Το να μην κοιμάστε επαρκώς είναι επιζήμιο τόσο για την υγεία όσο και για την παραγωγικότητά σας, όπως τονίζει μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Sleep, τα αποτελέσματα της οποίας εντυπωσιάζουν όσον αφορά στο πόσο κακό μπορεί να κάνει στην γενική απόδοσή μας – σωρευτικά και σε βάθος χρόνου – ο ελλιπής ύπνος.
Τα άτομα που συμμετείχαν σε μια εργαστηριακή μελέτη ύπνου – και στα οποία επιτράπηκε να κοιμούνται μόνο έξι ώρες τη νύχτα συνεχόμενα για δύο εβδομάδες – λειτουργούσαν εξίσου άσχημα με εκείνους που αναγκάστηκαν να μείνουν ξύπνιοι για δύο συνεχόμενες ημέρες.
Το εντυπωσιακό είναι ότι τα άτομα που κοιμόντουσαν έξι ώρες τη νύχτα πίστευαν ότι τα πήγαιναν μια χαρά, όπως υπογραμμίζει η μελέτη.
Η μελέτη στέρησης ύπνου πήρε 48 ενήλικες και περιόρισε τον ύπνο τους σε τέσσερις, έξι ή οκτώ ώρες (το μέγιστο) τη νύχτα για δύο εβδομάδες – ενώ ένα άλλο γκρούπ στερήθηκε τον ύπνο για τρεις συνεχόμενες ημέρες.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο εργαστήριο, οι συμμετέχοντες εξετάζονταν κάθε δύο ώρες (εκτός αν κοιμόντουσαν, φυσικά) ως προς τις γνωστικές τους επιδόσεις καθώς και ως προς τον χρόνο αντίδρασής τους. Απάντησαν επίσης σε ερωτήσεις σχετικά με τη διάθεσή τους και τυχόν συμπτώματα που αντιμετώπιζαν, βασικά, «Πόσο νυσταγμένος αισθάνεστε;».
Γιατί οι έξι ώρες ύπνου δεν είναι αρκετές
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, τα άτομα που είχαν τη δυνατότητα να κοιμούνται οκτώ ώρες τη νύχτα είχαν τις υψηλότερες επιδόσεις κατά μέσο όρο.
Τα άτομα που κοιμήθηκαν μόνο τέσσερις ώρες τη νύχτα είχαν χειρότερες επιδόσεις κάθε μέρα.
Η ομάδα που κοιμόταν έξι ώρες φάνηκε να αντέχει, μέχρι περίπου τη 10η ημέρα της μελέτης.
Τις τελευταίες ημέρες του πειράματος, τα άτομα που περιορίστηκαν σε έξι ώρες ύπνου μάξιμουμ κάθε νύχτα εμφάνισαν γνωστικές επιδόσεις τόσο κακές όσο και τα άτομα που δεν τους επιτρεπόταν καθόλου ύπνος. Το να κοιμηθούν μόνο έξι ώρες ήταν εξίσου κακό με το να μην κοιμηθούν για δύο συνεχόμενες ημέρες.
Η ομάδα που κοιμόταν μόνο τέσσερις ώρες κάθε βράδυ είχε εξίσου κακές επιδόσεις, απλώς έφτασε γρηγορότερα στο κατώτατο σημείο επιδόσεων.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά αποτελέσματα της μελέτης ύπνου είναι ότι η ομάδα των έξι ωρών ύπνου δεν αξιολόγησε την υπνηλία της ως τόσο κακή, ακόμη και όταν οι γνωστικές τους επιδόσεις πήραν την κατιούσα.
Η ομάδα χωρίς καθόλου ύπνο βαθμολόγησε προοδευτικά το επίπεδο υπνηλίας της όλο και υψηλότερα. Μέχρι το τέλος του πειράματος, η υπνηλία τους είχε αυξηθεί κατά δύο επίπεδα. Αλλά η ομάδα των έξι ωρών έκανε άλμα μόνο κατά ένα επίπεδο. Τα ευρήματα αυτά εγείρουν το ερώτημα για το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την κατάσταση όταν δεν κοιμούνται επαρκώς, υποδηλώνοντας ίσως ότι βρίσκονται σε άρνηση (ηθελημένη ή μη) για την παρούσα κατάστασή τους.
Δεν έχουμε ιδέα πόσο κοιμόμαστε
Σύμφωνα με την έρευνα Behavioral Risk Factor Surveillance System, όπως αναφέρεται από το CDC, πάνω από το 35% των Αμερικανών κοιμούνται λιγότερο από επτά ώρες σε μια τυπική ημέρα.
Αυτό σημαίνει ένας στους τρεις ανθρώπους. Ωστόσο, όσοι υποφέρουν από προβλήματα ύπνου δεν εκτιμούν με ακρίβεια πόσο κοιμούνται κάθε βράδυ.
Έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, για παράδειγμα, δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι εξίσου πιθανό να υπερεκτιμήσουν το πόσο κοιμούνται όσο και να το υποτιμήσουν.
Μια άλλη μελέτη ύπνου που δημοσιεύθηκε στο Epidemiology, δείχνει ότι οι άνθρωποι γενικά υπερεκτιμούν τον νυχτερινό τους ύπνο κατά περίπου 0,8 ώρες. Η ίδια μελέτη εκτιμά επίσης ότι για κάθε ώρα πέραν των έξι που κοιμούνται οι άνθρωποι, υπερεκτιμούν τον ύπνο κατά περίπου μισή ώρα. Αν νομίζετε ότι κοιμάστε επτά ώρες τη νύχτα, όπως κάνει ένας στους τρεις Αμερικανούς, είναι πολύ πιθανό να κοιμάστε μόνο έξι.
Έτσι, κανείς δεν ξέρει πόσο ακριβώς κοιμάται, και όταν δεν κοιμάται αρκετά, πιστεύει ότι τα καταφέρνει καλύτερα από ότι όντως συμβαίνει.
Ακόμη και μια μικρή στέρηση ύπνου, στην προκειμένη περίπτωση, έξι αντί για οκτώ ώρες ύπνου σε διάστημα δύο εβδομάδων, συσσωρεύεται σε αποτελέσματα που προκαλούν έκπληξη. Η αθροιστική στέρηση ύπνου δεν είναι καθόλου καινούργια έννοια, αλλά είναι σπάνιο να βρίσκει κανείς ερευνητικά αποτελέσματα που να είναι τόσο ξεκάθαρα σχετικά με τις επιπτώσεις.
«Διορθώνοντας» τον ύπνο
Το να καταλάβετε πώς να κοιμάστε αρκετά, με συνέπεια, είναι δύσκολο. Οι ίδιες συμβουλές που δίνουν οι ειδικοί εδώ και δεκαετίες είναι μάλλον ένα καλό σημείο για να ξεκινήσουμε: Μην κοιτάτε ηλεκτρονικές οθόνες τουλάχιστον 30 λεπτά πριν από τον ύπνο, περιορίστε την κατανάλωση αλκοόλ (το αλκοόλ κάνει πολλούς ανθρώπους να νυστάζουν, αλλά μπορεί επίσης να μειώσει την ποιότητα και τη διάρκεια του ύπνου) και ασκηθείτε όσο περισσότερο είναι εφικτό.
Άλλες συμβουλές που θα ακούσετε λιγότερο συχνά, αλλά που είναι εξίσου έγκυρες, είναι να χάσετε το υπερβολικό βάρος. Η έλλειψη ύπνου και η παχυσαρκία έχουν πολύ υψηλή συσχέτιση, σύμφωνα με το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου. Επιπλέον, οι παχύσαρκοι εργαζόμενοι υποφέρουν ήδη από περισσότερο χαμένο παραγωγικό χρόνο σε σχέση με τους εργαζόμενους με φυσιολογικό βάρος και τους υπέρβαρους εργαζόμενους, τονίζει το ίδρυμα.
Άλλες αιτίες των προβλημάτων ύπνου περιλαμβάνουν σωματικά, νευρολογικά και ψυχολογικά ζητήματα. Ακόμη και το άγχος και η ανησυχία μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον ύπνο. Το CDC έχει χαρακτηρίσει την έλλειψη ύπνου ως πρόβλημα υγείας, και για καλό λόγο. Η διατροφή, η άσκηση, η ψυχική υγεία και η σωματική υγεία επηρεάζουν την ικανότητά μας να κοιμόμαστε και, σε αντάλλαγμα, την ικανότητά μας να αποδίδουμε τα μέγιστα.
Η διόρθωση των κακών συνηθειών ύπνου για να κοιμάστε αρκετά είναι ευκολότερο να το λέτε παρά να το κάνετε. Αλλά αν λειτουργείτε σαν να μην έχετε κοιμηθεί για δύο συνεχόμενες ημέρες, δεν αξίζει τον κόπο;
Πηγή: ogdoo.gr