Το κράτος με βασικό εργαλείο την δημόσια διοίκηση όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και χάρις στις κατακτήσεις των κοινωνικών αγώνων αποτελούσε βασικό θεσμό για την οργάνωση, τη σταθερότητα και τη συνοχή κάθε κοινωνίας. Μέσα από τη λειτουργία του ρυθμιζόταν η οικονομική και κοινωνική ζωή ,διασφαλιζόταν η πρόσβαση των πολιτών σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες και η προστασία των δικαιωμάτων τους.
Ωστόσο, από τα τέλη του 20ού αιώνα και κυρίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, επιβλήθηκε η επιλογή της συρρίκνωσης του δημόσιου χαρακτήρα του κράτους, ως μέσο εξόδου από τη δημοσιονομική κρίση και προσέλκυσης επενδύσεων. Δυστυχώς, η εμπειρία αυτής της πολιτικής είχε και συνεχίζει να έχει καταστροφικές συνέπειες σε όλη την , με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ελλάδα , επιβεβαιώνοντας πως η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα χωρίς κοινωνικές δικλείδες οδηγεί σε σοβαρές ανισορροπίες.
Ειδικότερα στη χώρα μας, γίνεται μια συστηματική προσπάθεια συρρίκνωσης του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το κόλπο που εφαρμόζεται, είναι το κόλπο του «υπερώριμου-σάπιου φρούτου». Δημόσιες δομές και λειτουργίες οδηγούνται στην υποβάθμιση μέσω της υποχρηματοδότησης, ελλείψεων σε προσωπικό και κρίσιμους πόρους, κατασπατάλησης και κακοδιαχείρησης των διαθέσιμων πόρων επ’ ωφελεία ημετέρων και του κομματικού στρατού, λειτουργία χωρίς έλεγχο, χωρίς ουσιαστικά μετρήσιμους και αξιολογήσιμους στόχους, ανορθολογική στελέχωση όχι με τους καταλληλότερους αλλά με τους ¨δικούς μας¨.
Για αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η περίφημη αξιολόγηση στο Δημόσιο διενεργείται όχι επί της επιτυχούς εκτέλεσης των καθηκόντων των υπαλλήλων, αλλά επί σχεδίων δράσης των υπουργείων που συντάσσονται ερήμην των υπηρεσιών στα πλαίσια «άσκησης» της κυβερνητικής πολιτικής, και οι υπάλληλοι δεν κρίνονται από τους προϊσταμένους τους για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα ισχύοντα οργανογράμματα, αλλά με βάση «ποιοτικά» έως και εντελώς υποκειμενικά κριτήρια στο πλαίσιο του δήθεν «επιτελικού κράτους» και της «αριστείας» για την επιτάχυνση και την προώθηση της κυβερνητικής ατζέντας και την κατά προτεραιότητα υλοποίηση «ουρανοκατέβατων» έργων είτε με την διαδικασία της απευθείας ανάθεσης είτε με πολύ υψηλό προϋπολογισμό και αμφιλεγόμενο φυσικό αντικείμενο.
Ως λογικό αποτέλεσμα των παραπάνω επέρχεται η εμφανής δυσλειτουργία του δημοσίου και του κράτους και με την αγαστή συνέργεια από τα «πετσωμένα» ΜΜΕ που αξιοποιούν τον κοινωνικό αυτοματισμό υπέρ της κυβερνητικής προπαγάνδας διογκώνεται η δικαιολογημένη αγανάκτηση των πολιτών που έρχονται αντιμέτωποι με μια εχθρική και σάπια δομή. Έχοντας λοιπόν χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, η οποία εύλογα έχει έντονη κριτική διάθεση και αιτήματα βελτίωσης και αλλαγής αυτής της κατάντιας, το ίδιο πολιτικό προσωπικό που οδήγησε σε αυτήν την σαπίλα, καταδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα αδιέξοδα για να αντιπροτείνει νέα σχήματα και δομές, με περιορισμένο το δημόσιο χαρακτήρα και περισσότερη διείσδυση της κερδοσκοπικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Τα τελευταία 6 χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει βάλει στο στόχο της τις εναπομείνασες δομές, σε τέτοιο σημείο, που το κράτος ήδη δείχνει σημάδια διάλυσης ενώ η ίδια κυβέρνηση εγκληματεί σε βάρος της κοινωνίας και του δημόσιου συμφέροντος.
Α. Σκοπός της συρρίκνωσης του κράτους
Η συρρίκνωση του κράτους συνδέεται με την προσπάθεια περιορισμού του δημοσίου και την ενίσχυση της ελεύθερης αγοράς. Οι βασικοί στόχοι αυτής της πολιτικής είναι:
• Η μείωση των κρατικών δαπανών και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
• Η ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, με το επιχείρημα της αύξησης αποδοτικότητας.
• Η προσέλκυση επενδύσεων μέσω “φιλικού” περιβάλλοντος προς την επιχειρηματικότητα.
• Η ενίσχυση της ατομικής ευθύνης και η μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Β. Οι συνέπειες στην ελληνική κοινωνία
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην Ελλάδα, κυρίως στο πλαίσιο των μνημονιακών προγραμμάτων (2010–2018), είχε σημαντικές και συχνά οδυνηρές κοινωνικές συνέπειες.
Κατάρρευση του κοινωνικού κράτους
Η περικοπή δημόσιων δαπανών οδήγησε σε δραματική υποβάθμιση υπηρεσιών υγείας, παιδείας και πρόνοιας.
Συγκεκριμένα στον τομέα της παιδείας: Υποβάθμιση με περισσότερα παιδιά ανά τάξη, κακοπληρωμένους εκπαιδευτικούς, με λιγότερους μόνιμους και περισσότερους ωρομίσθιους και αναπληρωτές και με προσπάθεια δημιουργίας σχολείων πολλών ταχυτήτων. Παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα σε ιδιωτικά σχολεία να παρέχουν Μπακαλορεά (Baccalaureate) και να ανοίγει η ¨πόρτα¨ για είσοδο μαθητών χωρίς πανελλήνιες στα πανεπιστήμια, νομοθετήθηκε η λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων και συνεχίζεται η υποχρηματοδότηση και η μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού στα δημόσια πανεπιστήμια.
Χαρακτηριστικό των αδιεξόδων του δημόσιου σχολείου και των ευκαιριών που ανοίγονται στα ιδιωτικά, είναι το πρωτοφανές κύμα εξαγορών και επενδύσεων από ξένα funds και εκπαιδευτηρίων σε ελληνικά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο (Πλάτων, ΕλληνογερμανικήΑγωγή, Σχολή Μωραϊτη, The internationalSchool of Athens, Κωστέας Γείτονας, Εκπαιδευτήρια Δούκα, Αυγουλέα).
Σημείο των καιρών και η καταβαράθρωση στις προτιμήσεις των παιδιών των παιδαγωγικών σχολών, με αποτέλεσμα να πέσουν πάρα πολύ και οι βάσεις εισαγωγής, με ότι αυτό σημαίνει για την ποιότητα των μελλοντικών μας δασκάλων. Σε συνδυασμό με την άρση της μονιμότητας, δεν βρισκόμαστε μακριά από το χρονικό σημείο αυτό που θα βλέπουμε να προκηρύσσονται θέσεις εκπαιδευτικών (ειδικά στην επαρχεία) που δεν θα καλύπτονται λόγω μη ενδιαφέροντος από τους εκπαιδευτικούς, ομοίως όπως γίνεται με τους γιατρούς.
Στον τομέα της υγείας: Οι παρατεταμένες, εδώ και χρόνια, ελλείψεις σε προσωπικό και η υποχρηματοδότηση, έχουν οδηγήσει στην απαξίωση των δημόσιων νοσοκομείων όχι μόνο από τους πολίτες που έχουν την ευχέρεια της ιδιωτικής υγείας, αλλά και από το ιατρικό προσωπικό που με αυτές τις εξαντλητικές συνθήκες δουλειάς και τους χαμηλούς μισθούς, αρνείται να τα στελεχώσει. . Μεταξύ 2009–2015, οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν κατά 35% (Πηγή: Eurostat, OECD) .
Παράλληλα το άνοιγμα στον ιδιωτικό τομέα με τα απογευματινά χειρουργεία, τα απογευματινά ιατρεία και την παράλληλη απασχόληση των ιατρών, έχει καταστήσει την ¨δημόσια δωρεάν υγεία¨ αρκετά ακριβή για τους πολίτες. Μάλιστα οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, βλέποντας την αδυναμία των δημόσιων νοσοκομείων να καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών , μύρισαν αίμα, και έχουν ανεβάσει τα ασφάλιστρα πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.
Έκρηξη ανεργίας και φτώχειας
Η ανεργία έφτασε στο 27,5% το 2013 (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 60%. Ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε στο 36% του πληθυσμού το 2014. Η λιτότητα οδήγησε σε μείωση μισθών, συντάξεων και αγοραστικής δύναμης.
Μεγάλη φυγή μορφωμένου δυναμικού (brain drain)
Πάνω από 500.000 νέοι, κυρίως επιστήμονες και πτυχιούχοι, μετανάστευσαν στο εξωτερικό μεταξύ 2010 και 2020, αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες εργασίας, αξιοπρεπείς αποδοχές και συνθήκες ζωής. Πολλοί εξ αυτών δεν διατηρούν πρόθεση επιστροφής, γεγονός που εντείνει το δημογραφικό πρόβλημα και υπονομεύει την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας (Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος, 2021).
Ιδιωτικοποιήσεις και απώλεια δημόσιου ελέγχου
Το κράτος αποσύρεται σταδιακά από κρίσιμους τομείς δημοσίου συμφέροντος, με τις κυβερνήσεις να απαξιώνουν την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης για την προστασία των πολιτών και την κοινωνική συνοχή.
Δημόσιες επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΛΠ, περιφερειακά αεροδρόμια) πέρασαν σε ιδιωτικά ή ξένα συμφέροντα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές αυξήθηκαν χωρίς αντίστοιχη βελτίωση της ποιότητας.
Ελεγκτικές λειτουργίες του κράτους φεύγουν από δικαιοδοσία των υπουργείων και δίνονται σε ανεξάρτητες αρχές. Ανεξάρτητες αρχές που μόνο ανεξάρτητες δεν είναι (διορίζονται από την κυβερνητική πλειοψηφία), είναι υποστελεχωμένες και κακοστελεχωμένες, με άπειρα αναχώματα που δυσκολεύουν την λειτουργία τους και που μέχρι σήμερα τα αποτελέσματά τους είναι αποκαρδιωτικά. Με μόνη εξαίρεση την ΑΑΔΕ για ευνόητους λόγους.
Οι ανεξάρτητες αρχές όπως λειτουργούν στην Ελλάδα, χρησιμοποιούνται από την κυβερνητική πλειοψηφία για να διορίζονται και εκτός ΑΣΕΠ οι κομματικοί εκλεκτοί τους με παχυλούς μισθούς, να γίνονται με λιγότερα προβλήματα και ελέγχους οι δουλειές των ¨κολλητών¨ τους και να αποποιούνται τις ευθύνες που κανονικά τους βάραιναν.
Τελευταία παραδείγματα είναι η απόσπαση του συνόλου των ελέγχων λειτουργίας της αγοράς – άμεσα συνδεδεμένων με το καυτό ζήτημα της ακρίβειας και της αποποίησης της αυταπόδεικτης κυβερνητικής ευθύνης – από τις αρμόδιες σκοπίμως υποστελεχομένες δημόσιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης (Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς, Γενική Γραμματεία Εμπορίου, Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας) και η «ανάθεση» τους σε υπό σύσταση νέα ανεξάρτητη αρχή καθώς και η υπαγωγή του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ ακυρώνοντας μέρος της λειτουργίας του, στο πλαίσιο πιθανότατα της «εξαφάνισης» ενοχοποιητικών στοιχείων των ποινικών ευθυνών στο πλαίσιο των δικαστικών ερευνών του σκανδάλου του κομματικού πλιάτσικου των επιδοτήσεων από την ΝΔ.
Διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων
Η συρρίκνωση του κράτους ενισχύει τον κοινωνικό διαχωρισμό. Όσοι έχουν οικονομική δυνατότητα καταφεύγουν σε ιδιωτικά σχολεία, νοσοκομεία και υπηρεσίες, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του λαού αντιμετωπίζει την υποβάθμιση των δημοσίων δομών. Το χάσμα συνεχώς βαθαίνει, υπονομεύοντας την κοινωνική ενότητα και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς ,ευνοώντας σε αντιστάθμισμα τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Γ. Τι σημαίνει όμως τελικά η αποδυνάμωση της δημόσιας διοίκησης και των κρατικών θεσμών και λειτουργιών;
Η αποδυνάμωση της δημόσιας διοίκησης και των κρατικών θεσμών και λειτουργιών αποτελεί ουσιαστικά την θεσμική συνιστώσα της συρρίκνωσης του κράτους και της απώλειας της ίδιας της κυριαρχίας της χώρας που βιώνουμε με ένταση ως αποτέλεσμα της επιβολής των μνημονιακών πολιτικών μετά το 2010.
Για αυτό και οι πολιτικές που προκαλούν αυτή την αποδυνάμωση -όπως αναλύθηκαν παραπάνω – είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις άλλες κύριες συνιστώσες της συρρίκνωσης του κράτους και της απώλειας της κυριαρχίας και ειδικότερα :
• την οικονομική συνιστώσα, με την επέκταση και επιβολή των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων υπηρεσιών και των τραπεζών, και μάλιστα με προτεραιότητα συμμετοχής στο ξεπούλημα τους από ξένα κεφάλαια , αλλά και την δραματική μείωση των δημόσιων δαπανών
• την πολιτική συνιστώσα με την παρέμβαση και εποπτεία της χώρας αρχικά από ΔΝΤ και ΕΕ και στην συνέχεια από την ΕΕ και τους ‘’δανειστές’’ με συνέπεια την έξωθεν επιβολή «μεταρρυθμίσεων» αλλά και όρων ώστε οι προϋπολογισμοί της χώρας να περιλαμβάνουν καταναγκαστικά «πλεονάσματα» και να απαιτούν έξωθεν έγκριση.
Δυστυχώς είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όλα αυτά οδηγούν σε καταστροφικά και τραγικά αποτελέσματα σε ότι αφορά την εδαφική συνιστώσα της κυριαρχίας με εξασθένιση ως και εξάλειψη της αμυντικής μας ικανότητας που αργά ή γρηγορότερα οδηγεί σε απώλεια ακόμη και εδαφών ή καταναγκαστική εκχώρηση ή σφετερισμό των δικαιωμάτων της χώρας από ξένες επιβουλές.
Η Τουρκική πολιτική της «Γαλάζιας Πατρίδας», οι βόλτες τουρκικών ερευνητικών πλοίων στο Αιγαίο, οι παλινωδίες των κομμάτων εξουσίας και της κυβέρνησης στην Ελλάδα σχετικά με την ΑΟΖ και τα σχέδια συνδιαχείρισης στο Αιγαίο, αποτελούν καταφανείς προειδοποιήσεις για επερχόμενες εθνικές καταστροφές, αν δεν αλλάξουν οι πολιτικές που εφαρμόζονται και δεν ανατραπεί και αναστραφεί η επιταχυνόμενη πλέον πορεία συρρίκνωσης και διάλυσης του κράτους.
Το ζητούμενο για το μέλλον
Η πολιτική συρρίκνωσης του κράτους, βασικός άξονας της νεοφιλελεύθερης ΕΕ ,στην Ελλάδα των υποτακτικών κυβερνήσεων εφαρμόστηκε με πρωτοφανή ένταση μετά , στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων. Αν και πέτυχε σε κάποιους δημοσιονομικούς στόχους, η κοινωνική της επίπτωση υπήρξε βαρύτατη: διάλυση κοινωνικών δομών, μαζική ανεργία, φτώχεια, φυγή νέων επιστημόνων και απώλεια του δημόσιου ελέγχου σε βασικούς τομείς. Η εμπειρία αυτή ανέδειξε ότι ένα κράτος δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε ρόλο “επόπτη της αγοράς”, αλλά οφείλει να είναι ενεργός ρυθμιστής, προστάτης των ευάλωτων και φορέας κοινωνικής συνοχής.
Το ζητούμενο για το μέλλον δεν είναι απλώς “λιγότερο κράτος”, αλλά καλύτερο, δημοκρατικό, δικαιότερο και αποτελεσματικό κράτος που θα στηρίζει ενεργά την πρόοδο και την ευημερία όλων των πολιτών.
Ένα κυρίαρχο κράτος με λαϊκή κυριαρχία, με οικονομική ανάπτυξη και αμυντική ικανότητα που θα διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική ανεξαρτησία.