Η Ελλάδα, παρά τα βήματα προόδου που έχει κάνει στο μέτωπο του περιορισμού της φοροδιαφυγής τα τελευταία χρόνια, έχει να διανύσει ακόμα πολύ δρόμο, για να φθάσει στο μέσο επίπεδο των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά στο έλλειμμα στον ΦΠΑ (σ.σ. το αποκαλούμενο κενό ΦΠΑ), ενώ το Δημόσιο χάνει τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο από το λαθρεμπόριο καυσίμων, υπογραμμίζει η Κομισιόν στην έκθεση που δημοσιοποίησε στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι «το φορολογικό πλαίσιο της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι πολύπλοκο, κατακερματισμένο και να υπόκειται σε συχνές αλλαγές». Οι επενδυτές δε από την πλευρά τους θεωρούν ότι «το υψηλό διοικητικό βάρος για τη συμμόρφωση με τους φορολογικούς κανόνες αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την επιχειρηματικότητα στη χώρα».
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στις δράσεις που χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), οι οποίες υποστηρίζουν την κωδικοποίηση βασικών τομέων του φορολογικού πλαισίου, όπως η φορολογία, τα τελωνεία, ο ΦΠΑ, οι φόροι ακίνητης περιουσίας και η είσπραξη κρατικών οφειλών.
«Μόλις ολοκληρωθεί, είναι σημαντικό το νομικό πλαίσιο να παραμείνει σταθερό και να υποστηρίζεται από έγκαιρη διοικητική καθοδήγηση προς τις επιχειρήσεις και το κοινό. Αυτό θα βοηθούσε στη διαφάνεια του φορολογικού συστήματος της Ελλάδας και θα μείωνε το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Τα «καμπανάκια»…
Παρά την αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών, οι οποίες περιόρισαν τη φοροδιαφυγή και αύξησαν τα δημόσια έσοδα, «η φοροδιαφυγή παραμένει πρόκληση σε συγκεκριμένους τομείς», αναφέρει η έκθεση τονίζοντας πάντως ότι η αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών έχει ενισχύσει τη φορολογική είσπραξη, ιδίως στο λιανικό εμπόριο.
Προσθέτει ότι οι ηλεκτρονικές πληρωμές έχουν αποδειχθεί «αποτελεσματικό εργαλείο κατά της φοροδιαφυγής, όπως αποδεικνύει η μείωση του ελλείμματος συμμόρφωσης ΦΠΑ στην Ελλάδα από 25,4% το 2018 σε 13,7% το 2022».
Ωστόσο:Το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (6%). Μέτρα του RRP, όπως η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοίκησης, αναμένεται να συμβάλουν περαιτέρω στη μείωση του ελλείμματος.
Η φοροδιαφυγή στον τομέα των καυσίμων παραμένει υψηλή, με εκτιμώμενες απώλειες εσόδων έως και 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Η ολοκλήρωση του νομικού πλαισίου για το εργαλείο παρακολούθησης της ΑΑΔΕ και η τοποθέτηση συστημάτων εντοπισμού σε οχήματα και πλοία αναμένεται να βοηθήσουν. Επίσης, η Ελλάδα θα μπορούσε να ενισχύσει την επιβολή του νομικού πλαισίου με τροποποιήσεις στους κώδικες δικαιοσύνης και αύξηση της ικανότητας του τελωνείου για επιτόπιους ελέγχους. Η εν εξελίξει οργανωτική μεταρρύθμιση της τελωνειακής διοίκησης, με στόχο την κεντρικοποίηση των ελέγχων, υποστηρίζεται από το RRP και αναμένεται επίσης να ενισχύσει τη φορολογική συμμόρφωση.
Η φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδας ήταν παρόμοια με τον μέσο όρο της ΕΕ το 2023. Ο λόγος εσόδων από φόρους προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώθηκε από 41,0% σε 38,9% το 2023 και πλέον είναι αντίστοιχος με τον μέσο όρο της ΕΕ. Την τελευταία δεκαετία έχει σημειωθεί σαφής αύξηση αυτού του λόγου, δεδομένου ότι το 2010 βρισκόταν στο 32,3% του ΑΕΠ. Σε σύγκριση με το 2022, το 2023 τα φορολογικά έσοδα από κεφάλαιο (που ισοδυναμούν με 8,3% του ΑΕΠ) αυξήθηκαν σε βάρος των φόρων στην κατανάλωση και στην εργασία, φέρνοντας την Ελλάδα πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (8,5% του ΑΕΠ).
Συγκρίνοντας τη δομή της φορολόγησης στην Ελλάδα με αυτή της ΕΕ, η Ελλάδα βασίζεται λιγότερο στη φορολογία της εργασίας σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ και περισσότερο σε φόρους φιλικούς προς την ανάπτυξη (δηλαδή φόρους στην κατανάλωση παρά στη εργασία) σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, το χάσμα πολιτικής ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (το χάσμα στα ποσοστά ΦΠΑ είναι 18,6%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 12%, και το χάσμα στις απαλλαγές που μπορούν να αντιμετωπιστούν είναι 9,8% στην Ελλάδα έναντι 7% στην ΕΕ).
Παρά τη μείωση το 2023, τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν ακόμη σε 4,1% του ΑΕΠ το 2023, διατηρώντας υψηλά ποσοστά σε σύγκριση με την ΕΕ. Τα έσοδα από φόρους ακίνητης περιουσίας (2,7% του ΑΕΠ) υπερέβησαν επίσης τον μέσο όρο της ΕΕ το 2023 (1,9% του ΑΕΠ), ιδιαίτερα όσον αφορά τους επαναλαμβανόμενους φόρους σε ακίνητα (2,0% του ΑΕΠ έναντι 0,9% του μέσου όρου της ΕΕ).
Τα μέτρα…
Αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις που έκανε η χώρα στο φορολογικό καθεστώς, στο πλαίσιο και των δεσμεύσεων του ΤΑΑ, η Κομισιόν σημειώνει ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πακέτου μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε το 2023 και συνεχίστηκε το 2024, με μέτρα όπως:
Θέσπιση τεκμαρτού ελάχιστου εισοδήματος για τους αυτοαπασχολούμενους, με δυνατότητα αμφισβήτησης από τον φορολογούμενο. Η αύξηση των εσόδων από φόρο εισοδήματος το 2023 (από 5,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 5,9%) αποδίδεται εν μέρει σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η Ελλάδα εισήγαγε αρκετές μειώσεις φόρων το 2025 για ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των υποχρεωτικών κοινωνικών εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Αυτό έχει οδηγήσει σε συνολική μείωση των κοινωνικών εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου μαζί) κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019 (από 40,56% σε 35,16%).