Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Δεν είμαστε τίποτε αυτοβαρυσήμαντοι αναλυτές. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας είμαστε, που τραβάνε κουπί στη γαλέρα, όπως μπορούν, και δεν απλωθήκανε ποτέ έξω απ’ το φτενό τους πάπλωμα. Μεροδούλι, μεροφάι. Τίποτε δεν έχουμε να χάσουμε. Για τούτο και δεν μας φοβίζει από τα «ρετιρέ» της εξουσίας τίποτε. Ποιον να λογαριάσουμε; Δεν έχουμε παρτίδες με δαύτους… Και τα παιδιά μας, με την αξία τους, γιατί η δουλειά παράγει αξίες και ήθος, τα μάθαμε να στέκονται στον κόσμο. Όχι με πλαστές επιδοτήσεις κι επιδείξεις ενός πλούτου που σωρεύτηκε στην πλάτη μας.
Τα βλέπαμε, βέβαια… Ανηφορίζοντας χρόνια στον Βορρά, σταμάταγα για βενζίνη σε ένα πρατήριο έξω από τον Τύρναβο, που το κράταγε ένα συμπαθητικό ζευγαράκι, ο Γιάννης κι η Μαρία. Μέχρι να γίνουν τα απαραίτητα, προλαβαίναμε να ξεμουδιάσουν τα παιδιά και ν’ αλλάξουμε δυο εγκάρδια λόγια – πώς βγήκε ο χειμώνας, την πρόοδο των παιδιών και τέτοια απλά, της ψυχής. Θυμάμαι ότι από τότε μου λέγανε αυτά τα καλά και φίλεργα παιδιά πόσο άλλαξαν πλέον τα πράγματα στον Κάμπο, όπου για να βρεις νερό τότε -μιλώ για τη δεκαετία του 1990- έπρεπε να σκάψεις 400 μέτρα κάτω… Σήμερα έχει φτάσει στα 600 μέτρα και το νερό είναι υφάλμυρο. Αν είσαι πρωινός τύπος και βγεις στη βεράντα στις πεντέμισι το πρωί να πιεις τον καφέ σου στη Λάρισα, γυρίζεις αμέσως πίσω. Ο Κάμπος σταλίζει, ανυπόφορη αποφορά…
Λύγιζαν άλλοτε στο θρόισμα του ανέμου, γεμάτα καρπό, τα χρυσοφόρα στάχυα. Περνάς τώρα και σε πιάνει η ψυχή σου. Κι ούτε να κοιτάς θες. Κάτι κουφάρια βιοτεχνιών εισαγωγής ιταλικών επίπλων, από τα χρόνια της πλαστής ευημερίας, και πήχτρα φωτοβολταϊκά στην άλλοτε εύφορη και γόνιμη γη. «Να φύγω» λες εκείνη την ώρα. «Να ανηφορίσω ψηλότερα, να πάρω αέρα»!
Αέρα χρειάζεται η χώρα. Να ανασάνει θέλει.
Ποτέ άλλοτε, από τη Μεταπολίτευση, δεν βρεθήκαμε σε τέτοια κατάντια. Στα χέρια του Μητσοτάκη, όπως έλεγε ένας ταπεινός ναύτης στη «Βάρδια» του Καββαδία για έναν λοστρόμο που ήτανε ρουφιάνος, η Ελλάδα «δεν πεθαίνει, σαπίζει». Η χώρα σαπίζει και δεν το ’χουμε πάρει πρέφα. Γιατί αυτή η νοσηρότητα είναι ύπουλη και παραλύει αργά και διαβρωτικά τις διαθέσεις. Σε ναρκώνει όπως το δηλητήριο, που σιγά σιγά το συνηθίζεις και φτάνεις κάποια στιγμή να το έχεις ανάγκη, γιατί η νοσηρότητα είναι εθιστική και προκαλεί εξάρτηση βαριά.
Αυτός ο αλλόκοτος τύπος, που κάθεται στην καρέκλα, δεν μας αξίζει. Το λένε με όποιον τρόπο μπορούν οι απλοί άνθρωποι στις δημοσκοπήσεις «Θέλουμε τον Κανέναν»! Ακόμα κι αυτός θα ήταν καλύτερος από τον σημερινό. Στον εξαγορασμένο βούρκο όπου ο Μητσοτάκης ακόμα υπάρχει, πλησιάζει η ώρα που ο «Κανένας» θα καρφώσει το δόρυ του στο μέτωπο μιας μονόφθαλμης και διεφθαρμένης εξουσίας.