Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Εσχάτη προδοσία, πολιτική κατρακύλα και (μετα)δημοκρατία

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*

Κάθε φορά που οι Έλληνες πολίτες τολμούν να διαμαρτυρηθούν μαζικά για το κατάντημα της δημοκρατίας μας, ασκώντας δριμεία κριτική στους πολιτικούς, ενεργοποιείται ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της εκάστοτε κυβέρνησης, προκειμένου να υψώσει γρανιτένιο τείχος ενάντια στους «επικίνδυνους αμφισβητίες» των δημοκρατικών θεσμών.

Ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι η πρωτοβουλία της Μαρίας Καρυστιανού για σύσταση προανακριτικής επιτροπής με αντικείμενο τη βαρύτατη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας σε βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενός εκ των τυραννικότερων πρωθυπουργών που έχουν βρεθεί στο κυβερνητικό πηδάλιο της χώρας μας, θα ερέθιζε στο έπακρο τους συστημικούς πυλωρούς της άρχουσας τάξης – ακριβέστερα, της εν Ελλάδι εκπροσωπούμενης Νέας Τάξης Πραγμάτων.

ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ

Έτσι, καθόλου δεν εκπλήσσει η αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη, ο οποίος δήλωσε: «Το να μιλάμε για εσχάτη προδοσία για έναν νόμιμα εκλεγμένο πρωθυπουργό, με αφορμή ένα τραγικό δυστύχημα, δεν έχει καμία νομική τεκμηρίωση ούτε λογική βάση. Αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει εσχάτη προδοσία; Είναι η κορύφωση μιας πολιτικής κατρακύλας».

Με αυτή την δήλωσή του, ο παλαιός φοιτητής μου στην Νομική Σχολή Κομοτηνής απέδειξε ότι βιάστηκε πάρα πολύ να αναλάβει ένα τόσο καίριας σημασίας πόστο, αφού ο συνήθως ιδιαίτερα αδύναμος λόγος του δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της ρητορικής τέχνης που θα πρέπει να κατέχει ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος, ειδικά σε μια εποχή όπου οι επικοινωνιακές μάσκες αρχίζουν και καταπίπτουν με θεαματικό τρόπο.

Σε αντίθεση με ό,τι δήλωσε ο κ. Μαρινάκης, καμία σημασία δεν έχει για την αξιολόγηση των πεπραγμένων ενός πρωθυπουργού υπό το πρίσμα της εσχάτης προδοσίας αν είναι νόμιμα εκλεγμένος ή μη. Το κρίσιμο είναι αν από τον τρόπο διακυβέρνησής του προκύπτει ότι έχουν καταλυθεί οι θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος, που αναφέρονται στο άρθρο 134 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα.

Δεν χωρεί, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρ. 26), έχει προ πολλού και κατ’ επανάληψιν ποδοπατηθεί. Το ίδιο ισχύει τόσο ως προς την αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί ειδικότερη έκφανση της παραβιασθείσας διάκρισης των λειτουργιών, όσο και ως προς την γενική ισχύ και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.

Η σύγχυση των εξουσιών και το έλλειμμα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης δεν προκύπτουν μόνο από την άρνηση των ανώτατων δικαστών να ελέγχουν την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία, αλλά και από την τάση τους να κηδεμονεύουν την κρίση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που ασκούν κατά νόμο και κατά συνείδηση τα καθήκοντά τους.

Είναι δε κοινός τόπος ότι η δικαστική εξουσία συντονίζεται συστηματικά με την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία, καθαγιάζοντας τις αντισυνταγματικές επιλογές της τελευταίας, όπως συνέβη π.χ. με την νομιμοποίηση του εξαναγκαστικού-πειραματικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, του αποκλεισμού του κόμματος «Σπαρτιάτες» από τις ευρωεκλογές (αδιανόητη η απόφαση του πατερνα-ληστρικού Εκλογοδικείου που, σε αντίθεση με το ποινικό δικαστήριο, μπόρεσε να διαγνώσει εξαπάτηση εκλογέων, κηρύσσοντας έκπτωτους τρεις βουλευτές των «Σπαρτιατών»!) και, προσφάτως, του παρά φύσιν γάμου των ομοφυλοφίλων.

Σε ό,τι αφορά την προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων, οι εκτενείς υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αναρίθμητων πολιτών μέσω του Predator, μια υπόθεση που αρχειοθετήθηκε και με την βούλα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, αλλά και η υποχρεωτική θέσπιση ενιαίου Προσωπικού Αριθμού που θα μετατρέψει τους αριθμοποιημένους πολίτες σε «γυάλινους», διαρκώς επιτηρούμενους και, αργότερα, σε τσιπαρισμένους μετ-ανθρώπους, αποτελούν δύο ισχυρές ενδείξεις ότι η ελληνική δημοκρατία υφίσταται μόνο ως βιτρίνα.

Η προαναφερθείσα κατάλυση, σύμφωνα με την 2η παράγραφο του άρ. 134 ΠΚ, μπορεί να είναι προϊόν κατάχρησης ή σφετερισμού της ιδιότητας του κρατικού οργάνου. Άλλωστε, τα μοντέρνα πραξικοπήματα δεν γίνονται πλέον με τεθωρακισμένα οχήματα, αλλά με έξυπνους «δούρειους ίππους», που αξιοποιούν την ξύλινη γλώσσα της προπαγάνδας. Όπως επισημαίνει ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;» (μτφ.: Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 65), είναι συνήθης η λεγόμενη «εκτελεστική επέκταση», δηλαδή το εκ των ένδον ροκάνισμα των δημοκρατικών θεσμών χωρίς ανάγκη ανατροπής τους. Σε αυτήν την μορφή πραξικοπήματος απαιτείται η φαινομενική διατήρηση της δημοκρατίας, «γιατί η επιτυχία του πραξικοπήματος εξαρτάται από το κατά πόσο ο λαός πιστεύει ότι η δημοκρατία συνεχίζει να υφίσταται».

Ειδικά για την τελευταία συμφορά των Τεμπών, λεκτέα τα ακόλουθα: Η παροιμιώδης αδιαφορία της κυβέρνησης για την τήρηση όλων εκείνων των προϋποθέσεων που θα συνέβαλλαν στην ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, με προκλητική αγνόηση της ενημέρωσης περί των παθογενειών και δυσλειτουργιών του σιδηροδρόμου, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι πληροί όχι μόνο το έγκλημα του άρ. 291 ΠΚ («Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών»), αλλά και εκείνο της τετελεσμένης και εν αποπείρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροήν.

Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορεί η αποκαλυπτική δήλωση του νυν υπουργού Υγείας κ. Γεωργιάδη ότι «αν ο υπουργός Μεταφορών έλεγε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, δεν θα έμπαινε κανείς». Επομένως, ήταν γνωστό ότι, εξαιτίας των προβλημάτων ασφαλείας, οι ράγες είχαν μετατραπεί σε καρμανιόλα, τα βαγόνια σε φορητές θανάσιμες παγίδες και, αντιστοίχως, τα εισιτήρια του τρένου σε λαχνούς θανάτου. Όποιος, λοιπόν, παραμένει αδρανής μπροστά σε αυτήν την υψηλού κινδύνου κατάσταση, χωρίς να προβεί σε κάποιες ενέργειες για την περιχαράκωση και μείωση της μείζονος επικινδυνότητας, αποδέχεται την πρόκληση της συμφοράς, αφού εναποθέτει την καλή έκβαση στο τυχερό του άστρο. Ένα τέτοιο μαζικό τζογάρισμα της ανθρώπινης ζωής αποτελεί τυπικό παράδειγμα ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας, αναγνωρίσιμου ακόμα και από έναν φοιτητή Νομικής που έχει διδαχθεί τις μορφές υπαιτιότητας στο μάθημα του Ποινικού Δικαίου.

ΝΙΚΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ήκιστα πειστική είναι η πρόσφατη τοποθέτηση του ομότιμου-συστημικού καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος συνηθίζει να εμφανίζεται στα ΜΜΕ ως «συνταγματικός γκουρού» και να καθαγιάζει τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές. Τούτη την φορά αρνήθηκε την ποινική ευθύνη των πολιτικών για την διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων, δηλώνοντας επιπλέον: «Δεν θέλω να μπω στη συζήτηση του αν ευσταθούν νομικά οι κατηγορίες που έχουν εκτοξευθεί αυτό τον καιρό [σ.σ..: Γιατί, άραγε, να μη θέλει;] Σύμφωνα με την αντίληψη που τείνει να διαδοθεί από μια μερίδα της αντισυστημικής αντιπολίτευσης, για οποιαδήποτε ενδεχομένως παράλειψη, αδυναμία του κράτους, όταν υπάρχουν και σχετικές εκθέσεις προς τους υπουργούς -“κάντε κάτι” κ.λπ.-, ευθύνεται ο πρωθυπουργός για εσχάτη προδοσία. Αυτά δεν είναι σοβαρά. Υπονομεύουν την ίδια τη δημοκρατία, έτσι τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, η οποία έχει μάθει να ξεχωρίζει την πολιτική από την ποινική ευθύνη».

Έχοντας, όμως, η παρούσα κυβέρνηση μετατρέψει το Σύνταγμα κατ’ επανάληψιν σε κουρελού (με τις ευλογίες των συνταγματολόγων), αναφορικά δε με την διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών κάνοντας τα πάντα για να κουκουλώσει τις βαριές ποινικές ευθύνες των μελών της (πάντοτε υπό τις ιαχές προπαγανδιστικών συνθημάτων), π.χ. με το μπάζωμα του τόπου του εγκλήματος, με το αίτημα του κ. Μητσοτάκη (6/3/2023) προς τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να αναβαθμιστεί η υπόθεση των Τεμπών στο υψηλότερο ανακριτικό επίπεδο ή με την παραπομπή του πρώην υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου για το πλημμεληματάκι-χάδι της παράβασης καθήκοντος, ο αναγνώστης αναρωτιέται:

Για ποια δημοκρατία μιλά ο κ. Αλιβιζάτος; Μήπως για μια (ψευτο)δημοκρατία, που χρησιμοποιείται ως ένα δελεαστικό λεκτικό περίβλημα, το οποίο καλύπτει το ανύπαρκτο σημαινόμενό της; Ποιος έμφρων πολίτης δεν βλέπει ότι ζούμε σε μια «μεταδημοκρατία» (άλλως: κρυπτοδικτατορία), οι αυτουργοί της οποίας δεν μας αντιμετωπίζουν ως υπεύθυνα πρόσωπα, αλλά ως χαυνοπολίτες-πελάτες με ψευδαίσθηση ελευθερίας;

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο μεν Νίκος Αλιβιζάτος προσπάθησε να μας φρενοβλαβοποιήσει (gaslighting), προσποιούμενος ότι έχουμε δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα ανεχόμαστε, ιδίως από τις 7 Ιουλίου 2019 και μετά, ένα ολοένα επεκτεινόμενο αυταρχικό καθεστώς που συνθλίβει όχι μόνο τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά και την προσωπικότητά μας, πότε με την υγειονομική και πότε με την ηλεκτρονική «μπότα» που φορούν οι διάφοροι πολιτικοί κακοποιητές μας.

Ο δε Παύλος Μαρινάκης, μιλώντας για «κορύφωση μιας πολιτικής κατρακύλας», επέλεξε εκείνους τους όρους που ταιριάζουν «γάντι» στην περιγραφή του φαινομένου της διολίσθησης της δημοκρατίας σε μια (κατά τον Λυκιαρδόπουλο) «νεόκοπη μορφή ολοκληρωτισμού», αρνούμενος να παραδεχθεί ότι η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας είναι απλώς το νομικό αντικατόπτρισμα της μεταδημοκρατικής πραγματικότητας!

*πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο