Του Μανώλη Κοττάκη
Το πρώτο πράγμα που μάθαμε μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές ήταν ότι το διεθνές κίνημα των ΛΟΑΤΚΙ ήταν χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και όχι μια αυθόρμητη πρωτοβουλία υπέρ των ατομικών ελευθεριών.
Μόλις ανεκόπη η ροή της χρηματοδότησης προς τα μέσα ενημέρωσης όλου του πλανήτη από τη USAID (μεταξύ αυτών, πιθανόν και ελληνικά), σταμάτησε αίφνης και η πλύση εγκεφάλου. Ακαριαία.
Ούτε ταινίες όπου προβάλλονται οι ιδιαιτερότητες είδαμε φέτος ούτε τον Διόνυσο στην Επίδαυρο να κρατά τη γνωστή πολύχρωμη σημαία ούτε πίνακες του Βρυζάκη αλλοιωμένους, ώστε στη θέση της ευγνωμονούσας Ελλάδος με την ελληνική σημαία να είναι οι ευγνωμονούσες μειονότητες με την πολύχρωμη σημαία ούτε Eurovision με πολύχρωμες σημαίες και non binary, τίποτε. Ξαφνικά, μαύρο. Μέχρι και ο πρωθυπουργός μας ανακάλυψε ότι τα φύλα είναι δύο και όχι… εκατόν είκοσι δύο. Ενδιαφέρον.
Το ωραιότερο;
Ο τέως υπουργός Εξωτερικών της Αμερικής κ. Μπλίνκεν ομολόγησε ότι έκανε ευθεία παρέμβαση στις κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Μαδαγασκάρης και του Αγίου Μαρίνου για την αλλαγή της νομοθεσίας του οικογενειακού δικαίου και τη νομοθέτηση του γνωστού γάμου. Ο στόχος να αντικατασταθούν συμπαγή έθνη από ανίσχυρες ατομικότητες απέτυχε.
Το δεύτερο πράγμα που θα μάθουμε τώρα είναι πώς καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται όλα αυτά τα χρόνια η προπαγάνδα για τη ρωσοφοβία. Ήταν το δεύτερο θεμελιώδες συστατικό της ιδεολογικής πλατφόρμας των Δημοκρατικών που εφήρμοσε δουλικά -με πρώτη την κυβέρνησή μας- το πολιτικό σύστημα και προσκείμενα στους Δημοκρατικούς ΜΜΕ στην πατρίδα μας.
Οι έρευνες που διεξάγει η κυβέρνηση Τραμπ αυτή τη στιγμή στους κόλπους της CIA αποκαλύπτουν εντυπωσιακά στοιχεία. Όπως ότι η Χίλαρι Κλίντον πίεσε πάρα πολύ την ηγεσία αυτής της μυστικής υπηρεσίας, ώστε να κατασκευάσει την είδηση ότι ο πρόεδρος Τραμπ εξελέγη το 2016 ύστερα από ισχυρή ανάμιξη του ρωσικού παράγοντα στις αμερικανικές εκλογές. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί αίφνης η Κλίντον υποστηρίζει την υποψηφιότητα Τραμπ για το Νόμπελ Ειρήνης. Τώρα που ανοίγουν στόματα και όλα γίνονται γνωστά, κάποιοι οφείλουν και εδώ στην Ελλάδα να κάνουν την αυτοκριτική τους…
Αντί άρθρου, λοιπόν, σήμερα θα μοιραστούμε μαζί σας ένα ενδιαφέρον κείμενο που αναδημοσίευσε το Kreport από την επιθεώρηση «National Interest» με τον τίτλο «Ένα σημείο καμπής για τις υπηρεσίες πληροφοριών» («A Turning Point for the Intelligence Community, «National Interest»).
Aφιερωμένο!
«Η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να λογοδοτήσει η κοινότητα πληροφοριών για τον ρόλο της σε μια συντονισμένη πολιτική προσπάθεια παραπλάνησης του Κογκρέσου και της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με τις σχέσεις του τότε προέδρου με τη Ρωσία. Ακόμα κι αν μεγάλο μέρος των αποδείξεων παραμείνει διαβαθμισμένο, αν οι διώξεις δεν προχωρήσουν πέρα από κατηγορητήρια ενόρκων επιτροπών και αν το κοινό κουραστεί από την υπόθεση, οι συνέπειες θα είναι βαριές. Πρόκειται για μια εξέλιξη που συμβαίνει μία φορά σε μια γενιά -όπως με την Επιτροπή για την 11η Σεπτεμβρίου-, όπου κορυφαίοι αξιωματούχοι πληροφοριών (πρώην, ίσως και εν ενεργεία) θα κληθούν να λογοδοτήσουν δημόσια. Το μήνυμα είναι σαφές: ακόμα και μέσα στην κοινότητα πληροφοριών, η ηγεσία σημαίνει προσωπική ευθύνη. Δεν μπορεί πλέον κανείς να κρύβεται πίσω από θεσμικές μεταρρυθμίσεις για να αποφύγει την κριτική.
Συντονισμός και συμπαιγνία
Παρά τα πολλά έγγραφα που πιθανότατα δεν θα αποχαρακτηριστούν ποτέ, λόγω της ανάγκης προστασίας πηγών και μεθόδων, ένα ξεκάθαρο μοτίβο προκύπτει από τα ντοκουμέντα που έδωσε στη δημοσιότητα το καλοκαίρι η διευθύντρια Εθνικών Πληροφοριών, Tulsi Gabbard. Και, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ένδειξη ότι τα έγγραφα είναι ψευδή ή παραποιημένα.
Φαίνεται ότι η εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σόρος, επιχείρησε να αποσπάσει την προσοχή από τα δικά της σκάνδαλα, δημιουργώντας ένα ψευδές αφήγημα περί ρωσικής εμπλοκής, με την προσδοκία ότι φιλικά προσκείμενοι αξιωματούχοι θα το μετέτρεπαν σε πληροφοριακό δεδομένο. Έτσι, ο τότε διευθυντής Εθνικών Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ, με τη συνδρομή του επικεφαλής της CIA, Τζον Μπρέναν, και του διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, έσπευσε να παραγάγει μια εκτίμηση βασισμένη σε αμφίβολες πληροφορίες, παρά τις αντιρρήσεις αρκετών συναδέλφων τους. Αυτή είναι η απλή και ξεκάθαρη ανάγνωση των στοιχείων που έχουν δημοσιοποιηθεί.
Από όλα αυτά καταρρέουν δύο βασικοί μύθοι που οι υπηρεσίες πληροφοριών προβάλλουν: ότι είναι αντικειμενικές και απολιτικές. Πρόκειται για αυταπάτες πάνω στις οποίες στηρίζεται η ανάλυση πληροφοριών. Ναι, τα δεδομένα μπορεί να είναι πραγματικά, αλλά κάθε πέρασμα σε ερμηνεία εμπεριέχει αναπόφευκτα υποκειμενικότητα. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – αρκεί να το παραδεχόμαστε.
Επιπλέον, για να φτάσει κανείς σε ανώτατα αξιώματα, η πολιτική ελκυστικότητα είναι σχεδόν απαραίτητη. Δεν διαφέρει πολύ από τις επιλογές σε θέσεις όπως ο υπουργός Άμυνας ή ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, όπου μετράνε τόσο η εμπειρία όσο και οι πολιτικές σχέσεις.
Η κουλτούρα μυστικότητας που χαρακτηρίζει τις υπηρεσίες πληροφοριών μπορεί εύκολα να γεννήσει αλαζονεία και ατιμωρησία στα υψηλά κλιμάκια. Δεν ισχύει αυτό παντού στον κόσμο – υπάρχουν υπηρεσίες που ξέρουν ότι η εξουσία τους εξαρτάται από την εμπιστοσύνη τόσο της ηγεσίας όσο και της κοινωνίας.
Η αμερικανική κοινότητα πληροφοριών, όμως, έχει προωθήσει την ιδέα ότι οι αποτυχίες οφείλονται κυρίως σε τεχνικά ζητήματα – στην αδυναμία διάκρισης του σήματος από τον θόρυβο ή σε γνωστικές προκαταλήψεις. Αυτό υπονοεί ότι με περισσότερη επιστημονική αυστηρότητα η δουλειά τους θα είναι αλάθητη. Όμως, το φιάσκο του Russiagate δείχνει πως ζούμε σε μια εποχή όπου η αφήγηση μετρά όσο και τα δεδομένα. Η πραγματικότητα είναι ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών, όπως και τα ΜΜΕ ή τα think tanks, ασχολούνται εξίσου με την προώθηση αφηγημάτων όσο και με την ενημέρωση. Και η αμερικανική κοινή γνώμη βλέπει καθαρά ότι η ηγεσία της κοινότητας πληροφοριών μπορεί -όταν το επιθυμεί- να δημοσιοποιεί τεράστιο όγκο υλικού, χωρίς να κρύβεται πίσω από την ταμπέλα της απόρρητης πληροφορίας. Στο εξής, οι πολίτες θα απαιτούν το ίδιο και από τις επόμενες κυβερνήσεις».