Υπό φυσιολογικές συνθήκες η είδηση της εξαγοράς ενός τραπεζικού ιδρύματος του εξωτερικού από μια ελληνική τράπεζα θα απασχολούσε αποκλειστικά τις σομόν σελίδες των οικονομικών εφημερίδων.
Ωστόσο, τα τελευταία εικοσιτετράωρα λαμβάνει χώρα ένα σκληρό παρασκήνιο πίσω από την συγκεκριμένη εξαγορά, καθώς -σύμφωνα με έμπειρες πηγές εντός της αγοράς- αποκαλύπτεται μια καλά σχεδιαζόμενη προσπάθεια από διάφορους παράγοντες να μπλοκαριστεί το συγκεκριμένο deal.
Το ιστορικό
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν από μερικές ημέρες είδε το φως της δημοσιότητας η είδηση για εξαγορά της HSBC Μάλτας από την CrediaBank, πρώην τράπεζα Αττικής. Σε αυτό το πλαίσιο έμπειροι αναλυτές είχαν προεξοφλήσει πως με τη δρομολογούμενη απόκτηση της HSBC Mάλτας, ο 5ος τραπεζικός πυλώνας, η CrediaBank, θα γίνει μια διεθνής τράπεζα, άλλων οικονομικών μεγεθών και άλλης αξίας. Πρόκειται για την πρώτη διεθνή κίνηση της Credia Bank, η οποία ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας, μόλις έναν χρόνο μετά την εξυγίανση από την Thrivest Ηolding των Αλέξανδρου Εξάρχου, Δημήτρη Μπάκου και Γιάννη Καϋμενάκη, που είναι και ο κύριος μέτοχος και από το ΤΧΣ.
Η συγκεκριμένη είδηση προκάλεσε, όπως ήταν εύλογο, έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον στις οικονομικές ιστοσελίδες αλλά και στους ενημερωτικούς ιστότοπους εν γένει. Ανάμεσα σε αυτές και το insidestory, ένας ενημερωτικός ιστότοπος που όπως υποστηρίζουν οι συντελεστές του ασχολείται με την ερευνητική δημοσιογραφία. Μέχρι εδώ όλα καλά, καθώς η δημοσιογραφική ενασχόληση με ένα τόσο σημαντικό θέμα είναι και θεμιτή και επιβεβλημένη. Ωστόσο, τις τελευταίες ώρες έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που διεξάγεται η δημοσιογραφική έρευνα, η οποία τελικά δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των ερευνητών.
Σε αυτό το συμπέρασμα θα μπορούσε να οδηγηθεί κανείς διαβάζοντας απλά τις ερωτήσεις που κατέθεσε στην Τράπεζα της Ελλάδος η δημοσιογραφική ομάδα του συγκεκριμένου ιστότοπου, αποτελούμενη από τους Ελίζα Τριανταφύλλου και Θανάση Κουκάκη, που πιθανά περισσότερο ενισχύουν το επιχείρημα περί σκληρού παρασκηνίου που επιδιώκει να δημιουργήσει προβλήματα στο deal της εξαγοράς παρά σε εύλογο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Και κάπου εδώ ξεκινούν τα παράδοξα.
Ειδικότερα, ο Θανάσης Κουκάκης στο πλαίσιο της έρευνάς του, αποφάσισε να ενημερώσει τις αρχές της Μάλτας αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος ότι η Ελένη Βρεττού, διευθύνουσα σύμβουλος της Crediabank είναι σύζυγος του Αλέξανδρου Εξάρχου ( ένας εκ των βασικών μετόχων της Credia ) αποκαλύπτοντας, όπως υποστηρίζει, την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων!
Βέβαια, είναι παράξενο πως ένας έμπειρος οικονομικός συντάκτης όπως ο Θανάσης Κουκάκης επιμένει σε ένα γεγονός το οποίο είναι γνωστό στο πανελλήνιο εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια. Μάλιστα, η έγγαμη σχέση των δύο στελεχών έχει γνωστοποιηθεί επισήμως τόσο στην Τράπεζα της Ελλάδος όσο και στην ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και έχουν ληφθεί τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μέτρα ώστε να αποφεύγεται η πιθανότητα επηρεασμού των αποφάσεων του ΔΣ από το γεγονός αυτό.
Παρά ταύτα, τα παράδοξα δεν σταματούν εδώ. Εντύπωση προκαλεί ακόμη η αναφορά των δημοσιογράφων στο γεγονός πως ο Αλέξανδρος Εξάρχου περιλαμβάνεται στην ανάκριση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη γνωστή υπόθεση της σύμβασης 717. Μάλιστα, ο Θανάσης Κουκάκης ερωτά μεταξύ άλλων και τις αρχές της Μάλτας αν η εμπλοκή του Αλέξανδρου Εξάρχου στην ανάκριση της 717 πλήττει τη φήμη της τράπεζας.
Ξεχνάει βέβαια, όπως λένε πηγές εντός της τραπεζικής αγοράς στο iefimerida, ότι ο γνωστός επιχειρηματίας δεν έχει καταδικαστεί, καθώς η υπόθεση βρίσκεται στην φάση της ανάκρισης και ότι η εμπλοκή Εξάρχου στο θέμα είναι απότοκος της θέσης που κατέχει ως Διευθύνων σύμβουλος του κατασκευαστικού ομίλου του Άκτωρα. Μάλιστα οι ίδιες πηγές διερωτώνται με νόημα πως είναι δυνατόν ένας έμπειρος συντάκτης όπως ο Θανάσης Κουκάκης να αγνοεί ή να αποκρύπτει πως κατά την περίοδο που ο κ. Εξάρχου κατέχει τη συγκεκριμένη θέση η ΑΚΤΩΡ δεν εισέπραξε κανένα χρηματικό ποσό ούτε φυσικά αποζημίωση για το έργο της 717.
Η υπόθεση που ερευνά η ευρωπαϊκή εισαγγελία για τη σύμβαση 717 αφορά το χρονικό διάστημα από το 2007 μέχρι το 2023 και η εμπλοκή του κ. Εξάρχου σε αυτή αφορά μόνο το διάστημα από το 2019 μέχρι το Ιανουάριο του 2021. Συνεπώς, προκύπτει εύλογα το ερώτημα γιατί ο έμπειρος δημοσιογράφος επέλεξε με την συγκεκριμένη ερώτηση να δημιουργήσει εντυπώσεις παρά να συμβάλει στην αναζήτηση της αλήθειας.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ίδιες πηγές δεν διστάζουν να τονίσουν, σχολιάζοντας το σύνολο της υπόθεσης, πως οι συγκεκριμένες ερωτήσεις εξυπηρετούν άλλου είδους σκοπιμότητες, παίρνοντας εντελώς αθέμιτα ενεργό μέρος στον ευρύτερο επιχειρηματικό ανταγωνισμό στον τραπεζικό χώρο. Όπως επισημαίνουν η ζέση, η εμμονή και επίκληση άσχετων με τα τραπεζικά κριτήρια υποθέσεων αποκαλύπτει πως η δημοσιογραφική έρευνα εργαλειοποιείται ως μοχλός πίεσης προς τις ρυθμιστικές αρχές, προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί, διερωτώνται, το ύφος και το περιεχόμενο των ερωτήσεων που αποσκοπούν κυρίως στη δημιουργία ενός κλίματος καχυποψίας, μέρος ενός σκληρού παρασκηνίου.<p>Πηγή: <a target=”_blank” href=”https://www.iefimerida.gr”>iefimerida.gr</a> – <a target=”_blank” href=”https://www.iefimerida.gr/oikonomia/i-ypopti-epithesi-stin-exagora-tis-hsbc-maltas-apo-tin-crediabank”>Η ύποπτη επίθεση στην εξαγορά της HSBC Μάλτας από την CrediaBank -Το παρασκήνιο και το «χτύπημα» – iefimerida.gr</a></p>