Του Γιώργου Κ. Στράτου
Το καλοκαίρι είναι εποχή νοσταλγική. Γεννά τη νοσταλγία είτε πριν από τον ερχομό του, με την ελπίδα να ξαναζήσουμε σε αυτό που έρχεται κάτι αξέχαστο από τα προηγούμενα, είτε μετά το πέρασμά του με τις αναμνήσεις που μας αφήνει. Γι’ αυτό επέλεξα να ασχοληθώ σήμερα με μια σειρά από απώλειες στην καθημερινότητά μας, από εκείνες που δημιουργούσαν όλον τον χρόνο μια αίσθηση καλοκαιρινή. Δηλαδή, μια αίσθηση ελευθερίας, χαράς, δημιουργίας εμπειριών, συνάντησης με άλλους ανθρώπους, ανάπαυλας από τα σοβαρά της ζωής. Η αναφορά σε αυτές τις απώλειες, που άλλοι τις γνώρισαν από πρώτο χέρι και οι νεότεροι τις έχουν ακουστά, δεν γίνεται ούτε λόγω νοσταλγίας του γράφοντος ούτε από τη συχνή στους μεγαλυτέρους επιθυμία να ωραιοποιήσουν το παρελθόν της νιότης τους. Ίσα ίσα, αποτελεί μία σύγχρονη πάσα τύπου επανεκκίνηση, καθώς όσα μοιάζουν χαμένα ή προσπερασμένα θα παραμένουν πάντα ζητούμενα από την ψυχή των ζωντανών ανθρώπων, με αισθήματα και ευαισθησίες.
Διέκρινα τους χώρους των απωλειών αυτών και τις μνημονεύω.
Στη δουλειά: Η παρεΐστικη ατμόσφαιρα με πειράγματα και πλάκες στο γραφείο ή στο κατάστημα, ένα μεσημεριανό ουζάκι στο καφενείο του ημιωρόφου ή γεύμα σ’ ένα διπλανό μαγειρείο με συναδέλφους, η παρουσία των παιδιών μας στους διαδρόμους, κοινές έξοδοι μετά τη δουλειά.
Στη γειτονιά: Τα συνοικιακά μαγαζιά και η απόλαυση να ψωνίζεις σε αυτά, οι συνεχείς τυχαίες συναντήσεις με παλιούς φίλους, συμμαθητές, οι διάλογοι στο λεωφορείο της γραμμής, όπου μέχρι πριν από δύο γενιές γνωρίζονταν σχεδόν όλοι μεταξύ τους, τα παιδιά στην αλάνα, οι βοήθειες που ζητούσες και έπαιρνες από τον γείτονα και που τις ανταπέδιδες στο ακέραιο.
Στην πλατεία: Αργά το βράδυ όλοι κατέληγαν στην κεντρική πλατεία της περιοχής τους. Εκεί ξεκινούσε ένα μεταμεσονύχτιο πρόγραμμα διηγήσεων και πειραγμάτων αλλά και σοβαρών διαλόγων, ανάλογα με τα κέφια, που για τους νεοτέρους κατέληγε σε πάρτι! Τέτοιες συναθροίσεις γίνονταν και στην Ομόνοια, επ’ αφορμή της προσέλευσης για αγορά εφημερίδων της επομένης, με προεξάρχοντα θέματα την πολιτική και την μπάλα.
Στη νύχτα: Στα μπουζούκια πήγαινες όποτε ήθελες, δεν χρειαζόταν να κλείσεις τραπέζι έναν μήνα πριν, ούτε να βάλεις μέσο υπουργό στον μετρ για να σου βρει! Κάθε μαγαζί είχε 3-4 φίρμες που δεν κόστιζαν ένα… νεφρό σε κάθε παρέα θαμώνων. Το πρόγραμμα σου επέτρεπε να ακούσεις και παλιά τραγούδια που ήξερες και με χαρά θα ψιθύριζες χαμηλόφωνα. Τα πρώτα τραπέζια δεν προκαλούσαν βάναυσα τα υπόλοιπα. Αισθανόσουν ασφαλής μέσα στα μαγαζιά, αλλά και μετά, αν επιθυμούσες να κλείσεις τη νύχτα σ’ ένα πατσατζίδικο της Αγοράς στην Αθηνάς ή στην Αγίου Κωνσταντίνου.
Σας θύμισα πολλά και άλλα τόσα που μου διαφεύγουν. Είμαι βέβαιος με μια γλυκιά δόση νοσταλγίας που μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί να τα στερούμαστε όλα αυτά; Ποιοι και γιατί τα έχουν αποκλείσει από τις ζωές μας; Τι μας εμποδίζει να επαναφέρουμε τα γούστα μας; Τώρα που οι διακοπές θα γίνουν ανάμνηση για όλους, ώρα να βάλουμε το καλοκαίρι στις ζωές μας τον υπόλοιπο χρόνο.