Τις προηγούμενες ημέρες η αντιπαράθεση περιορίστηκε στο εάν η έκπτωση των Στίγκα, Δημητριάδη και Ζερβέα και η μη αντικατάσταση τους διατηρεί το όριο της δεδηλωμένης στην Βουλή στους 151 βουλευτές ή το κατεβάζει στους 149. Αυτό όμως είναι το έλασσον και επιφανειακό σκέλος που λειτούργησε -ενδεχομένως σκόπιμα- και αποπροσανατολιστικά. Το ουσιαστικό είναι κατά πόσο πρέπει να στηθούν (αναπληρωματικές σε πρώτη φάση) κάλπες και σε ολόκληρη την επικράτεια στη συνέχεια. Πληροφορίες της “κυριακάτικης δημοκρατίας” αναφέρουν ότι, ιδιαίτερα στη βάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, το αίτημα να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση υφέρπει ολοένα και περισσότερο μεταφέροντας την πίεση προς τις ηγεσίες οι οποίες ωστόσο παραμένουν επιφυλακτικές.
Το ρεαλιστικό δεδομένο είναι ότι παρά τη φθορά και την απαξίωσή της από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή -αναστίστοιχα με τις κοινωνικές τάσεις- την απειλή ρωγμών στην κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Στο εσωτερικό της γαλάζιας ΚΟ αν και υπάρχει επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια, δεν υφίσταται κανένα θέμα ακόμη και από τους “διαφωνούντες”, άρσης της εμπιστοσύνής τους. Και έτσι το ζητούμενο είναι -από τη στιγμή που ο κ. Μητσοτάκης παραμένει γαντζωμένος στην καρέκλα- με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί για να μπει τέρμα στις πολιτικές που εφαρμόζει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο plan B έχει τεθεί στο τραπέζι. Και κατά το παρελθόν είχε αρχίσει να συζητείται η ανάληψη πρωτοβουλιών για την παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης προκειμένου να “εκβιαστεί” η επιτάχυνση των εξελίξεων, είτε με άμεση προσφυγή στις κάλπες είτε μέσω αναπληρωματικών εκλογών.
Η διαφορά είναι ότι αν και με τους υπάρχοντες δημοσκοπικούς συσχετισμούς η ΝΔ φαίνεται ότι θα είναι πάλι πρώτη, σε αυτή την ιστορικοπολιτική συγκυρία παρατηρείται μια διαβάθμιση των επιδιώξεων. Και συγκεκριμένα από μόνη της η πρωτιά δεν σημαίνει τίποτε για τον κ. Μητσοτάκη εάν το ποσοστό δεν ξεπερνάει -και μάλιστα αισθητά- το 25%. Πρώτον γιατί τότε χάνεται το μπόνους του πρώτου κόμματος και με την απλή αναλογική οι βουλευτές της ΝΔ θα είναι μόλις γύρω στους 80. Και δεύτερον διότι αυτομάτως θα ανοίξει ο δρόμος για την αποκαθήλωση του κ. Μητσοτάκη για να είναι εφικτός ο σχηματισμός οποιασδήποτε μορφής κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή της ΝΔ.
Το δίλημμα σε ο,τι αφορά το εσωτερικό της ΝΔ θα έρθει πιο έντονα στην επιφάνεια από τη στιγμή που ο Αντ. Σαμαράς προχωρήσει επίσημα στη δημιουργία νέου κόμματος. Ο πρώην πρωθυπουργός φέρεται ότι έχει αποφασίσει να μην δεχτεί κανέναν εν ενεργεία βουλευτή ώστε να περιορίσει και τους συνειρμούς με το 1993. Αυτό όμως δεν απαντά σε όλα τα ερωτήματα και μεγαλώνει τη σύγχυση. Τι θα συμβεί επί παραδείγματι εάν κάποιοι από τους “σαμαρικούς” παραιτηθούν και παραδώσουν -και σε ποιο χρονικό σημείο- την έδρα τους; Η διατήρηση της εκκρεμότητας θα παρατείνει πάντως και την εσωκομματική ομηρία του κ. Μητσοτάκη ως προς την δεδηλωμένη στην Βουλή. Γι’ αυτό λέγεται άλλωστε ότι ο κ. Σαμαράς θέλει, παρά τις εισηγήσεις και τις πιέσεις που δέχεται, να αιφνιδιάσει με το χρόνο της ανακοίνωσης, για να περιορίσει τα περιθώρια εκλογικών ελιγμών του κ. Μητσοτάκη. Η επιδίωξή του είναι να έχει χρόνο για να οργανωθεί καλύτερα αλλά αυτό, από την άλλη πλευρά, παρατείνει και το βίο της κυβέρνησης η οποία ωστόσο την ίδια ώρα καταγγέλλεται ως επικίνδυνη ιδιαίτερα για τα εθνικά μας θέματα, δημιουργώντας μια μείζονα αντίφαση.
Αν και κίνηση υψηλού ρίσκου, το βασικό επιχείρημα είναι ότι η παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης όπως και όλων των αναπληρωματικών τους, θα οδηγούσε αν μη τι άλλο σε μια νέα καταγραφή των εκλογικών συσχετισμών σε όλη τη χώρα. Είναι κάτι που κυριολεκτικά τρέμει η κυβέρνηση λόγω της μεγάλης πτώσης της από τις ευρωεκλογές και μετά, η οποία δεν διορθώνεται ουσιωδώς παρά την πρόσφατη σχετική ανάκαμψή της. Μπροστά στον κίνδυνο μιας τέτοιας πανωλεθρίας, η ώθηση στην προκήρυξη γενικών εκλογών θα μπορούσε να καταστεί μονόδρομος. Και στο επιχείρημα ότι η πόλωση ίσως ευνοούσε τον κ. Μητσοτάκη, προβάλλεται ο αντίλογος ότι η αναμέτρηση θα έπαιρνε δημοψηφισματικό χαρακτήρα για “να φύγει” επιτέλους ο ίδιος από την εξουσία. Άλλωστε και οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης που κοντοστέκονται, είναι οι ίδιες που σε όλο το φάσμα της υποστηρίζουν κατά τα λοιπά ότι “δεν πάει άλλο” με τη σημερινή κυβέρνηση.
Κι αν όλο αυτό είναι προσώρας τουλάχιστον ένα σχέδιο επί χάρτου με τα συν και πλην, η μικρογραφία του προέβαλε μετά την απόφαση του Εκλογοδικείου για τους τρεις βουλευτές των Σπαρτιατών αναζωπυρώνοντας την όλη συζήτηση. Η κυβέρνηση από την πλευρά της επιχείρησε -περισσότερο εν είδει αντιπερισπασμού- ένα μίνι πραξικόπημα γνωματεύοντας ότι η απόλυτη πλειοψηφία μειώνεται στους 149 βουλευτές, έκανε πίσω ύστερα από τις αντιδράσεις αλλά εξασφάλισε -μέχρι στιγμής- ότι δεν τέθηκε επισήμως θέμα αναπληρωματικών εκλογών στις τρεις περιφέρειες (Νότιος Τομέας Αθήνας, Β’ Θεσσαλονίκης, Β’ Πειραιά) που μένουν χωρίς βουλευτή. Κι όμως νομικοί και συνταγματολόγοι στις ιδιωτικές συζητήσεις συμφωνούν ότι ύστερα από την απόφαση αυτή θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 53 του Συντάγματος (παράγραφος 2) που ορίζει ρητά ότι “δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή (μόνο) “βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της κοινοβουλευτικής περιόδου” δηλαδή της τετραετίας. Το Μέγαρο Μαξίμου λούζεται στο κρύο ιδρώτα για το τι θα “έβγαζαν” αυτές οι τρεις κάλπες που όπως όλα δείχνουν θα ήταν ένα crash test για τις γενικές εκλογές. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που θέλει να το αποφύγει αφού σε αυτήν ειδικά την περίοδο η αντισυστημική ψήφος μετατρέπεται σε εφιάλτη για ολόκληρο το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Και μπροστά στον κίνδυνο συνολικής αμφισβήτησης και κατάρρευσής του, επιλέγουν τη σιωπή ως προς αυτό και οι επιφανείς συνταγματολόγοι-μαϊντανοί του συστήματος. Αν και μακρινό το 1992 άλλωστε διδάσκει πολλά καθώς όταν εφαρμόστηκε αυτή η διάταξη, με την υπόθεση Τσοβόλα και τις παραιτήσεις όλων των αναπληρωματικών του στην Β’ Αθηνών, το ΠΑΣΟΚ (κόντρα στις προβλέψεις και τις εισηγήσεις που έκαναν στον Ανδρέα Παπανδρέου οι “αυλικοί” του) σάρωσε στην αναπληρωματική εκλογή με ποσοστό 67,71%. Στις εκλογές αυτές δεν συμμετείχαν η (πανικόβλητη υπό τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού) ΝΔ, όπως επίσης το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός κι έτσι δεύτερο κόμμα είχε έρθει η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη με 19,57%. Στη σημερινή συγκυρία, η ΝΔ στις περσινές ευρωεκλογές είχε πάρει ασθμαίνοντας 27,1% στην Β’ Θεσσαλονίκης, 29,8% στην νότια Αθήνα και μόλις 24% στην Β’ Πειραιά…
Φιτίλι που μπορεί να ανατινάξει ολόκληρο το σημερινό κομματικό οικοδόμημα, εφόσον οι “μπουρλοτιέρηδες” περάσουν από τα λόγια στις πράξεις, είναι η απόφαση του εκλογοδικείου για την καθαίρεση των τριών βουλευτών των Σπαρτιατών. Η απόφαση αυτή έρχεται σε μια στιγμή που πυκνώνουν οι διεργασίες και στα παρασκήνια ένα βασικό θέμα συζήτησης είναι το πώς θα επισπευσθούν οι πολιτικές εξελίξεις για την απομάκρυνση της σημερινής κυβέρνησης από την εξουσία. Και εκ των πραγμάτων η συζήτηση αυτή περιλαμβάνει το σενάριο της πρόκλησης πρόωρων εκλογών ακόμη και μέσω της “ριζοσπαστικής” μεθόδου παραίτησης των βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Ανδρέας Καψαμπέλης