Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Ενας στους τέσσερις μαθητές αριστεύει – «Καμπανάκι» για την υπερβαθμολόγηση

Πληθωρισμό αριστούχων παράγουν τα ελληνικά σχολείαΤα τελευταία χρόνια σταθερά, ένας στους τέσσερις μαθητές γυμνασίου και λυκείου αριστεύει στην προηγούμενη τάξη.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θεωρεί ότι αυτό αποτελεί στρέβλωση, η οποία σχετίζεται με τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών και αναζητάει λύση για τουλάχιστον μετριασμό του προβλήματος.

Ο κ. Κώστας Δημόπουλος, καθηγητής Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ο εθνικός συντονιστής του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ, έκανε λόγο στην «Κ» για «βαθμολογικό λαϊκισμό». Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη που μετέχουν στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, λύση στο πρόβλημα θα δώσει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου.

Ειδικότερα, η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκημιλώντας χθες στην «Κ», μίλησε «για «φαινόμενα υπερβαθμολόγησης», όπως αποδεικνύεται και από τον αριθμό των μαθητών που παίρνουν το αριστείο για την επίδοσή τους την προηγούμενη χρονιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, κατά το σχολικό έτος 2023-2024, οι αριστούχοι μαθητές γυμνασίου – λυκείου ήταν 179.225, σε συνολικά περίπου 680.000 μαθητές. Δηλαδή, το ποσοστό των αριστούχων μαθητών είναι 26% επί του συνόλου. Να σημειωθεί ότι στο γυμνάσιο ένας προαγωγικός ή απολυτήριος βαθμός θεωρείται άριστος όταν είναι πάνω από 18,5, ενώ στο λύκειο πάνω από 18.

Η μεγάλη αύξηση των αριστούχων καταγράφεται από το σχολικό έτος 2015-2016, όταν μειώθηκε ο αριθμός των γραπτώς εξεταζομένων μαθημάτων στο γυμνάσιο και το λύκειο. Η μη οργάνωση προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων τις σχολικές χρονιές 2018-2019 και 2019-2020 λόγω της πανδημίας (οι μαθητές προήχθησαν ή πήραν απολυτήριο με βάση τους προφορικούς βαθμούς τους), εκτίναξε τους αρίστους, οι οποίοι το 2020-2021 έφθασαν στους 248.150. Το επόμενο σχολικό έτος, με την «επιστροφή» των γραπτών εξετάσεων στο τέλος της χρονιάς, επανήλθε και ο αριθμός στα προηγούμενα επίπεδα, τα οποία πάντως θεωρείται πως είναι υψηλά και δεν αποτυπώνουν το επίπεδο των μαθητών.

Για «βαθμολογικό λαϊκισμό» κάνει λόγο ο καθηγητής Κώστας Δημόπουλος, ενώ λύση εκτιμάται ότι θα δώσει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου.

Οπως είπε στην «Κ» η κ. Ζαχαράκη, έχει ζητηθεί από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να καταθέσει εισήγηση για το θέμα, ώστε να αλλάξει ο τρόπος προαγωγής και απόλυσης των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν εξετάζεται, πάντως, η αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων κατά τις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις.

Στο λύκειο, λύση αναμένεται ότι θα προσφέρει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου. Γι’ αυτό μετράει και η άποψη στενών συνεργατών της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας που επεξεργάζονται την πρόταση για τη δομή του εθνικού απολυτηρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δύο από τα βασικά στοιχεία των προτάσεων για το εθνικό απολυτήριο είναι, το πρώτο, ότι τα θέματα στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις θα επιλέγονται μόνο από τράπεζα θεμάτων.

Τώρα επιλέγονται εξ ημισείας από τράπεζα και από τον διδάσκοντα του μαθήματος. Το δεύτερο είναι η αλλαγή στον τρόπο βαθμολόγησης των γραπτών στις ενδοσχολικές εξετάσεις, με την αξιοποίηση ενός ψηφιακού συστήματος επί των γραπτών που θα έχουν σκαναριστεί. «Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Οι γονείς πιέζουν για καλούς βαθμούς, και οι εκπαιδευτικοί ενδίδουν για να διατηρούν καλές τις σχέσεις τους με τους μαθητές», αναφέρει ο κ. Δημόπουλος. Οι επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι μαθητές να αποκτούν λανθασμένη εικόνα για το επίπεδό τους. Και αυτό διαψεύδεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις».

Στις Πανελλαδικές Εξετάσεις σταθερά ένας στους τρεις μαθητές παίρνει μέσο όρο κάτω από τη βάση του 10, ενώ υπάρχουν μαθήματα, όπως τα Μαθηματικά, στα οποία ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων –τουλάχιστον το 70% των υποψηφίων του πλέον δημοφιλούς πεδίου, της Οικονομίας και Πληροφορικής– βαθμολογούνται κάτω από τη βάση του 10. «Χρειάζεται οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης», τονίζει ο κ. Δημόπουλος. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει οδηγία του υπουργείου προς τους εκπαιδευτικούς να είναι πιο αντικειμενικοί και αυστηροί.

Από την άλλη, στο λύκειο η επιλογή στις τελικές εξετάσεις θεμάτων από τράπεζα συμβάλλει στην αντικειμενικότερη αποτύπωση του επιπέδου των μαθητών. Παράλληλα, στο επιτελείο του υπουργείου Παιδείας θεωρείται ότι εάν έμπαιναν περισσότερα διαγωνίσματα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, οι εκπαιδευτικοί θα είχαν περισσότερα τεκμήρια για το επίπεδο των μαθητών τους, έναντι των γονιών που διαμαρτύρονται πως το παιδί τους αδικείται κάθε φορά που βλέπει έναν κακό βαθμό στον «έλεγχο».

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο