλες πολυεθνικές της τεχνητής νοημοσύνης, αποδεικνύεται αποτελεσματική. Ήδη, περίπου το 45% των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στη λεγόμενη Δύση, χρησιμοποιεί προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης για σχολικές εργασίες, με την χρήση να αυξάνεται ραγδαία τα τελευταία δύο χρόνια. Αντίστοιχα, το 53% των νέων εκπαιδευτικών εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στοχεύει σε παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών. Σε Ευρώπη και ΗΠΑ, πάνω από 65% των φοιτητών χρησιμοποιεί καθημερινά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, ενώ σχεδόν 90% τα χρησιμοποιεί μία φορά το μήνα τουλάχιστον. Τέλος, όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς, τα στοιχεία από τις ΗΠΑ δείχνουν ότι ένα ποσοστό της τάξης του 50% χρησιμοποιεί ChatGPT και άλλα αντίστοιχα εργαλεία τουλάχιστον μία φορά κάθε εβδομάδα. Και όπως είναι φανερό, αυτό το ποσοστό θα αυξάνεται σταδιακά καθώς η τεχνητή νοημοσύνη επιβάλλεται και ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην εκπαιδευτική πρακτική.
Αν συνοψίσουμε τα παραπάνω σε μία παράγραφο, φαίνεται ότι η στρατηγική για την επιβολή της τεχνητής νοημοσύνης στην εκπαίδευση στοχεύει στη δημιουργία μίας ολοκληρωμένης αλυσίδας εξάρτησης. Φοιτητές και μαθητές θα εξαρτώνται από εργαλεία τύπου ChatGPT για τις εργασίες τους, εκπαιδευτικοί θα βασίζονται όλο και περισσότερο σε αντίστοιχες εφαρμογές, οι πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης θα αποτελούν κεντρικό στοιχείο της λειτουργικότητας των σχολείων και του εκπαιδευτικού συστήματος και, τελικά, οι κυβερνήσεις θα εξαρτώνται από τις πλατφόρμες για την ίδια την εκπαιδευτική πολιτική τους.
Ο δράκος της πραγματικότητας
Όλα αυτά θα ήταν ένα ωραίο ανακουφιστικό παραμύθι αν δεν υπήρχε ο δράκος της πραγματικότητας. Για αρχή ας σημειώσουμε ότι η στρατηγική της OpenAI στην εκπαίδευση κινείται περισσότερο από την ανάγκη να βρεθούν σταθερά έσοδα (από ιδρύματα και κυβερνήσεις) παρά από οποιονδήποτε εκπαιδευτικό σκοπό. Όσον αφορά το ίδιο το περιεχόμενο των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, τα πράγματα είναι μάλλον τραγικά. Ο Benjamin Riley, ιδρυτής του Deans for Impact, έχει μελετήσει σε βάθος πολλές εκπαιδευτικές εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και έχει καταλήξει σε τρία συμπεράσματα. Η ανάλυσή του δείχνει ότι α. οι εφαρμογές μεγάλων γλωσσικών μοντέλων αποτυγχάνουν σε βασικά μαθηματικά και μπορούν να οδηγήσουν μαθητές και φοιτητές σε πλήρη παρανόηση των θεμάτων και σε λανθασμένους υπολογισμούς β. η περίφημη «εξατομικευμένη μάθηση» είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με την εκπαιδευτική επιστήμη που αναδεικνύει τη μάθηση ως βίωμα και κοινωνική σχέση, και γ. ότι οι πολυεθνικές της τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούν φοιτητές, μαθητές και εκπαιδευτικούς ως πειραματόζωα για την εκπαίδευση των μοντέλων τους και τη δημιουργία νέων εμπορικών προϊόντων.
Επιπλέον, σύμφωνα με μία μελέτη ανάλυσης των επιδόσεων και της χρησιμότητας εκπαιδευτικών εργαλείων υψηλής τεχνολογίας (μεγάλο μέρος των οποίων είναι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης) οι εκπαιδευτικοί εκτιμούν ότι το 85% αυτών των εργαλείων είναι φτωχά ή πολύ κακοσχεδιασμένα, θυμίζοντας σε όλους μας το ελληνικότατο φιάσκο της τηλεκατάρτισης που έμεινε στην ιστορία ως «σκόιλ ελικικού». Να το θέσουμε αλλιώς: δεν υπάρχει καμία απόδειξη βασισμένη σε έγκυρες έρευνες για τα οφέλη που θα επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη στην εκπαιδευτική διαδικασία, η μαζική υιοθέτηση των σχετικών εργαλείων βασίζεται στις υποσχέσεις και τις δημόσιες σχέσεις των ψηφιακών μονοπωλίων και όχι σε αποδείξεις.
Υπάρχει ένα προφανές ερώτημα που δεν συζητιέται καν από τους ζηλωτές της τεχνητής νοημοσύνης. Χρειαζόμαστε εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στα σχολεία; Και ποια είναι η προτεραιότητα της σε σχέση με τις ανάγκες σε υποδομές, προσωπικό κλπ; Και αν τη χρειαζόμαστε για ποιο λόγο, σε ποια πεδία και με τι συνέργειες με το συνολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα; Οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα έλεγε ότι αυτή είναι μία συζήτηση που πρέπει να γίνει, πριν και πάνω από όλα, με τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, αλλά και με τα παιδιά και τους γονείς, για να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα οριοθετεί και θα κάνει χρήσιμη την όποια παρέμβαση. Ωστόσο αντί για ένα τέτοιο δημοκρατικό διάλογο, επιλέγεται η παράκαμψη της όποιας σοβαρής συζήτησης και η de facto επιβολή του ChatGPT στα Λύκεια, μέσω πιλοτικών προγραμμάτων. Στην περίπτωση μας, η διαδικασία υποδεικνύει την ουσία: η στρατηγική της OpenAI στοχεύει στο να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς από ειδικούς στη μάθηση σε διαχειριστές τεχνολογικών εργαλείων, αναλώσιμους και ακόμα πιο κακοπληρωμένους. Τα ψηφιακά μονοπώλια αντιμετωπίζουν τη διαδικασία μάθησης και ανάπτυξης των μαθητών σαν ένα ντους: βάζουμε τους μαθητές κάτω από έναν σωλήνα που θα τους λούζει με γνώσεις, γρήγορα και εντατικά, κάπως σαν το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» που έλεγε και η παλιά διαφήμιση της τηλεόρασης.
Η επιδιωκόμενη υποβάθμιση του ρόλου και του ειδικού βάρους των εκπαιδευτικών πάει πακέτο με την δραματική αναβάθμιση του ρόλου των πολυεθνικών της τεχνητής νοημοσύνης. Όλα δείχνουν ότι οι προσπάθειες επιβολής της τεχνητής νοημοσύνης στην εκπαίδευση στοχεύουν στο να δημιουργηθεί μία εκπαιδευτική διαδικασία πιο ανεξάρτητη από τους εκπαιδευτικούς και βαθιά εξαρτημένη από τις OpenAI, Google, Microsoft κ.ο.κ. Ωστόσο για να γίνει πράξη κάτι τέτοιο, απαιτείται οι σημερινοί εκπαιδευτικοί να χαλάσουν χρόνο και φαιά ουσία για να εκπαιδεύσουν τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα σε εκατοντάδες δουλειές ρουτίνας. Στο διαδίκτυο μπορείτε εύκολα να βρείτε 500 εντολές – προτροπές, στα ελληνικά, για να υλοποιήσει το ChatGPT συγκεκριμένες δουλειές εκπαιδευτικών όπως το να προετοιμάσει ερωτήσεις, διαγωνίσματα κλπ. Με μία προσεκτική ανάγνωση, είμαι βέβαιος ότι θα βγάλετε το ίδιο συμπέρασμα που έβγαλα και εγώ συζητώντας με φίλους εκπαιδευτικούς: οι προτροπές αυτές δεν έχουν στόχο να εκπαιδεύσουν τους εκπαιδευτικούς να αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη αλλά να εκπαιδεύσουν το ChatGPT να υποκαθιστά τους εκπαιδευτικούς. Όσον δε αφορά τη χρησιμότητα τους για εκπαιδευτικούς σκοπούς, νομίζω ότι είναι κάπως καλύτερες από το «σκόιλ ελικικού», αλλά μάλλον αστείες για έναν απόφοιτο παιδαγωγικής σχολής»
Τελικά, θεωρώ ότι αυτό που βλέπουμε να γίνεται μπροστά στα μάτια μας είναι η προσπάθεια μεταμόρφωσης της εκπαίδευσης σε κάτι αντίστοιχο των εξορύξεων υδρογονανθράκων. Πέντε- έξι μεγάλες εταιρείες επιδιώκουν να μονοπωλήσουν, (τουλάχιστον στην κλίμακα της λεγόμενης Δύσης) μέσω των εκπαιδευτικών εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, τη χάραξη, την υλοποίηση και τη λειτουργία των εκπαιδευτικών δομών, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μονοπωλούν το ενεργειακό τοπίο οι πολυεθνικές του πετρελαίου. Η εκπαιδευτική διαδικασία επιδιώκεται να μεταμορφωθεί σε έναν τομέα διαχείρισης «πόρων» ανάλογο με τη βιομηχανία των υδρογονανθράκων.
Η λογική, πίσω από αυτό το εγχείρημα, είναι η μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο κοινωνικό αγαθό σε ιδιωτικοποιημένη, ψηφιακή πρώτη ύλη, όπου η παραγωγή «εκπαιδευμένων» μαθητών και φοιτητών, όπως και η ίδια η γνώση, αντιμετωπίζεται πλέον ως εξορύξιμος «πόρος» προς αξιοποίηση, εμπορία και επένδυση. Τα εκπαιδευτικά δεδομένα των μαθητών και των εκπαιδευτικών μετατρέπονται σε ακατέργαστο υλικό για την εκπαίδευση των γλωσσικών μοντέλων, ενώ ο μονοπωλιακός έλεγχος των τεχνολογικών πλατφορμών δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες αυτές να επιβάλουν πρότυπα, τεχνικούς περιορισμούς και αξιακά πλαίσια στην εκπαιδευτική πράξη. Αυτή η διαδικασία απειλεί όχι μόνον την αυτονομία των εκπαιδευτικών θεσμών, αλλά και τη δυνατότητα των κοινωνιών να ορίζουν δημοκρατικά το περιεχόμενο, τον τρόπο και τον στόχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ναι, είναι αλήθεια, η σημερινή εκπαίδευση έχει τρομακτικά προβλήματα τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στους όρους με τους οποίους παρέχεται, προβλήματα που δεν πρέπει να κρύβουμε. Η μετατροπή της σε πειραματόζωο των ψηφιακών μονοπωλίων και σε εξορυκτική βιομηχανία δεν θα λύσει κανένα από αυτά. Θα βάλει όμως οριστική ταφόπλακα σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις κοινωνικές ανάγκες.
* Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας. Το πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.