Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Στρατής Φιλιππότης – Γιάννης Καιροφύλλας

Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που μεγάλωσαν στην Αθήνα και παρά τα όσα της καταμαρτυρούν – δικαίως ή αδίκως – οι διάφοροι ειδικοί και μη, δεν αλλάζω μια βόλτα στο αποκαλούμενο «ιστορικό κέντρο» αντικρίζοντας τον Παρθενώνα, με οποιαδήποτε εξοχή με τους καθαρούς αέρηδες και τα κελαριστά ρυάκια (ξέρετε αυτά που μουρμουρίζουν διάφορους σκοπούς από όπερες του Βέρντι μέχρι νανουρίσματα του Χατζηδάκι…) του κόσμου.

Ένα από τα πιο σημαντικά εκδοτικά επιτεύγματα για την Αθήνα  είναι η σειρά των βιβλίων των εκδόσεων Φιλιππότη με θέμα το Κλεινόν  Άστυ, αρχής γενομένης με το βιβλίο «Η Αθήνα και οι Αθηναίοι», μία έκδοση υψηλών προδιαγραφών.

Ο πατριάρχης των εκδόσεων και φίλος μου Στρατής Φιλιππότης δυστυχώς δεν βρίσκεται πιά κοντά μας.

Τους «Αθηναίους» λοιπόν, ακολούθησαν πολλά βιβλία του ξεχωριστού  Αθηναιογράφου κ. Γιάννη Καιροφύλλα, τα οποία αναφέρονται στη ιστορία της Αθήνας κατά δεκαετία ή ιστορική περίοδο (π.χ. «Η Αθήνα του Μεσοπολέμου», «Η Αθήνα της Μπελ Επόκ») ή ακόμα και κατά λαογραφική ιδιαιτερότητα («Η Αθηναϊκή Αποκριά», «Η Αθηναϊκή Σάτιρα», κ.λπ.). Είναι συνολικώς το έργο, μια τοιχογραφία, όπως λένε οι επαΐοντες, της  ιστορίας της Αθήνας.

Όμως, νομίζω ότι η κορωνίδα των Εκδόσεων του, μακαρίτη πλέον, Στρατή Φιλιππότη, είναι το «Αθηναϊκό Ημερολόγιο», και είναι μια συλλογική δουλειά των Καιροφύλλα και Φιλιππότη.

Αυτό κι’ αν είναι τοιχογραφία.

Και τι δεν έχει φιλοξενηθεί στις σελίδες του.

Από τις κορυφές του πνεύματος, μέχρι τους μεγάλους καλλιτέχνες που έγραψαν ιστορία στο χώρο τους και τους μεγάλους πολιτικούς που άφησαν τη σφραγίδα τους, θετική ή αρνητική, στην ιστορία της Πατρίδος μας.

Και όχι μόνον. Στις σελίδες του «Ημερολογίου», η έκδοση του οποίου αποτελεί πλέον ένα ετήσιο γεγονός και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον από τους φανατικούς πιστούς του και όχι μόνον, βλέπουν το φως και διάφορες νοσταλγικές πινελιές από παλαιούς Αθηναίους, οι οποίοι περιγράφοντας την παλιά καλή εποχή τους, βρίσκουν ευκαιρία να ρίξουν και τις μπηχτές τους στα σημερινά κακώς, κατά τη γνώμη τους βέβαια, κείμενα. Και όλα αυτά διανθισμένα με τα κλασικά πλέον «πού είναι εκείνα τα χρόνια με τις γαζίες» κ.λπ., κ.λπ.

Καίτοι δεν ανήκω στους νέους της εποχής, αφού έχω διαβεί προ πολλού (ευτυχώς, όχι ακόμη τον Ρουβίκωνα…) τα 50, τα οποία ο μεγάλος βάρδος μας Γιώργος Ζαμπέτας έχει οριοθετήσει ως τη νεανική ηλικία της εποχής, εν τούτοις δεν αντέχω στον πειρασμό να κάνω μια δυό συγκρίσεις με το «αλησμόνητο» τότε και το «πεζό» τώρα.

Γύρω στο 1921 λοιπόν ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, πιο γνωστός με το ψευδώνυμο «Τυμφρηστός» έγραψε το μυθιστόρημα «Η Ωραία του Πέραν». Είναι μια ιστορία αγάπης, μίσους, πάθους και πόνου, όπως θα έλεγαν οι παλιότεροι κριτικοί κινηματογράφου. Στο έργο αυτό, που σήμερα μοιάζει με γλυκανάλατο μελό και διαδραματίζεται στο Πέραν της Πόλης, περιγράφεται ο έρωτας και το τραγικό τέλος δύο νέων του Αιμίλιου και της Ερμιόνης. Κάποια στιγμή λοιπόν ο Αιμίλιος τραγουδά στην αγαπημένη του:

«Κοιμήσου άστρο μου γλυκύ

τα βλέφαρά σου κλείσε,

για σένα κάποιος αγρυπνεί.

Στον ύπνο σου κοιμού,

Κοιμήσου αγγελούδι μου,

Και ύπνος μου συ είσαι, και τ’ όνειρον εμού…»

Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει διευκρινιστική σημείωση, στην οποία αναφέρει: «Το τραγούδι αυτό το έβαλα και γιατί τραγουδιόταν στην Πόλη την εποχή που ξετυλίγεται το έργο μου, αλλά και ως χαρακτηριστικό της ιδανικής και ποιητικής εκείνης εποχής μπροστά στη σημερινή υλιστική και πεζή με τα χυδαία τραγούδια της: ‘’Σφίξε με’’, ‘’Πρέπει να μπει ο σύρτης’’, ‘’Θέλω να ιδώ τον Πάπα’’ και τα παρόμοια»

Σκεφθείτε να ζούσε σήμερα ο Τυμφρηστός και να άκουγε τα σημερινά άσματα («Πιο χαμηλά, πιο χαμηλά», «Σταυρώστε με σταυρώστε με…» κ.λπ.)…

Εάν όμως τα σημερινά είναι απαράδεκτα, γιατί τα χθεσινά είναι λίγο καλύτερα από την… «Ιλιάδα»;

Απολαύστε στίχους γραμμένους το 1933:

Οι διαβάτες στο δρόμο αραιώνουν

ερημιά, η νυχτιά είναι παγερή

ένας σκύλος ουρλιάζει με πόνο

λες και κάτι ο δόλιος θρηνεί

Ο βοριάς με μανία μουγκρίζει

μια σειρήνα κλαυθμυρίζει

κι από πέρα ένα ρολόι

χτυπά την ώρα σιγά

Είναι μεσάνυχτα

κι όλη η φύσις ησυχάζει

κι όμως ένας που σπαράζει

δεν κοιμάται, ξενυχτά

Αχ θυμάται με μαράζι

μια γυναίκα π’ αγαπά τρελά

την ζητά κι’ αναστενάζει

μα αυτή είναι μακριά

Το πασίγνωστο αυτό τραγούδι αποτέλεσε το χάι λάιτ, όπως θα λέγαμε σήμερα, για πολλές δεκαετίες. Ακόμα και σήμερα μετά τα πρώτα… δέκα – δεκαπέντε ποτηράκια, σε κοινωνικές συγκεντρώσεις μπορεί να το θυμηθεί κάποιος καλλικέλαδος μερακλωμένος και να το σιγοτραγουδήσει ή και να το… δυνατοτραγουδήσει.

Όμως πέστε μου, έχετε διαβάσει πιο ανακόλουθους στίχους;

Για φέρτε στον νου σας, ο σκύλος να ουρλιάζει και μάλιστα με πόνο, ο βοριάς να μουγκρίζει με μανία, μια σειρήνα (τι είδους σειρήνα άραγε ήταν αυτή, αφού τότε ούτε περιπολικά, ούτε security υπήρχανε, άρα ήταν σειρήνα πολέμου) να κλαυθμυρίζει και σαν επιστέγασμα όλων αυτών ένα ρολόι  να χτυπάει τις ώρες σιγά…

Μετά από όλον αυτό τον ορυμαγδό, ήθελα να ήξερα πώς ήταν δυνατόν να ησυχάζει όλη η φύσις…

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με ένα άλλο πασίγνωστο τραγουδάκι που γράφτηκε το 1940. Το «Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε». στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ ο Εκείνος προέτρεπε την Εκείνη:

Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε, μια νύχτα μόνο έλα,

να πιούμε και να μπερμπαντέψουμε με λύσσα και με τρέλα.

μέσα στους δρόμους να κυλιόμαστε, με γεια μας με χαρά μας,

να ’χουμε κάτι να θυμόμαστε και στα γεράματά μας.

Μη μου πείτε. Εδώ πάει και αυτό το γνωστό και χιλιοειπωμένο «στην εποχή μας τα τραγούδια είχαν όμορφο στίχο…», ενώ εδώ μιλάμε για κραιπάλη και μάλιστα κατά πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου.

Όμως, θα συμφωνήσετε ότι, κάπως έτσι πρέπει να είναι τα νιάτα και ορθώς ο στιχουργός το τοποθετεί το θέμα: «Να ’χουμε κάτι να θυμόμαστε και στα γεράματά μας»… Σοφόν σοφότατον, διότι όταν περάσουν τα χρόνια και έλθουν στα μαλλιά τα χιόνια (κάπου αναφέρεται και κάποιος παρόμοιος στίχος) και βρίσκονται οι παλιόφιλοι μεταξύ τους δεν λένε ποτέ «θυμάσαι τότε που κάναμε τις φιλολογικές συγκεντρώσεις;», αλλά «θυμάσαι τότε που τα σπάσαμε στην Πλάκα;».

Εκεί ακριβώς βρίσκεται και όλη η διαφορά. Εκεί έχει και τη ρίζα του το περίφημο «χάσμα των γενεών». Όταν είσαι 20 χρονών όλα είναι ωραία και οι γαζίες και οι βασιλικοί στη γλάστρα και το κρύο νερό στο κανάτι και ως ωραία τα θυμάσαι. Τα σημερινά, τώρα που έχεις ξεπεράσει τα δεύτερα «ήντα», τα βρίσκεις όλα λάθος, διότι προφανώς δεν μπορείς να τα κάνεις.

Σε όλες αυτές τις παραπάνω και αμπελοφιλοσοφικές σκέψεις με οδήγησαν τα κείμενα του «Αθηναϊκού Ημερολογίου».

Είναι κείμενα, που γεφυρώνουν θαυμάσια το χθες με το σήμερα, αλλά και κάνουν ευρύτερα γνωστές άγνωστες πτυχές της Αθηναϊκής ζωής, είτε αυτές αφορούν το πνεύμα, είτε την τέχνη, είτε την ιστορία. Και δεν είναι μόνον αυτό. Είναι και ο τρόπος που τα παρουσιάζουν. Απλός εύληπτος, κατανοητός, ανάλαφρος.

Το περίφημο «Αττικόν Άλας» περισσεύει στις σελίδες του «Ημερολογίου».

Γι’ αυτό άλλωστε και… ενηλικιώθηκε. Και γι’ αυτό θα φθάσει και στα Εκατό, πράγμα που εύχομαι ολόψυχα.

Να είστε καλά Κύριε Καιροφύλλα.

Να είστε καλά, όπου και να είστε,  Κύριε Φιλιππότη.

Ακατάλληλο για κάτω των 18 ετών…

Τι σε λίγες μέρες;

Γελάσαμε βρε παιδιά…

Προτιμάτε τα ελληνικά προϊόντα…

Να ο πραγματικός μάγκας

Τώρα, εδώ που τα λέμε έχει και τα δίκια της

§ Καμιά φορά, συνεργάζεσαι  με ανθρώπους, καλή τη πίστη, χωρίς να εξετάσεις  το παρελθόν τους, όπως εγώ με την «δημοκρατία». Με ξύπνησε, ευτυχώς εγκαίρως, η υπόθεση του ραδιοφωνικού σταθμού, που σχεδίαζε να λειτουργήσει ο «Συγκρότημα Φιλιππάκη». Η υπόθεση είναι γνωστή και να μη τη ξαναλέμε. Απλώς να θυμίσουμε ότι η κυβέρνησή μας ενεργοποίησε ένα νόμο που για 13 χρόνια «κοιμόταν». Θυμάστε την μεταπολιτευτική αναδρομική ισχύ (!) των νόμων; Κάτι τέτοιο. Έψαξα λοιπόν και βρήκα  πράγματα και θάματα. Συγκεκριμένα, από την έρευνά μου, προέκυψε ότι το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο στεγάζεται η «δημοκρατία», στην οδό Ερατοσθένους,  ήταν ιδιοκτησία του Οδυσσέα Ανδρούτσου και στην διαθήκη του αναφέρει σαφώς, ότι αυτό δεν μπορεί να διατεθεί για στέγαση δημοσιογραφικού συγκροτήματος, τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτου του οποίου να είναι  Ι.Φ. Οι εγκαταστάσεις της «Θεσσαλονίκης» στην οδό Μητροπόλεως της συμπρωτεύουσας, σύμφωνα με χρυσόβουλο της εποχής, είναι κληροδότημα του Χασάν Ταξίμ Πασά στο γιό του Κενάν Μεσαρέ με την ρητή εντολή να μην επιτραπεί άλλη χρήση του, εκτός από χαμάμ. Η διαθήκη βρίσκεται σε συμβολαιογραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο όμως δεν μπόρεσα να εντοπίσω. Εγώ τα βρήκα. Εναπόκειται τώρα στον κ. Μαρινάκη (στον Παύλο, για να μη παρεξηγούμαστε) να τα αξιοποιήσει.

§ Το περασμένο Σάββατο, στο Πολεμικό Μουσείο, παρουσία του ΥΕΘΑ κ. Δένδια και με την φιλική συμμετοχή του κορυφαίου μας Γιώργου Χατζηνάσιου, δόθηκε από την Στρατιωτική Μουσική της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως Υποστηρίξεως Στρατού, συναυλία με αφορμή την συμπλήρωση 200 χρόνων από της ιδρύσεώς της.  Παρακολουθώντας την πολύ προσεγμένη δουλειά των μουσικών του Στρατού μας, θυμήθηκα μία βλακεία, από τις πολλές της εποχής σε όλα τα επίπεδα,  που είχε εκτοξεύσει κάποιος, αμέσως μετά την μεταπολίτευση στα πλαίσια της γενικής… «ξεφτιλοποιήσεως» του Στρατού: «Οι στρατιωτικές μπάντες έχουν την ίδια σχέση με τη μουσική, που έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο». Να του πω μόνο αυτού του ξερόλα, ότι τη δουλειά που κάνει μια απλή σάλπιγγα, ακόμα και σήμερα στην εποχή των Drones, δεν μπορούν να την κάνουν μαζί δέκα συμφωνικές ορχήστρες, όπως βέβαια και μία μπάντα του Στρατού δεν προορίζεται για να παίξει μουσική μπαλέτου. Ο Ηρόδοτος το είχε πει: «έκαστος εφ’ ω ετάχθη».  Σε κάθε περίπτωση η προχθεσινή συναυλία απέδειξε ότι και στον τομέα αυτό ο Στρατός μας είναι άξιος συγχαρητηρίων, τα οποία του τα απονέμουμε απλόχερα.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο