«Αν μας έβλεπες, μητέρα, όταν ήρθε το κακό, αν μας έβλεπες πως περιμέναμε την Ελλάδα…» Κ. Μόντης
Του Δημήτρη Γαρούφα*
Πέρασαν 51 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, κι η επιθετικότητα της Τουρκίας συνεχίζεται, φτάνοντας στο σημείο να δημοσιοποιεί χάρτες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας», αρχίζοντας εκστρατεία με μακρόχρονη στόχευση για διεκδίκηση νησιών μας. Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε ότι από τον Ελληνισμό που ανθούσε κάποτε στην Κωνσταντινούπολη έχουν απομείνει μόνο 2.000-3.000 άτομα, που συνεχώς λιγοστεύουν, ούτε ότι η Αγία Σοφία έχει μετατραπεί σε τζαμί…
Εδώ και αρκετές δεκαετίες ο Ελληνισμός, όπως εκφράζεται από το ελλαδικό κράτος στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, λειτουργεί μάλλον χωρίς μακρόχρονη στρατηγική και χωρίς αποφασιστικότητα. Δίνει την εντύπωση ότι για να εξασφαλίσει ειρήνη στην περιοχή κάνει υποχωρήσεις, που μακροπρόθεσμα υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία. Περιττό να θυμίσουμε τι έγινε το 1974 στην Κύπρο, που ουσιαστικά αφήσαμε αβοήθητη λέγοντας «Η Κύπρος κείται μακράν», και πόση θλίψη και πόνο προκαλέσαμε στα αδέλφια μας που, όπως λέει ο ποιητής Κ. Μόντης «μάταια περίμεναν την Ελλάδα όταν ήρθε το κακό». Περιττό να υπενθυμίσουμε τις επόμενες συμφωνίες με την Τουρκία, την υποχωρητικότητά μας στο θέμα των Ιμίων και τον φόβο μας να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου ακόμα και με την Κύπρο. Επικαλούμαστε συνεχώς τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, αλλά δεν τολμάμε να τους εφαρμόσουμε έναντι της Τουρκίας. Γι’ αυτό κι ο μέσος πολίτης αρχίζει να πιστεύει ότι εξασφαλίζεται ειρήνη στην περιοχή λόγω της δικής μας υποχωρητικότητας, αλλά και ότι συνεπεία αυτής έχει αποθρασυνθεί η Τουρκία, η οποία συχνά προαναγγέλλει κινήσεις τις οποίες υλοποιεί εκμεταλλευόμενη δικά μας λάθη και ζητά κάθε χρόνο περισσότερα, ενώ οι κυρώσεις που υφίσταται είναι λεκτικές καταγγελίες από κάποιες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.
Η ουσιαστική ασυλία που απολαμβάνει η Τουρκία είναι μάλλον κάτι πρωτοφανές και το θράσος της στηρίζεται στο ότι η οικονομική ανάπτυξη μέχρι πριν από 3-4 χρόνια και η δημιουργία δικής της πολεμικής βιομηχανίας της δημιούργησαν σε κάποιον βαθμό τη δυνατότητα κάποιας ανεξαρτησίας έναντι των ισχυρών χωρών, σε συνδυασμό με τη βούληση να λειτουργεί ως περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. Κι αν αυτό σε διεθνές επίπεδο έχει κάποια σημασία, γιατί λειτουργεί στην ευρύτερη περιοχή ως παράγοντας αποσταθεροποίησης, για την Ελλάδα είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα, γιατί η επιθετικότητα της Τουρκίας θίγει την εθνική μας κυριαρχία. Το πρόβλημά μας με την Τουρκία δεν είναι η προκλητικότητα της σημερινής ηγεσίας της με τον Ερντογάν, δεδομένου ότι η αντιπολίτευση τον κατηγορεί ότι δήθεν είναι ήπιος έναντι της Ελλάδας, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η προκλητική επιθετικότητα της Τουρκίας θα συνεχισθεί, επιδιώκοντας κάποιας μορφής «δορυφοροποίηση» της χώρας μας και κάποιο λάθος μας στο μέλλον, για να κάνει αυτό που έγινε το 1974 στην Κύπρο, όπου εκμεταλλευόμενη το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου εισέβαλε στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας με τον «Αττίλα 1» και «Αττίλα 2» το 36% περίπου της Κύπρου.
Δεν έχει νόημα να απαριθμήσουμε τα πολλά λάθη του παρελθόντος που βαρύνουν αυτούς που διαχρονικά άσκησαν εξουσία, ενώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι υπήρξαν και μερικές επιτυχείς κινήσεις, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Δυστυχώς, τα λάθη ήταν πολλά και κάποιοι από τους ασκήσαντες εξουσία, φοβούμενοι να πάρουν πρωτοβουλίες, έδιναν την εντύπωση ότι νοσταλγούσαν την Ελλάδα της Μελούνας, τη «μικρή και έντιμη Ελλάδα» που τα σύνορά της έφταναν μέχρι τον Όλυμπο, και φοβάμαι ότι εκεί θα παρέμεναν αν δεν ερχόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος μέσα σε δύο χρόνια (1910-1912) αναμόρφωσε την Ελλάδα και, έχοντας όραμα και θάρρος αξιοποίησε τις τότε γεωπολιτικές εξελίξεις και πέτυχε με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και 1913 να διπλασιάσει την Ελλάδα σε έκταση και πληθυσμό.
Οι πολιτικοί μας τώρα πρέπει να αντιγράψουν το θάρρος και τη μεθοδικότητα του Ελ. Βενιζέλου, και με ομοψυχία να χαράξουν στρατηγική για δημιουργία ισχυρής Ελλάδας, σεβαστής από φίλους και κακούς γείτονες. Ας συνειδητοποιήσουν ότι από την τουρκική επιθετικότητα δεν θα μας σώσουν τα ψηφίσματα διεθνών οργανισμών, αλλά η δική μας ισχυρή αποτρεπτική ισχύς, που αποκτάται με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και ισχυρές συμμαχίες, σε συνδυασμό με έκδηλη αποφασιστικότητα να κάνουμε χρήση αυτής αν χρειασθεί. Η Ελλάδα πρέπει να λειτουργεί καθημερινά ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά στέλνοντας ταυτόχρονα μήνυμα σε κάθε κατεύθυνση ότι «έχουν αλλάξει τα πράγματα» και κανένα τμήμα του Ελληνισμού πλέον δεν κείται μακράν. Ούτε ο Έβρος ούτε το Καστελόριζο ούτε η Γαύδος ούτε η Κύπρος…
*Δικηγόρος Πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης