Πολίτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν λόγω ακρίβειας, σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΕΕ! Σε ελεύθερη πτώση ο τζίρος των καταστημάτων
Δραματικές εποχές βιώνουν εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο βλέπουν την κατανάλωση να μειώνεται λόγω της οικονομικής αδυναμίας των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα διογκώνονται μήνα με τον μήνα και τα έξοδα λειτουργίας τους.
Τα στοιχεία που έρχονται συνεχώς στο φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν τις φωνές των επιχειρηματιών στον τομέα του λιανεμπορίου, που μιλούν για καθίζηση της πραγματικής οικονομίας. Πρόσφατη έρευνα της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) αποκαλύπτει πως η εξέλιξη του τζίρου μεταξύ του α΄ τριμήνου 2025 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 συνιστά τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων τεσσάρων ετών, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μας φαίνεται να καταγράφουν χειρότερες επιδόσεις στον κύκλο εργασιών συγκριτικά με τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς, με φορείς της οικονομίας να μιλούν για μια «παγωμένη» αγορά, χωρίς κανένα ίχνος αισιοδοξίας. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.)για τον μήνα Μάιο, ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε κατά 5,6%, καθώς ο τζίρος κινήθηκε καθοδικά στην πλειονότητα των επιμέρους καταστημάτων.
Ειδικότερα, πτώση των πωλήσεων καταγράφηκε σε: Ένδυση – Υπόδηση (12,8%), Τρόφιμα – Ποτά – Καπνό (10,3%), Πολυκαταστήματα (9,4%), Καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (9%) και Μεγάλα καταστήματα τροφίμων (4,4%). Στον αντίποδα, αυξήθηκαν σε: Φαρμακευτικά – Καλλυντικά (4,4%), Βιβλία – Χαρτικά – Λοιπά είδη (3,2%) και Έπιπλα – Ηλεκτρικά είδη – Οικιακό εξοπλισμό (2,8%).
Τα υψηλά κόστη για τα πρώτα υλικά σε συνδυασμό με τις τεράστιες ανελαστικές δαπάνες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρηματίες δεν επιτρέπουν μειώσεις τιμών, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές μπροστά στο φάσμα της ακρίβειας να περιορίζουν τις δαπάνες τους.
Ωστόσο, όλο και πιο έντονο είναι το ενδιαφέρον των καταναλωτών για προϊόντα από υπαίθριους πάγκους και αγορές, καθώς και για μεταχειρισμένα είδη. Η συγκεκριμένη παρατήρηση, παρά το μικρό μέγεθος των συναλλαγών, σε όρους απόλυτων ποσών, υπογραμμίζει το όλο και πιο έντονο ενδιαφέρον των καταναλωτών για μια σειρά από προϊόντα, σαφή ένδειξη για τις ισχυρές πιέσεις που ασκούνται πλέον στο καταναλωτικό κοινό.
Η καθίζηση των πωλήσεων και ο «θάνατος του εμποράκου»
Από τα στοιχεία προκύπτει πως ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο αυξήθηκε στις επιχειρήσεις του λιανεμπορίου κατά 1,2%, ποσοστό που υπολείπεται του πληθωρισμού, που ενισχύθηκε το ίδιο διάστημα κατά 2,6%, γεγονός που σημαίνει πως ο πραγματικός όγκος πωλήσεων είναι μειωμένος συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Συνεπώς, η μικρή ονομαστική αύξηση του κύκλου εργασιών απορρέει από την άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών και υπεραντισταθμίζεται από τις ανατιμήσεις στην ελληνική οικονομία.
Με την κυβέρνηση να διαφημίζει τη στήριξη της μεσαίας τάξης, φαίνεται πως αδιαφορεί επιδεικτικά για τη λεγόμενη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, ακολουθώντας πιστά την έκθεση Πισσαρίδη (το «κρυφό» άτυπο Μνημόνιο για το Ταμείο Ανάκαμψης) που οδηγεί στον «θάνατο του εμποράκου», αφού προβλέπει πως οι μικρές και οικογενειακές επιχειρήσεις θα πρέπει να βάλουν «λουκέτο», ώστε να εννοηθούν οι μεγάλες πολυεθνικές.

Τα επίσημα στοιχεία
Πέρα από τους επίσημους εμπορικούς φορείς που μιλούν για καθίζηση του τζίρου, την ίδια ακριβώς εικόνα δείχνουν και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις στο λιανεμπόριο έχουν πάρει την… κάτω βόλτα το πρώτο τρίμηνο του 2025, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, με το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί ορθή σύγκριση.
Συγκεκριμένα, ο τζίρος των πολύ μικρών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στα 5,23 δισ. ευρώ, έναντι των 5,34 δισ. ευρώ το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του 2024. Οι μικρές επιχειρήσεις διέγραψαν μείωση του κύκλου εργασιών σε επίπεδο έτους και από τα 2,63 δισ. ευρώ το α΄ τρίμηνο του 2024 μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο φέτος στα 2,54 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για στοιχεία τα οποία κρύβουν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες και ακόμα περισσότερα μέλη οικογενειών που ζουν από το εμπόριο στη χώρα μας. Ωστόσο, τα στοιχεία που θέλει να παρουσιάζει το οικονομικό επιτελείο αφορούν τη «μεγάλη εικόνα», δηλαδή περιλαμβάνουν και κλάδους που αυξάνουν τον γενικό δείκτη του τζίρου, όπως είναι τα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα και τα καύσιμα. Σημειώνεται πως, λόγω του τεράστιου πληθωρισμού, οι ανατιμήσεις που έχουν περάσει στον τελικό καταναλωτή δημιουργούν μια τεχνητή αύξηση τζίρου που καταγράφεται στα λογιστικά (ψηφιακά πλέον) βιβλία των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, για το σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου, ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο 2025 ανήλθε σε 16,16 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 0,6% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 16,07 δισ. ευρώ και μείωση 16,6% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 19,39 δισ. ευρώ. Για τις επιχειρήσεις του τομέα λιανικού εμπορίου, χωρίς τους κλάδους οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων, ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο 2025 ανήλθε σε 5,59 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 1,2% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 5,52 δισ. ευρώ και μείωση 25,0% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 7,45 δισ. ευρώ.
Παρά κι αυτή η προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου να επιμείνει στα παραπάνω στοιχεία που δείχνουν μικρή άνοδο, η κατάσταση παραμένει άκρως ανησυχητική, καθώς τα θηριώδη πλεονάσματα και τα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης θα έπρεπε να οδηγούν σε αντίστοιχα αποτελέσματα και στην πραγματική οικονομία.
Όμως στο σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε 9,26 δισ., σημειώνοντας μείωση 2,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 9,42 δισ. ευρώ. Στο σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου, χωρίς τους κλάδους οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων, ο κύκλος εργασιών το πρώτο τρίμηνο του 2025 ανήλθε σε 4,23 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 1,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, όταν είχε διαμορφωθεί σε 4,27 δισ. ευρώ (ΒΛΕΠΕ ΠΙΝΑΚΑ).
Η διαχρονική πορεία του τζίρου στο λιανεμπόριο
Κατηγορία επιχείρησης | Μεσαίες επιχειρήσεις | Μικρές επιχειρήσεις | Πολύ μικρές επιχειρήσεις | Σύνολο ΜμΕ λιανικού εμπορίου | Σύνολο ΜμΕ λιανικού εμπορίου (χωρίς τους κλάδους οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων) |
Α΄ τρίμηνο 2019 | 899,54 εκατ. € | 1,78 δισ. € | 3,66 δισ. € | 6,34 δισ. € | 2,928 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2019 | 1,06 δισ. € | 2,06 δισ. € | 4,37 δισ. € | 7,50 δισ. € | 3,53 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2019 | 1,12 δισ. € | 2,13 δισ. € | 4,90 δισ. € | 8,16 δισ. € | 3,81 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2019 | 1,15 δισ. € | 2,19 δισ. € | 4,85 δισ. € | 8,20 δισ. € | 4,02 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2020 | 943,5 εκατ € | 1,86 δισ. € | 3,86 δισ. € | 6,67 δισ. € | 3,072 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2020 | 844 εκατ € | 1,67 δισ. € | 3,89 δισ. € | 6,41 δισ. € | 3,075 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2020 | 1,08 δισ. € | 2,02 δισ. € | 4,98 δισ. € | 8,09 δισ. € | 4,05 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2020 | 1,05 δισ. € | 1,94 δισ. € | 4,66 δισ. € | 7,65 δισ. € | 3,76 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2021 | 928,67 εκατ € | 1,83 δισ. € | 3,92 δισ. € | 6,68 δισ. € | 3,10 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2021 | 1,21 δισ. € | 2,23 δισ. € | 4,81 δισ. € | 8,26 δισ. € | 4,04 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2021 | 1,32 δισ. € | 2,55 δισ. € | 5,48 δισ. € | 9,38 δισ. € | 4,47 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2021 | 1,37 δισ. € | 2,69 δισ. € | 5,64 δισ. € | 9,71 δισ. € | 4,79 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2022 | 1,19 δισ. € | 2,46 δισ. € | 4,58 δισ. € | 8,24 δισ. € | 3,76 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2022 | 1,47 δισ. € | 2,86 δισ. € | 5,51 δισ. € | 9,82 δισ. € | 4,61 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2022 | 1,57 δισ. € | 3,08 δισ. € | 6,28 δισ. € | 10,93 δισ. € | 5,07 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2022 | 1,56 δισ. € | 3,16 δισ. € | 6,22 δισ. € | 10,95 δισ. € | 5,27 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2023 | 1,41 δισ. € | 2,60 δισ. € | 5,05 δισ. € | 9,07 δισ. € | 4,15 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2023 | 1,58 δισ. € | 2,83 δισ. € | 6,01 δισ. € | 10,43 δισ. € | 4,97 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2023 | 1,63 δισ. € | 3,06 δισ. € | 6,74 δισ. € | 11,45 δισ. € | 5,24 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2023 | 1,66 δισ. € | 3,06 δισ. € | 6,61 δισ. € | 11,32 δισ. € | 5,48 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2024 | 1,45 δισ. € | 2,63 δισ. € | 5,34 δισ. € | 9,42 δισ. € | 4,27 δισ. € |
Β΄ τρίμηνο 2024 | 1,63 δισ. € | 2,95 δισ. € | 6,28 δισ. € | 10,91 δισ. € | 5,15 δισ. € |
Γ΄ τρίμηνο 2024 | 1,70 δισ. € | 2,99 δισ. € | 6,80 δισ. € | 11,49 δισ. € | 5,27 δισ. € |
Δ΄ τρίμηνο 2024 | 1,72 δισ. € | 2,97 δισ. € | 6,51 δισ. € | 11,21 δισ. € | 5,44 δισ. € |
Α΄ τρίμηνο 2025 | 1,44 δισ. € | 2,54 δισ. € | 5,23 δισ. € | 9,22 δισ. € | 4,23 δισ. € |
Πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.)
Αγκάθι η ρευστότητα και η πρόσβαση στη χρηματοδότηση
Το ζήτημα της ρευστότητας και της πρόσβασης στη χρηματοδότηση αποτελεί ίσως το κορυφαίο πρόβλημα μεταξύ των επιχειρήσεων. Άλλωστε, ένα εύρυθμο και ρυθμισμένο τραπεζικό σύστημα είναι κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Όπως έχει επισημάνει άλλωστε το Ινστιτούτο της ΕΣΕΕ στην ετήσια έκθεσή της για το ελληνικό εμπόριο, σύμφωνα με τη συμβατική οικονομική θεωρία η ορθολογική κατανομή κεφαλαίων μεταξύ πλεοναζόντων (καταθετών) και ελλειμματικών (δανειοληπτών) μονάδων ενισχύει τις επενδύσεις και, συνεπώς, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς επίσης την κατανάλωση και την απασχόληση.
H κατανομή της χρηματοδότησης μέσα σε μια οικονομία είναι εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς μπορεί, σε αρκετές περιπτώσεις, να επιφέρει δραματικές αλλαγές στον τομέα του ανταγωνισμού. Ειδικά στο εμπόριο η χρηματοδότηση μπορεί να επιφέρει σημαντικές ανακατατάξεις στα κανάλια διανομής, δημιουργώντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα έχει δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι η διευρυμένη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων των καταθέσεων και των χορηγήσεων δανείων, κάτι που είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως περιθώριο επιτοκίου. Η διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων είναι τόσο υψηλή, ώστε έχει αποτυπωθεί σε σχετικές (ενδιαφέρουσες) έρευνες, οι οποίες κάνουν λόγο για «πληθωρισμό τραπεζικής απληστίας».
Την ίδια ώρα, πληθαίνουν συνεχώς και τα καμπανάκια από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βλέπουν το μέλλον τους να είναι κάτι παραπάνω από αβέβαιο, από τη στιγμή που αποκλείονται από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς οι περισσότεροι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να «σηκώσουν» δάνειο από τις τράπεζες (η κυβέρνηση αποφάσισε να «περνούν» τα ευρωπαϊκά κονδύλια μέσω των τραπεζών) και να προχωρήσουν σε επενδύσεις για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους και να αντιμετωπίσουν τον ολοένα και αυξανόμενο εγχώριο και διεθνή ανταγωνισμό.
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»