Του Μανώλη Κοττάκη
Μελέτησα τα πρακτικά του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών που διεξήχθη αμέσως μετά το δημοψήφισμα (τα αποκάλυψαν το Σάββατο τα «Νέα»). Δεν ήταν τόσο ενδιαφέροντες οι διάλογοι όσο εκείνοι που έγιναν στο ίδιο κτίριο, στο γραφείο του Προέδρου, μεταξύ του Χρήστου Σαρτζετάκη, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου τον Νοέμβριο του 1989, στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών, για να καταλήξουμε στη συγκρότηση της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, αλλά είναι πάντως ένα αξιοσημείωτο κείμενο.
Δεν είναι, όμως, ένα ιστορικό κείμενο. Ιστορικό είναι για την εσωκομματική ιστορία της Αριστεράς, για την προσωπική υστεροφημία ή μη του Τσίπρα και για την τελική μετακίνηση του κόμματος που λεγόταν τότε ριζοσπαστικό από το αντισύστημα στο βαθύ σύστημα. Εντός του οποίου έκανε ιδιωτικοποιήσεις και περιέκοψε συντάξεις. Τις μεταρρυθμίσεις που θα έκανε δηλαδή ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα και θα χειροκροτούσαν ασμένως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Στέφανος Μάνος.
Από αυτή την άποψη, ναι, τα πρακτικά της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών είναι ένα ενδιαφέρον πολιτικό κείμενο. Δείχνει πως ένας πολιτικός σχηματισμός που ηγεμόνευε ιδεολογικά από τη Μεταπολίτευση αλλά στην πράξη εκινείτο στις παρυφές του πολιτικού συστήματος και διεκδίκησε τις εκλογές του 2012 με τη δήλωση Τσίπρα στη Στάη «το νόμισμα δεν είναι φετίχ», έφτασε το καλοκαίρι του 2015 να ομολογεί πίσω από τις κλειστές πόρτες του Προεδρικού Μεγάρου ότι «η ρήξη με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι επιλογή». Και ότι δεν υπάρχει εκείνος… ο άλλος δρόμος που συνήθως μας έλεγαν για να μας εντυπωσιάσουν. Δείχνει επίσης και στο σημείο που ο πρώην πρωθυπουργός ομολόγησε ότι «δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις» ότι δικαιώνεται πανηγυρικά η φράση που είδα πρόσφατα σε μία ασήμαντη ξένη ταινία: «Προοδευτικός είναι αυτός που ονειρεύεται έναν κόσμο που είναι πολύ τεμπέλης για να τον φτιάξει!»
Τα πρακτικά του 2015 έχουν αξία, λοιπόν, αν μπορεί να το κατανοήσει αυτό και ο αστικός κόσμος τής από εδώ πλευράς, γιατί από την ανάγνωσή τους προκύπτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας ουσιαστικά χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα για να κάνει ρήξη με το κόμμα του και μάλιστα με την τάση που τον έκανε αρχηγό το 2007 (το αριστερό ρεύμα) και όχι με την Ένωση, ώστε να το μετατρέψει στον έναν από τους δύο πόλους του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αντικαθιστώντας το ΠΑΣΟΚ. (Απέτυχε). Αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί ζητούσε και τη δημοσιοποίηση των πρακτικών η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Για να τον εκθέσει εσωκομματικά ότι προδίδει τις αρχές της Αριστεράς. Ωστόσο, ο ίδιος ο Τσίπρας αμέσως έπειτα από το δημοψήφισμα οχυρώθηκε πίσω από το 62% που επιδίωξε και έλαβε, εξώθησε την κομμουνιστογενή τάση του κόμματός του στην έξοδο χωρίς να χρεωθεί ιστορικά τη διάσπαση της Αριστεράς, και το φθινόπωρο κατέστησε με δεύτερες εκλογές συνένοχους τους Έλληνες για το τρίτο Μνημόνιο. Παραδόξως, μάλιστα, όπως προκύπτει από προσεκτική μελέτη των πρακτικών, ο Τσίπρας άφησε κατά τη διάρκεια της σύσκεψης ευθείες νύξεις ότι θα πάει σε εκλογές για να νομιμοποιήσει αμέσως το Μνημόνιο.
Είπε ότι «τίποτα μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν θα γίνει ερήμην του ελληνικού λαού» και όταν ο Μεϊμαράκης το «έπιασε» και τον ρώτησε αν θα κάνει νέο δημοψήφισμα, αναδιπλώθηκε λέγοντας ότι θα ενημερώσει τον ελληνικό λαό. Αλλά οι υπαινιγμοί του, που γίνονται σε δύο σημεία της τοποθέτησής του είναι ευθείς. «Τίποτε ερήμην». Στην πραγματικότητα, με το δημοψήφισμα οι Έλληνες πλήρωσαν τον λογαριασμό από την τσέπη τους για να εγκαθιδρυθεί ο Αλέξης στην καρέκλα του πρωθυπουργού και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ θεωρώντας ότι είναι το καινούργιο απέναντι στο παλιό. Ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα παλαιό που μεταμφιέστηκε σε καινούργιο. Καινούργιες ήταν οι μέθοδοι στερέωσής του.
Κι αν σήμερα κάτι επιχειρεί ο πρώην πρωθυπουργός και με τα πρακτικά και με τις παρεμβάσεις της Μέρκελ και με το βιβλίο που γράφει, είναι να δείξει στους Έλληνες αυτό που έδειχνε στους πολιτικούς αρχηγούς πίσω από τις πόρτες του στο Προεδρικό Μέγαρο: ότι δεν είναι απειλή για το σύστημα. Ότι είναι κεντροαριστερός σοσιαλδημοκράτης, αυτό που ήταν άλλωστε και η ίδια η οικογένειά του πολιτικά ως μέλος της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1989. Όχι Αριστερός πια.
Το μόνο ιστορικό που βρίσκω στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών είναι για εμάς που ξέρουμε τα πρόσωπα ο μαεστρικός τρόπος που τη διοργάνωσε ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Πρώτον, γιατί από την έναρξή της έθεσε το βασικό θέμα ερμηνείας αυτής της σύσκεψης που προσφυώς αποκάλεσε «συνθήκη του πολιτεύματος»: Ήταν το «Όχι» των Ελλήνων ρήξη ή εντολή για νέα διαπραγμάτευση; Από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός είπε το δεύτερο, η σύσκεψη είχε τελειώσει!
Δεύτερον, διότι έχοντας άριστες σχέσεις εκτός από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που μόλις είχε αναλάβει μεταβατικός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, με τη Φώφη Γεννηματά, με τον Σταύρο Θεοδωράκη, με τον Πάνο Καμμένο και με τον Δημήτρη Κουτσούμπα ουσιαστικά προήδρευσε σε μία σύσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή έντασης. Όλοι ήρθησαν στο ύψος των περιστάσεων, ενώ θα μπορούσε να είχε συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Να ορμήσουν όλοι στον Τσίπρα, όπως θα είχαν κάθε λόγο, και να του ζητήσουν εξηγήσεις για την περιπέτεια του δημοψηφίσματος, το οποίο συνειδητοποίησαν ότι χρησιμοποιήθηκε όχι για να βγει η χώρα από την ευρωζώνη, αλλά ως φόντο για την πολιτική επικράτησή του.
Από τα πρακτικά προκύπτουν εμμέσως θετικές αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον γενικό γραμματέα της Χρυσής Αυγής Νίκο Μιχαλολιάκο, ο οποίος, μολονότι αποκλείστηκε από τη σύσκεψη, δεν επιτέθηκε στους πολιτικούς αρχηγούς και στον ίδιο, κάτι που ο κύριος Παυλόπουλος επαίνεσε με τον τρόπο του.
Οι Έλληνες συντηρητικοί πιστεύουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέλυσε την Αριστερά στις εκλογές του 2023 συρρικνώνοντάς την στο 17%. Η αλήθεια είναι ότι την Αριστερά όπως τη γνωρίζαμε τη διέλυσε ο Αλέξης Τσίπρας σε εκείνη τη σύσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο για να την καταστήσει μέρος του ελληνικού δικομματικού συστήματος. Ο κύριος Μητσοτάκης συνέτριψε το 2023, η ιστορία θα δείξει κάποτε με ποιον ακριβώς τρόπο, την ελληνική συστημική Αριστερά, την οποία είχε κάθε λόγο να χρειάζεται ως αντίπαλό του ως μέρος ενός συστήματος που διαθέτει και εναλλακτικές. Και αφού τη διέλυσε και βρέθηκε στο πολιτικό κενό με την αντισυστημική ελληνική Δεξιά στο 20% απέναντί του, τώρα νοσταλγεί αυτήν που διέλυσε και ψάχνεται για καβγά. Για να αναστήσει τον Τσίπρα και για να συσπειρώσει τη Νέα Δημοκρατία. Αυτό είναι το οξύμωρο του κυρίου πρωθυπουργού: επιθυμεί βαθιά μέσα του την πολιτική ανάσταση αυτού που πυροβόλησε και δολοφόνησε με γνωστές μεθόδους μέσα στην προεκλογική περίοδο πριν από δύο χρόνια. Άποψή μου: Και ο πρωθυπουργός και ο Αλέξης ψάχνουν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν λήξει και δεν απασχολούν την ευρύτερη κοινωνία. Η απάντηση στα ερωτήματά τους βρίσκεται στον πυρήνα του 62% του δημοψηφίσματος, ο οποίος τόλμησε μέσα σε μία θάλασσα προπαγάνδας να προφέρει τη λέξη «Όχι» ρισκάροντας. Ούτε αυτός εννοούσε το «Όχι» στο βάθος. Αν το εννοούσε όπως το ερμήνευε η Ζωή, θα είχε πολιορκήσει τα ανάκτορα την επομένη κατά χιλιάδες, Ιούλιο μήνα και πάλι. Ήθελε όμως να γίνει ένα «Ναι» με εθνική αξιοπρέπεια και εθνική ανεξαρτησία.