Η Wall Street Journal αποκάλυψε ότι τρεις κορυφαίοι Έλληνες εφοπλιστές επανεκκίνησαν επίσημα τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου, για πρώτη φορά μετά το 2023.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τους Γιάννη Αλαφούζο, Γιώργο Προκοπίου και Ανδρέα Μαρτίνο, των οποίων τα πλοία έχουν φορτώσει ρωσικό αργό πετρέλαιο επανειλημμένα από τον Μάρτιο και μετά.
Όταν γίνεται λόγος για «επίσημη» επανέναρξη, η στήλη εννοεί ότι οι μεταφορές πραγματοποιούνται από τις βασικές και γνωστές ναυτιλιακές εταιρείες των εν λόγω εφοπλιστών —κάποιες εκ των οποίων είναι και εισηγμένες στο χρηματιστήριο— και όχι μέσω μικρότερων ή «αόρατων» εταιρειών όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την πτώση της τιμής του ρωσικού πετρελαίου κάτω από τα 60 δολάρια ανά βαρέλι, το οποίο είναι και το όριο (price cap) που έχει τεθεί ώστε να αποφεύγονται κυρώσεις.
Η πτώση οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία.
Παράλληλα, σύμφωνα με ναυτιλιακές πηγές, οι Έλληνες εφοπλιστές θεωρούν ότι το πολιτικό περιβάλλον στις ΗΠΑ με την κυβέρνηση Τραμπ είναι πλέον πιο ευνοϊκό, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο άμεσων αντιποίνων ή περιορισμών.
Σύμφωνα με την εταιρεία Vortexa, ελληνόκτητα πλοία μετέφεραν το 26% του ρωσικού αργού πετρελαίου που φορτώθηκε από λιμάνια της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας τον Απρίλιο, και το 30% τον Μάρτιο.
Τα ποσοστά αυτά είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με το μερίδιο της ελληνικής ναυτιλίας στις αντίστοιχες μεταφορές νωρίτερα μέσα στο 2024.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα πραγματικά ποσοστά πιθανόν να είναι ακόμη υψηλότερα, καθώς και κατά το διάστημα που η τιμή του ρωσικού πετρελαίου ξεπερνούσε τα 60 δολάρια, πάλι πλοία ελληνικών συμφερόντων τα μετέφεραν, τα οποία όμως ανήκαν σε εταιρίες «βιτρίνα» για να μη φαίνεται ο πραγματικός ιδιοκτήτης.
Αυτή η πρακτική ακολουθείται ακόμα από ορισμένους Έλληνες εφοπλιστές οι οποίοι, σε αντίθεση με τους τρεις που προαναφέραμε, θεωρούν πως το ρίσκο παραμένει μεγάλο για ανοιχτή μεταφορά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ορισμένοι Έλληνες εφοπλιστές τις καλές περιόδους φέρεται να αποκομίζουν έσοδα έως και 5 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.