Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Η Διδώ Σωτηρίου, η προσφυγιά, η Αντίσταση, ο εμφύλιος και η λογοτεχνία

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το λογοτεχνικό διαμάντι που ακούει στο όνομα «Ματωμένα Χώματα» και δεν είμαι σίγουρος πως έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα να κάτσει κάποιος και να γράψει ένα βιογραφικό σημείωμα για τη Διδώ Σωτηρίου όταν η ίδια έχει περιγράψει τη ζωή της με τέτοιο τρόπο και τόσο «σκοτεινά» χρώματα.

Η Διδώ Σωτηρίου είναι η επιτομή αυτού που λέμε «γράφω για ότι ζω». Και το έκανε με έναν τρόπο μοναδικά υπέροχο. Διαβάζοντας τα βιβλία της γνωρίζει την Ιστορία… αλλιώς. Όπως δε θα τη διδαχθείς ποτέ.

Ο ρεαλισμός στο γράψιμό της αποκαλύπτεται με τρόπο εντυπωσιακό όσο πιο πολύ βλέπεις πόσο συναισθηματικά δεμένη ήταν με τους ήρωές της. Ήταν κομμάτια του εαυτού της με τα οποία μας σύστηνε μέσα από κάθε σελίδα, κάθε κεφάλαιο, κάθε περιπέτεια, κάθε δάκρυ.

«Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη».

Η πολυτάραχη ζωή της Διδώς Σωτηρίου

Στις 18 Φεβρουαρίου 1909 στον Κιρκιντζέ, στο κοσμοπολίτικο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε η Διδώ Παππά. Κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Γόνος εύπορης οικογένειας, στα πρώτα χρόνια της ζωής της η μικρή Διδώ είχε όλα όσα ήθελε.

Απ’ όλα τα αδέρφια της, είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία στη μικρότερη Έλλη (τη μετέπειτα δημοσιογράφο και σύντροφο του αγωνιστή της Αριστεράς, Νίκου Μπελογιάννη).

Όταν η Διδώ ήταν 10 ετών η οικογένεια της μετακόμισε στη Σμύρνη. Προσπάθησαν εκεί να στήσουν μία καλή ζωή αλλά τους πρόλαβε η Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο πατέρας της είχε πληροφορηθεί έγκαιρα την πτώση του μετώπου και την άτακτη υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού και έτσι – με τη βοήθεια φίλων και συγγενών – έβαλε την οικογένεια του σε ένα καράβι και έφυγαν από τη Σμύρνη λίγο πριν οι νεότουρκοι του Κεμάλ την παραδώσουν τις φλόγες.

Όταν η οικογένεια έφτασε στον Πειραιά, έζησε τον πόνο και τον ξεριζωμό. Το κοριτσάκι που είχε τα πάντα, τώρα δεν είχε τίποτα. Πείνα, αρρώστιες, φτώχεια, τρομακτικές δυσκολίες και τους ντόπιους να θέλουν να τους διώξουν και να τους αποκαλούν «τουρκόσπορους».

Ο πατέρας της ήταν ένας σκληρός αλλά ταυτόχρονα πανέξυπνος άνθρωπος και έτσι η οικογένεια κατάφερε και έφτιαξε ξανά τη ζωή της.

Μετακόμισαν στην Αθήνα. Η Διδώ τελείωσε το σχολείο, σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο και έφυγε για το Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόνη.

Εκεί ήρθε σε επαφή με τη διανόηση της εποχής. Το 1933 παντρεύτηκε τον Πλατωνά Σωτηρίου και άλλαξε το ονοματεπώνυμό της σε Διδώ Σωτηρίου, με το οποίο και θα γινόταν αργότερα γνωστή.

Τυπικά η καριέρα της στα Γράμματα ξεκινά με την ενασχόλησή της με τη δημοσιογραφία. Μία από τις σημαντικότερες δημοσιογραφικές δουλειές της ήταν στο περιοδικό το περιοδικό «Γυναίκα» που εξέδιδε ο Σπυρίδων Νικολόπουλος, μετέπειτα εκδότης της καθημερινής εφημερίδας «Έθνος».

Στη διάρκεια της κατοχής εργάστηκε στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο και διετέλεσε ακόμα και αρχισυντάκτρια του «Ριζοσπάστη».

Η Διδώ Σωτηρίου διαγράφηκε από το ΚΚΕ εν μέσω του εμφυλίου πολέμου όταν κατηγορήθηκε από το κόμμα ότι «δείλιασε λόγω της αστικής της καταγωγής» να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη και επειδή έγραψε ένα «αμφιλεγόμενο» (για την ηγεσία του ΚΚΕ) δημοσιογραφικού κείμενου για το πώς η Ελλάδα πέρασε από τη Βρετανική ζώνη επιρροής στην Αμερικάνικη.

Στην πραγματικότητα διαγράφηκε από το ΚΚΕ γιατί είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τις τότε θέσεις του κόμματος για το «Μακεδονικό ζήτημα».

Εκείνη την περίοδο η Διδώ Σωτηρίου μετατοπίστηκε προς την ΕΔΑ και συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή» όπου έγραφε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα».

Μέσα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο η Διδώ Σωτηρίου γνώρισε πολλές προσωπικότητες που τη σημάδεψαν και την καθόρισαν σαν άνθρωπο. Δύο από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης και η ηρωική Ηλέκτρα Αποστόλου.

Αμφότεροι επηρέασαν σημαντικά το συγγραφικό της έργο, το οποίο ξεκίνησε το 1959 με το βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν» (το οποίο αναφέρεται στην καταστροφή του Αϊδινίου και τα όσα η ίδια βίωσε), συνεχίστηκε το 1961 με το βιβλίο «Ηλέκτρα» και κορυφώθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά με το λογοτεχνικό διαμάντι «Ματωμένα Χώματα».

Κορυφαία της στιγμή θεωρείται επίσης και το βιβλίο «Η Εντολή» που κυκλοφόρησε το 1976 και έχει ως βασικό θέμα την υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη συγκατηγορούμενη του οποίου ήταν η αδερφή της που εκείνη την εποχή ήταν έγκυος το παιδί τους (και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα).

Από τον γάμο της με τον καθηγητή μαθηματικών Πλάτωνα Σωτηρίου δεν απέκτησε κάποιο παιδί γι’ αυτό μεγάλωσε σαν δικό της, τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη (γιό τον αγωνιστή της Αριστεράς και της αδερφής της).

Συγκλονιστικό απόσπασμα από τα «Ματωμένα Χώματα»

«Δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψε πληροφορίες από ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου», έλεγε η Διδώ Σωτηρίου.

Το αριστούργημα «Ματωμένα Χώματα» έχει πουλήσει παγκοσμίως (ακόμα και στην Τουρκία όπου μεταφράστηκε) πάνω από 400.000 αντίτυπα και ακόμα και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα σε όποιον το διαβάζει.

«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.

  • Σφαγή! Σφαγή!
  • Παναγιά, βοήθα!
  • Προφτάστε!
  • Σώστε μας!

Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.

  • Τούρκοι!
  • Τσέτες!
  • Μας σφάζουνε!
  • Έλεος!

Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!

  • Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).

Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε.

Απ’ τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.

Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.

Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!

Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κ’ ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:

– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι».

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο