Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *
Σε αρκετά έθνη λειτουργεί η εσωτερικευμένη πεποίθηση ότι «υστερούμε» έναντι πιο «προηγμένων» λαών. Δεν είναι απλή ρητορική· είναι ψυχοκοινωνικό βίωμα που διαμορφώνει πολιτικές επιλογές, ηγεσίες και διεθνή προσανατολισμό. Πρόκειται μάλλον για ένα συλλογικό σύμπλεγμα μειονεξίας ή κατωτερότητας.
Η Ουκρανία αλλά και η Ελλάδα είναι παραδειγματικές περιπτώσεις της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με τραύματα ταπείνωσης και με επίμονη λαχτάρα αναγνώρισης από τη Δύση. Όταν όμως αυτή λαχτάρα υποκαθιστά την εσωτερική ισχύ,τότε μπορεί εύκολα να γίνει στρατηγική παγίδα.
Ο Alfred Adler όρισε το σύμπλεγμα κατωτερότητας ως βίωμα ανεπάρκειας που οδηγεί είτε σε παράλυση είτε σε υπεραναπλήρωση. Η κοινωνική/πολιτική ψυχολογία, αλλά και μια σειρά σπουδαίων διανοητών, δείχνουν πώς αυτό μεταγράφεται σε κλίμακα έθνους. Ο Fanon περιγράφει την εσωτερίκευση του «ανώτερου βλέμματος» του αποικιοκράτη και τη διχοτόμηση μιμητισμού/εξέγερσης. Ο Said δείχνει πώς ο «Οριενταλισμός» παράγει εσωτερικευμένα στερεότυπα κατωτερότητας. Ο Festinger (κοινωνική σύγκριση) εξηγεί αυτή τη διαρκή ανοδική σύγκριση (upward comparison), ενώ ο Tajfel (κοινωνική ταυτότητα) δείχνει πως το κύρος της ομάδας καθορίζει την αυτοεκτίμηση των μελών της. Ο Jung, ακόμη, μιλά για συλλογικά συμπλέγματα που ριζώνουν στο ιστορικό ασυνείδητο.
Ο ψυχικός αυτός μηχανισμός της μειονεξίας μπορεί να πυροδοτεί δύο δρόμους αντίδρασης. (α) Μιμητισμός/υποταγή: επένδυση στο «φαίνεσθαι» και στα σύμβολα ισοτιμίας (θεσμικά σχήματα, στυλ, brands). (β) Υπεραναπλήρωση/αντιστροφή: ρητορική αυτάρκειας /ανωτερότητας που όμως σπανίως λύνει την εξάρτηση. Και στις δύο διαδρομές η ρίζα είναι η ίδια: η ανασφάλεια ότι «δεν είμαστε εφάμιλλοι των καλυτέρων ευρωπαϊκών» όπως έλεγε εκείνη η παλιά διαφήμιση ή ότι μάλλον δεν είμαστε «κανονικοί».
Η ΕΕ/ΗΠΑ, η συλλογική Δύση, γνωρίζουν πολύ καλά αυτό τον μηχανισμό γιατί είναι εκείνοι που τον εγκατέστησαν και βέβαια λειτουργούν ως εξωτερικός επικυρωτής παρέχοντας μονοπωλιακά το απαραίτητο «πιστοποιητικό κανονικότητας». Η αποδοχή ανυψώνει, ο παραγκωνισμός ταπεινώνει. Έτσι συγκροτείται η εξάρτηση όχι μόνο μέσω οικονομικών, πολιτικών ή γεωπολιτικών όρων, αλλά και μέσω της αναγνώρισης. Και ως εκ τούτοι και οι εγχώριες ελίτ ανταγωνίζονται ποιος θα φανεί «πιο Ευρωπαίος», συχνά υποκαθιστώντας την ουσία από την εικόνα.
Ουκρανία: από το κενό ταυτότητας στην έκρηξη.
Μετά το 1991, η Ουκρανία κινήθηκε ανάμεσα σε Ρωσία και Δύση χωρίς ισχυρούς θεσμούς ή εδραιωμένη ενιαία ταυτότητα. Το αίσθημα ότι «μένουμε πίσω» έναντι της Πολωνίας ή της Τσεχίας εντάθηκε από τη διαφθορά, τις ολιγαρχίες και την οικονομική αστάθεια. Η Πορτοκαλί Επανάσταση (2004) υπήρξε μια πρώτη κραυγή αναγνώρισης («Η Ουκρανία είναι Ευρώπη»), αλλά οι δομικές αδυναμίες παρέμειναν. Στη σύγκριση θεσμών και κοινωνίας η Δυτική Ευρώπη παρουσιαζόταν ως χώρος διαφάνειας, κράτους δικαίου, κοινωνικού κράτους, ενώ η Ουκρανία βυθίστηκε στη διαφθορά, τη μαφία, την ολιγαρχία. Αυτό δημιούργησε την αίσθηση ότι «εμείς είμαστε πιο πίσω, λιγότερο πολιτισμένοι». Ο δημόσιος λόγος της εποχής είναι γεμάτος με αναφορές στην ανάγκη για “європейські стандарти” («ευρωπαϊκά πρότυπα»), που συνδέονταν με την επιθυμία να ξεφύγουν από το «μετασοβιετικό βούρκο». Ήταν επίσης και η ρητορική των ελίτ. Από τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας, πολλοί πολιτικοί μιλούσαν για την Ουκρανία ως «μέρος της Ευρώπης», αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζαν ότι «υστερούμε» σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η συνεχής χρήση της φράσης «επιστροφή στην Ευρώπη» αποκάλυπτε την ψυχολογία μειονεξίας: ότι «δεν είμαστε ακόμα εκεί, αλλά ποθούμε να μας δεχτούν». Το Ευρω-μαϊντάν (2013–14) εκτόξευσε την επιθυμία προσέγγισης της ΕΕ σε υπαρξιακό αφήγημα εθνικής αξιοπρέπειας.
Η Δύση και η αξιοποίηση/εργαλειοποίηση αυτών των αισθημάτων
Και βέβαια, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ προέβαλαν την Ουκρανία ως «φυσικό μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας», χρησιμοποιώντας το όραμα μιας Δύσης που θα έβγαζε τη χώρα από τη μιζέρια, τη διαφθορά και την ανασφάλεια. Επρόκειτο για την προσφορά μιας «ευρωπαϊκής ταυτότητας», σαν αντιστάθμισμα στα «ελλείμματα» της ουκρανικής ταυτότητας. Και μάλιστα, όσο πιο έντονα η Ουκρανία επιθυμούσε να ξεφύγει από το στίγμα της «μετασοβιετικής επαρχίας», τόσο περισσότερο η Δύση μπορούσε να προωθήσει το αφήγημα ότι η Ρωσία είναι εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό και στη δημοκρατία της χώρας. Υπονοούμενα ή και ανοιχτές δηλώσεις για μελλοντική ένταξη στην ΕΕ/ΝΑΤΟ λειτουργούσαν σαν ψυχολογικό «καρότο», τροφοδοτώντας την προσδοκία υπέρβασης της μειονεξίας
Το 2019 ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, outsider χωρίς κυβερνητική εμπειρία, εκλέγεται ως σύμβολο κανονικότητας: άφθαρτος, «δυτικής κοπής», με λόγο περί διαφάνειας. Η εικόνα λειτούργησε ως καθρέφτης ευρωπαϊκότητας για μια κοινωνία που ήθελε να πιστέψει ότι «γινόμαστε επιτέλους Ευρώπη». Η Δύση αξιοποίησε το ουκρανικό αίτημα αναγνώρισης — υπόσχεση ευρωπαϊκής πορείας, πολιτική στήριξη, αλλά χωρίς πλήρη ένταξη ή θεσμική θωράκιση αντίστοιχη του ρίσκου. Η σύγκρουση με τη Ρωσία κλιμακώθηκε σε καταστροφικό πόλεμο, δείχνοντας πώς η ψυχολογική ανάγκη μπορεί να υπερκεράσει τη γεωπολιτική νηφαλιότητα. Ο φαύλος κύκλος αποτυπώνεται πλέον καθαρά: Η υστέρηση οδηγεί στην ανάγκη αναγνώρισης η οποία όταν γίνεται μόνο συμβολικά και χωρίς ουσία προκαλεί την κρίση και τον πόλεμο και ως εκ τούτου την καταστροφή και ένα ακόμη βαθύτερο τραύμα.
Ελλάδα: από το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα».
Μας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Η Ελλάδα συγκροτήθηκε κρατικά υπό το εξωτερικό βλέμμα (Μεγάλες Δυνάμεις, ξένος βασιλιάς, εισαγόμενοι θεσμοί). Η «ευρωπαϊκότητα» βιώθηκε και εδώ περισσότερο ως πιστοποιητικό κανονικότητας παρά ως λειτουργία. Μετά τη Χούντα, ο Καραμανλής συμπύκνωσε την αγωνία ασφάλειας και αναγνώρισης: ένταξη στην ΕΟΚ ως σφραγίδα «κανονικής δημοκρατίας». Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντέστρεψε ρητορικά το σύμπλεγμα με το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», μάλλον ως υπεραναπλήρωση, χωρίς να αναιρέσει τον δυτικό προσανατολισμό.
Στα 1996–2004, ο εκσυγχρονισμός Σημίτη πρόσφερε μια μιμητική θεραπεία: ΟΝΕ/ευρώ και «πρώτη ταχύτητα» ως ανώτατα σύμβολα ισοτιμίας. Όμως, μαζί με τις όποιες βελτιώσεις ενισχύθηκε και ο φορμαλισμός: ευρωπαϊκές μορφές χωρίς ισόποση εσωτερική ικανότητα (δικαιοσύνη, διοίκηση, έλεγχοι). Η ευρω-ευφορία του 2004 έκρυψε τα εύθραυστα θεμέλια (παραγωγικότητα, φορολογική βάση, κρατική αποτελεσματικότητα). Ο εκσυγχρονισμός, δηλαδή, στην Ελλάδα είναι σχεδόν «δίδυμος καθρέφτης» με το ουκρανικό βίωμα της Πορτοκαλί Επανάστασης (2004). Και στις δύο περιπτώσεις το εσωτερικευμένο αίσθημα μειονεξίας έναντι της Δ. Ευρώπης μετουσιώθηκε σε πολιτικό πρόγραμμα/κίνημα.
Το 2010–2018 η κρίση χρέους έσπασε τον καθρέφτη: μνημόνια, επιτροπεία, διεθνές στίγμα. Η έκρηξη του 2015 ήταν η υπεραναπλήρωση που κατέρρευσε∙ ο κυνισμός άνοιξε δρόμο στον τεχνοκρατικό ευρωπαϊσμό.
Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρόβαλε την «επιστροφή στην κανονικότητα»: αξιοπιστία, ψηφιακό κράτος, αξιοποίηση Μηχανισμού Ανάκαμψης. Υπήρξαν κάποια κέρδη, αλλά οι ρωγμές ουσίας παρέμειναν: καθυστερήσεις δικαιοσύνης, τραγωδίες-σοκ στις υποδομές, σκιά σε θέματα κράτους δικαίου. Η Τουρκία, στο μεταξύ, λειτουργεί ως πυκνωτής άγχους που ενισχύει την εξάρτηση από τον δυτικό επικυρωτή («να είμαστε ο καλός μαθητής») και πιέζει για βιτρίνα ισχύος αντί για εσωτερική ενδυνάμωση (διοίκηση, αμυντική/τεχνολογική βάση, ανθεκτικότητα).
Αν επιχειρήσουμε, κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, να κατανοήσουμε την εκλογή του Βολοντίμιρ Ζελένσκι (2019) και του Κ. Μητσοτάκη αντίστοιχα, πρέπει να δούμε πώς το εθνικό αίσθημα μειονεξίας και η αγωνία εξευρωπαϊσμού διαμόρφωσαν το ψυχολογικό και πολιτικό πλαίσιο που έκανε εφικτή την εκλογική τους επιτυχία. Ήταν, όμως, τα χειρότερα φάρμακα ως θεραπεία.
Και στις δύο περιπτώσεις, η εκλογή δεν ήταν μόνο ψήφος εμπιστοσύνης, αλλά συλλογικό ψυχολογικό στοίχημα. Ο Ζελένσκι θα αποδείκνυε ότι η Ουκρανία μπορεί να ξεφύγει από την εικόνα της μετασοβιετικής «αποτυχημένης χώρας». Ο Μητσοτάκης θα αποδείκνυε ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από την εικόνα του «τεμπέλη, διεφθαρμένου μέλους της ΕΕ» και να ξαναγίνει «κανονικό ευρωπαϊκό κράτος».
Αυτό είναι κομβικό: η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους «κομματικής εναλλαγής». Έγινε πάνω στο τραύμα της κρίσης χρέους και στο συλλογικό αίσθημα εθνικής ταπείνωσης της περιόδου που προηγήθηκε.
Η πολιτική οικονομία της αναγνώρισης.
Η Ευρώπη ως πιστοποιητής συμμόρφωσης (εκταμιεύσεις, αξιολογήσεις, ratings), αλλά και ως ο «Μεγάλος Άλλος», ίσως διευκολύνει κάποια έργα, αλλά γεννά σοβαρότατους κινδύνους: project-οποίηση πολιτικής, υποκατάσταση ουσίας από επικοινωνία, άνιση διάχυση των ωφελειών, ενίσχυση της φεουδαλοποίησης του πολιτικού/οικονομικού/κοινωνικού συστήματος που παράγει εν τέλει κυνισμό, εκ νέου μειονεξία και βέβαια εξάρτηση. Σ’ αυτό το περιβάλλον «κερδίζουν» συχνά ευρωπαϊστές αλλά ανεπαρκείς ηγέτες που πλασσάρονται ως ανακουφιστικά παυσίπονα της εθνικής μειονεξίας, μεταφέροντας κάποιο εισαγώμενο κύρος και αποφεύγοντας το πολιτικό κόστος των βαθιών μεταρρυθμίσεων.
Και τελικά, ξανά και ξανά η βιτρίνα «σκάει». Τρία πεδία αποκαλύπτουν την απόσταση λόγου–πράξης: (1) Κράτος δικαίου (ταχύτητα, προβλεψιμότητα, θεσμικά αντίβαρα). (2) Ασφάλεια/υποδομές (ένα μεγάλο ατύχημα εξαϋλώνει χρόνια PR). (3) Παραγωγικότητα/δημογραφία (χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση, δεξιότητες, στέγη/νέοι, ένταξη κάποιων μεταναστών, μένουμε σε χαμηλή αξία). Και βέβαια, όταν η πραγματικότητα πιέσει, όταν η ευρωπαϊκή βιτρίνα «σπάσει», το σύμπλεγμα κατωτερότητας επιστρέφει με μεγαλύτερη ένταση.
Κίνδυνοι & διαφορές.
Η Ουκρανία έζησε το άκρο όπου η ψευδο- ευρωπαϊκότητα σε συνδυασμό με την εργαλειοποίηση από τη Δύση οδήγησε στον πόλεμο και στην καταστροφή. Φαντάζομαι με οδύνη την έκπληξη των Ουκρανών στον ήχο της πρώτης βόμβας όταν ανακάλυψαν δυστυχώς ότι δεν ζουν στις Βρυξέλλες. Η Ελλάδα, από την άλλη, μάλλον κινδυνεύει περισσότερο αθόρυβα: θεσμική φθορά, οικονομική ευθραυστότητα, κρίσεις εμπιστοσύνης και βέβαια ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Όμως και στις δύο περιπτώσεις , το λάθος είναι η σύγχυση/ταύτιση της ευρωπαϊκής αναγνώρισης με την επάρκεια και άρα η εργαλειοποίηση της εθνικής μειονεξίας και η εξάρτηση.
Η Ουκρανία πλήρωσε με αίμα την αναζήτηση αναγνώρισης· η Ελλάδα με κύκλους ελπίδας–απογοήτευσης και ελπίζουμε όχι με αίμα στο μέλλον, αν και οι συνέπειες της Μνημονιακής λεηλασίας μόνο με συνέπειες πολέμου θα μπορούσαν να συγκριθούν. Το μάθημα είναι κοινό: η επάρκεια γεννά αναγνώριση, όχι το αντίστροφο. Στόχος δεν είναι να ζητάμε λιγότερο την Ευρώπη, αλλά να χρειαζόμαστε λιγότερο την επιβεβαίωσή της. Όταν η «ευρωπαϊκότητα» γίνει λειτουργία (θεσμοί που δουλεύουν όταν σβήνουν τα φώτα) και όχι βιτρίνα, χωρίς μάλιστα να χάνονται και τα οντολογικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής ταυτότητας/παράδοσης, το σύμπλεγμα μειονεξίας χάνει το καύσιμό του — και οι χώρες αποκτούν αυτοκυριαρχία και ανεξαρτησία, οι νέοι δεν πεθαίνουν στα τρένα, ούτε ξενιτεύονται και η ζωή γίνεται λίγο πιο αξιοβίωτη. Αρκεί να αποκρυπτογραφήσουμε το Ευρωπαϊκό καρότο που αλληλοτροφοδοτείται με το Εθνικό Μαστίγιο και να απελευθερωθούμε και από τα δυο.
* Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος, Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Neapolis.