Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Της μόδας ήτανε τότε, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το παντοφλέ παπούτσι με άσπρη κάλτσα, βελούδινη, να προβάλλει εκτυφλωτικά λευκή στο κουντεπιέ και να σε κάνει να νιώθεις ότι περνάει ο Άρχοντας και τα πλακάκια να τρίζουν.
Εννοείται ότι το πακέτο συμπληρωνόταν από τσιγάρα Όσκαρ ή Παλ Μαλ αρωματικά, νυχάκι συνήθως πένθιμο στο μικρό δάχτυλο, παντελόνι καμπάνα, φτηνό τζιν από τη λαϊκή, φαβορίτα που ήθελε με απόγνωση να μιμηθεί τον Σταμάτη Κόκοτα και μαλλί λασπωτήρα, γεμάτο λιγδωμένες δίπλες να ανεμίζουν τις καταπιεσμένες ερωτικές επιθυμίες στον αποπνικτικό επαρχιακό αέρα.
Στο θεατρικό έργο του Γιώργου Χασάπογλου «Οι κουραμπιέδες», που διαδραματίζεται στο σαλόνι μιας μικροαστικής οικογένειας, πετάγεται κάθε τόσο η γιαγιά, που εμφανώς τα ’χει χαμένα και φωνάζει, διασπώντας άσχετα τη ροή, «ο Θεός μάς φύλαξε και δεν γίναμε κομμουνιστές». Εμένα με έσωσαν από αυτήν την αισθητική κατάντια η μάνα και η φτώχεια μας.
Κάθε φορά που έλεγα στην κυρα-Χρυσάνθη να πάω κι εγώ να πάρω παπούτσια παντοφλέ με άσπρη κάλτσα, μου ’λεγε αυστηρά να κοιτώ τα χάλια μας που έχουμε άλλες προτεραιότητες και να αφήσω στην άκρη τα καμώματα αυτών των παρακεντέδων. Αυτού του είδους οι απαγορεύσεις, που σε φέρνουν πιο κοντά στην τάξη, σου παράγουν περιφρόνηση.
Άμα δεν μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις, αποστρέφεις το βλέμμα. Σε ενοχλεί ασφαλώς ότι δεν μπορείς να το αποκτήσεις. Όμως, βαθμηδόν αποδέχεσαι την ιδέα ότι δεν αποτελεί και καμιά κατάκτηση σημαντική και ότι δεν θα θυσιάσεις την αξιοπρέπειά σου για να γίνεις δούλος μιας πρόσκαιρης κατανάλωσης που θα κρατήσει λίγο και όταν θα τελειώσει, θα σου αφήσει μεγαλύτερο κενό από όσο είχες. Εκλογικεύεις οπότε, προσπερνάς και πας παρακάτω. Εμείς γινήκαμε μάγκες δουλεύοντας. Και τα λεφτά που βγάζαμε τα ακουμπούσαμε σπίτι. Δεν τα κάναμε συνηθισμένα γούστα. Κάτι είναι κι αυτό…
Τα σκέφτομαι διαβάζοντας σήμερα πόσοι περισσότεροι Έλληνες κάθε φορά στερούνται το δικαίωμα να πάνε διακοπές. Τελευταία φορά που πήγα σε νησί ήταν παραμονές της χρεοκοπίας, το 2009. Μοίρασε το σωματείο μας κάτι κουπόνια και τα δικαιούμουν. Όταν είδα πόσοι άνθρωποι αμήχανοι σαν κι εμένα συνωστίζονταν για τον ίδιο λόγο στα γραφεία της Ένωσης, κίνησα να φύγω από ντροπή. «Μην είσαι ανόητος» μου είπε τότε μια συνάδελφος, που πολύ εκτιμώ. «Με το αίμα μας τα έχουμε δουλέψει αυτά τα παλιόχαρτα». Έτσι, στάθηκα και δεν έφυγα.
Έχω να πάω κανονικά διακοπές τα τελευταία 16 χρόνια. Μαζεύομαι στο τσαρδάκι μου, τα λίγα που μου περίσσευαν τα περασμένα χρόνια τα ’δινα στα παιδιά μου, που τώρα δεν τα ’χουνε καν ανάγκη. Έχω μάθει να περιφρονώ τις διακοπές και ό,τι μου θυμίζει πως είμαι άνθρωπος. Δεν γουστάρω εικόνες καραβιών και ειδυλλιακών τοπίων από νησιά -βάζω στο facebook θυμωμένη φάτσα σε όσους τα αναρτούν- και επιμένω να ψηφίζω τους ίδιους με την προσδοκία ότι μια φορά θα αξιωθώ να ξαναδώ κι εγώ κάποτε τις Κυκλάδες.
Στο μεταξύ, γίνηκα χειμερινός κολυμβητής και λέω χαμογελώντας «θα ’χουμε πάντα τον Άλιμο». Ίσως γι’ αυτό τα παιδιά στην παραλία, όταν σκάω μύτη, με προσφωνούν: «Ρε, καλώς τον “Καζαμπλάνκα”».