Η πολιτική καριέρα της Μαρίν Λεπέν δέχτηκε συντριπτικό πλήγμα, σε μια συγκυρία που η δυναμική του Εθνικού Συναγερμού ανερχόταν με ταχύτητα προς το Ελιζέ. Η καταδίκη της για υπεξαίρεση ευρωπαϊκών κονδυλίων και η πενταετής απαγόρευση συμμετοχής της στις εκλογές δεν είναι απλώς ένα νομικό γεγονός: αποτελεί μια καμπή για την πολιτική ισορροπία στη Γαλλία και για ολόκληρη την άκρα δεξιά στην Ευρώπη. Οι επιπτώσεις του γεγονότος, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στη δημόσια σφαίρα, επανακαθορίζουν αφενός τη στρατηγική της γαλλικής ακροδεξιάς ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027 και αφετέρου συσπειρώνουν συνολικά την ευρωπαϊκή ακροδεξιά με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Τα σχέδια της Μαρίν Λεπέν να διεκδικήσει την προεδρία της Γαλλίας το 2027, υπέστησαν την περασμένη Δευτέρα μοιραίο πλήγμα, καθώς κρίθηκε ένοχη για υπεξαίρεση κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κηρύχθηκε έκπτωτη από το δικαίωμα συμμετοχής σε εκλογές για τα επόμενα πέντε έτη.
Δεδομένης της συνεχώς αυξανόμενης στήριξης στο ακροδεξιό κόμμα της, Εθνικός Συναγερμός (Rassemblement National), το 2027 είχε ευρέως θεωρηθεί ως μια πιθανή στιγμή πολιτικής ανατροπής για τη Λεπέν και την εφαρμογή της αντι-μεταναστευτικής της ατζέντα. Μάλιστα, αρκετές δημοσκοπήσεις την εμφάνιζαν ως βασική διεκδικήτρια για τη διαδοχή του Εμανουέλ Μακρόν στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων.
Η απόφαση φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για τον Ζορντάν Μπαρντελά, πρόεδρο του Εθνικού Συναγερμού και άτυπο διάδοχο της Λεπέν, ώστε να αποτελέσει τον νέο «εκφραστή» της γαλλικής άκρας δεξιάς στην επόμενη προεδρική κούρσα.
Κατηγορίες και ετυμηγορία
Η Λεπέν και ακόμη 24 συγκατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν για παράνομη εκτροπή κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή υπαλλήλων του κόμματος, που στην πράξη ελάχιστα ή και καθόλου δεν ασχολούνταν με ευρωπαϊκές υποθέσεις. Το δικαστήριο εκτίμησε πως σε διάστημα 12 ετών, η συνολική υπεξαίρεση ξεπέρασε τα 4 εκατομμύρια ευρώ, με τη Λεπέν να θεωρείται προσωπικά υπεύθυνη για 474.000 ευρώ κατά τη θητεία της ως ευρωβουλευτού.
Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι – εκτός από έναν λογιστή – και καταδικάστηκαν σε πρόστιμα, στερήσεις πολιτικών δικαιωμάτων και ποινές φυλάκισης με αναστολή. Το ίδιο το κόμμα Εθνικός Συναγερμός κρίθηκε επίσης ένοχο και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 2 εκατομμυρίων ευρώ, με δυνατότητα μείωσης κατά 1 εκατομμύριο σε περίπτωση μη υποτροπής.
Η βαρύτερη ποινή επιβλήθηκε στη Λεπέν, η οποία καταδικάστηκε τόσο για τις πράξεις της ως ευρωβουλευτής όσο και ως πρώην πρόεδρος του κόμματος. Οι εισαγγελείς έκαναν το ασυνήθιστο βήμα να ζητήσουν από το δικαστήριο την άμεση ενεργοποίηση της έκπτωσης από το εκλογικό δικαίωμα, χωρίς να περιμένουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας έφεσης – κάτι που δεν αποτελεί τον κανόνα στη γαλλική δικαιοσύνη.
Η εν λόγω δικαστική απόφαση μπορεί να μετατρέψει την Λεπέν σε μάρτυρα στα μάτια των υποστηρικτών της, σε μια μορφή «διωκόμενης εθνικίστριας» που τιμωρείται επειδή απειλεί το κατεστημένο.
Οι δικαστές όμως συμφώνησαν ότι έπρεπε να γίνει, επικαλούμενοι τη σοβαρότητα του αδικήματος. Παράλληλα, της επέβαλαν πρόστιμο 100.000 ευρώ και ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, εκ των οποίων τα δύο με αναστολή και τα άλλα δύο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Η εφαρμογή των ποινών σε κατ΄οίκον περιοσρισμό και του προστίμου, θα καθυστερήσει λόγω της έφεσης που, όπως επιβεβαίωσε ο συνήγορός της, θα ασκηθεί άμεσα.
Αντιδράσεις
«Σήμερα, δεν καταδικάζεται άδικα μόνο η Μαρίν Λεπέν: εκτελείται η ίδια η δημοκρατία στη Γαλλία», δήλωσε ο Ζ. Μπαρντελά. Ο ίδιος καθώς και άλλα ακροδεξιά στελέχη εντός και εκτός Γαλλίας έσπευσαν να καταδικάσουν την απόφαση. Ορισμένοι, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, σχολίασαν αρνητικά την υπόθεση ακόμη και πριν εκδοθεί η ποινή γράφοντας μάλιστα στο X: «Είμαστε όλοι Λεπέν!»
Το Κρεμλίνο μίλησε για «παραβίαση δημοκρατικών κανόνων», ενώ ο Ματέο Σαλβίνι, ακροδεξιός αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης, χαρακτήρισε την απόφαση «κακό έργο» και «κήρυξη πολέμου από τις Βρυξέλλες».
Ανησυχία εκφράστηκε και από πολιτικά πρόσωπα του κεντρώου χώρου. Σύμφωνα με τον γαλλικό Τύπο, κύκλοι του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού ανέφεραν πως ο επικεφαλής της κυβέρνησης «θορυβήθηκε» από την απόφαση. Ο ίδιος είχε αντιμετωπίσει παλαιότερα παρόμοιες κατηγορίες – και ενώ απαλλάχθηκε, στελέχη του κόμματός του κρίθηκαν ένοχα. Ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης Ζεράλ Νταρμανέν είχε δηλώσει τον Νοέμβριο ότι θα ήταν «βαθύτατα σοκαριστικό» να κηρυχθεί η Λεπέν έκπτωτη από το δικαίωμα υποψηφιότητας, επισημαίνοντας πως «πρέπει να ηττηθεί στις κάλπες – όχι αλλού».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τετράμηνης δίκης, οι κατηγορούμενοι δήλωναν αθώοι, ωστόσο οι εισαγγελείς προσκόμισαν επιβαρυντικά στοιχεία – μεταξύ αυτών και γραπτά μηνύματα βοηθού ευρωβουλευτή, ο οποίος μήνες μετά την πρόσληψή του ζητούσε ακόμη να συναντηθεί με τον ευρωβουλευτή για τον οποίο υποτίθεται ότι εργαζόταν. Η εξήγηση σχετικά απλή: η εργασία του ήταν εστιασμένη στο κόμμα της Λεπέν και όχι στον ευρωβουλευτή.
Η ηγεσία του Εθνικού Συναγερμού, παρότι γνώριζε ότι η δίκη αποτελούσε μείζον εμπόδιο, διατήρησε ως τώρα χαμηλό προφίλ, καθώς οι αποκαλύψεις δεν έχουν μέχρι στιγμής επηρεάσει σοβαρά τη δημοφιλία ούτε της Λεπέν ούτε του κόμματος. Ωστόσο, οι κατηγορούμενοι αιφνιδιάστηκαν τον περασμένο Νοέμβριο όταν οι εισαγγελείς ζήτησαν την άμεση στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για όλους.
Η Ευρώπη οδεύει σε πολιτική κρίση;
Η καταδίκη της Μαρίν Λεπέν αποτελεί ένα από τα πλέον καθοριστικά γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης συνολικά. Δεν είναι μια απλή δικαστική υπόθεση — είναι ένας πολλαπλός μετασεισμός, θεσμικός, πολιτικός και κοινωνικός.
Σε θεσμικό επίπεδο, το γαλλικό κράτος δικαίου προχώρησε σε μια πράξη υψηλού ρίσκου: επέλεξε να εφαρμόσει τον νόμο στην κορυφαία εκπρόσωπο του ακροδεξιού λαϊκισμού, αποδεικνύοντας ότι κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω της δικαιοσύνης. Αυτή η στάση μπορεί να ερμηνευθεί ως απόδειξη της ανθεκτικότητας των δημοκρατικών θεσμών.
Ωστόσο, ταυτόχρονα, ενέχει τον κίνδυνο να εκληφθεί – ειδικά από τους υποστηρικτές της Λεπέν – ως θεσμική χειραγώγηση του εκλογικού παιχνιδιού. Όταν η δημοκρατία αποκλείει ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει το 35% της πρόθεσης ψήφου, η κατηγορία του «πολιτικού αποκλεισμού μέσω δικαιοσύνης» καθίσταται εξαιρετικά πειστική για πολλούς.
Σε πολιτικό επίπεδο, η υπόθεση αυτή ίσως λειτουργήσει ως τομή. Μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους για τη Λεπέν ως υποψήφια αρχηγό κράτους, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής της επιρροής. Αντιθέτως, μπορεί να την μετατρέψει σε μάρτυρα στα μάτια των υποστηρικτών της, σε μια μορφή «διωκόμενης εθνικίστριας» που τιμωρείται επειδή απειλεί το κατεστημένο. Στην πολιτική ιστορία, τέτοιες φιγούρες όχι μόνο δεν εξαφανίζονται – συχνά ενισχύονται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που επέστρεψε ισχυρότερος μετά από καταδίκες, ή του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τρέφεται πολιτικά από τη δίωξη που αντιμετωπίζει.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης λαϊκής αγανάκτησης. Η γαλλική κοινωνία είναι ήδη βαθειά πολωμένη — από τις απεργίες για τις συντάξεις και τις κινητοποιήσεις των “gilets jaunes” έως τις αντιπαραθέσεις για τη μετανάστευση. Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, μια δικαστική απόφαση που αποκλείει τον πιο δημοφιλή πολιτικό της χώρας, είναι πιθανό να θερμάνει τους δρόμους, να προκαλέσει νέες μορφές λαϊκής πίεσης και —σε ακραία σενάρια— ακόμη και θεσμική αποσταθεροποίηση.
Τέλος, υπάρχει και η ευρωπαϊκή διάσταση. Η καταδίκη Λεπέν δεν αφορά μόνο τη Γαλλία. Τα εθνικιστικά και ακροδεξιά κινήματα ανά την Ευρώπη έχουν ήδη ερμηνεύσει την απόφαση ως προειδοποίηση — ότι η συμμετοχή τους στην εξουσία ενδέχεται να εμποδιστεί όχι μέσω της κάλπης, αλλά μέσω θεσμικών εργαλείων. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια περαιτέρω απονομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα μάτια αυτών των κινημάτων, επιταχύνοντας τον αντισυστημικό ριζοσπαστισμό.
Αν η Λεπέν δεν καταφέρει να ανατρέψει την απόφαση πριν τις επόμενες εκλογές, ο Εθνικός Συναγερμός πιθανότατα θα στραφεί στον Ζορντάν Μπαρντελά, τον 29χρονο πρόεδρο του κόμματος και στενό συνεργάτη της.
Άλλωστε, λίγο πριν την ανακοίνωση της ποινής της, η Λεπέν δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο BFMTV πως ο Μπαρντελά έχει «την ικανότητα να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Κι αν το μέλλον του εθνικιστικού κινήματος στη Γαλλία φαίνεται πιο λαμπρό από ποτέ, η απειρία του Μπαρντελά σε μια υψηλής έντασης προεκλογική καμπάνια προκαλεί επιφυλάξεις ακόμη και εντός του ίδιου του κόμματος για το κατά πόσον μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο.