Του Γιώργου Χαρβαλιά
Σε οποιαδήποτε κανονική χώρα, πρωθυπουργός που υιοθετεί αυτούσιους, και χωρίς καμία επιφύλαξη, τους ισχυρισμούς και τις εξηγήσεις μιας εμπλεκόμενης ιδιωτικής εταιρίας μέσων μεταφοράς σε πολύνεκρο δυστύχημα θα είχε μπει αυτόματα στο στόχαστρο σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Πρωθυπουργός που εκ των υστέρων ομολογεί ότι η εκδοχή της εταιρίας μάλλον απέχει παρασάγγας από την αλήθεια θα είχε πάει σπίτι του – με συνοπτικές διαδικασίες.
Αλλά η Ελλάδα, όπως έχουμε πει, επί κυβερνήσεως του μεταμνημονιακού αναμορφωτή της, επονομαζόμενου και «Μωυσή Β’», δεν είναι ένα νορμάλ κράτος. Έχει περάσει σε στάδιο υπερβατικής διοίκησης, όπου οι αμφισβητήσεις στο πρόσωπο του «εθνικού κυβερνήτη» ισοδυναμούν με ανεπίτρεπτη ύβρη και ασυγχώρητη αντιδραστικότητα…
Η Ελλάδα λοιπόν έχει κυβέρνηση illuminati, που συγκαλύπτουν τα κρατικά εγκλήματα εις βάρος ανυποψίαστων παιδιών, μπουκώνουν τα μέσα ενημέρωσης για να τους αποθεώνουν και στέλνουν στην πυρά ως «ψεκασμένους» όσους τολμούν να διαμαρτυρηθούν. Όμως, την κυβέρνηση τη μάθαμε. Το ζήτημα εδώ είναι το εξής: αντιπολίτευση έχει η χώρα; Ή, μάλλον, για να το θέσω διαφορετικά: τι είδους αντιπολίτευση διαθέτει η χώρα, που αδυνατεί να συντονιστεί σε μια τόσο κομβική συγκυρία, όχι μόνο για να ανατρέψει τον υπόλογο πρωθυπουργό, αλλά πρωτίστως για να προστατεύσει τα συμφέροντα του απλού κόσμου, που βλέπει τους πολιτικούς υπευθύνους του εγκλήματος να κυκλοφορούν ανενόχλητοι, αλλά και να εμπαίζουν την κοινή γνώμη, υποσχόμενοι ότι τα ζητήματα θα λυθούν από την (ελεγχόμενη από τους ίδιους) «ανεξάρτητη ελληνική Δικαιοσύνη»;
Προσωπικά, δυσκολεύτηκα πολύ να καταλάβω την αδυναμία συνεννόησης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης και μπήκα σε σοβαρές υποψίες με τη σπουδή του ΠΑΣΟΚ να ζητήσει σύσταση προανακριτικής επιτροπής, ανατρέχοντας σε ήδη κατατεθειμένα στοιχεία συμπληρωματικής δικογραφίας, τα οποία έκρυψε σε ένα συρτάρι ο -πολυπράγμων και χιουμορίστας- τέως πρόεδρος της Βουλής.
Αρχικά γεννάται το ερώτημα του «τάιμινγκ»: γιατί τώρα; Είδε τον κόσμο στους δρόμους ο Ανδρουλάκης και ξύπνησε από τον βαρύ του λήθαργο; Λειτούργησε με ανακλαστικά κομματικού μαντρόσκυλου που μυρίστηκε αίμα;
Το δεύτερο ερώτημα είναι συνέχεια του πρώτου: μπορούσε να το έχει κάνει νωρίτερα; «Ασφαλώς» λέει η κύρια Γεροβασίλη του ΣΥΡΙΖΑ, που καρφώνει τη νωθρότητα(;) του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, αθωώνοντας όμως την ίδια ώρα τον ανεκδιήγητο Τασούλα, ο οποίος δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα παρέδιδε τα στοιχεία που επιμελώς καταχώνιασε. Στη συνέχεια, η κυρία Γεροβασίλη «ξανακαρφώνει» τον Ανδρουλάκη, υποστηρίζοντας ότι η πρωτοβουλία του είναι όχι μόνο ατελέσφορη, αλλά στην πράξη διευκολύνει την κυβέρνηση, επικεντρώνοντας τις ευθύνες σε έναν μόνο «αναλώσιμο» πολιτικό παράγοντα. Και μάλιστα, για πλημμεληματικού χαρακτήρα παραβάσεις.
Διαβάζοντας την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, πράγματι διερωτάται κανείς αν έχει γραφτεί από κόμμα της αντιπολίτευσης ή από νομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού! Γιατί στην ουσία αποδίδει το περιβόητο «μπάζωμα» σε απλή παράβαση καθήκοντος, προσάπτοντας στον πολιτικό υπεύθυνο, υφυπουργό τότε, Χρήστο Τριαντόπουλο μομφές για την… ψυχική συνδρομή που προσέφερε σε υπηρεσιακούς παράγοντες, ώστε να παρανομήσουν!
Αντιλαμβάνεται και ο πιο αδαής ότι με τέτοιες γελοιότητες ο Τριαντόπουλος, και να οδηγείτο στη Δικαιοσύνη, πολύ δύσκολα θα έβλεπε τα κάγκελα του Κορυδαλλού, αφού μάλιστα το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος δεν επισύρει απαραίτητα ποινή φυλάκισης. Για αυτό και ο ίδιος έσπευσε να παραιτηθεί, θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της (ελεγχόμενης) Βουλής, ενώ η κυβέρνηση έκανε δεκτή μετ’ επαίνων την πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά… Ο κύριος Ανδρουλάκης ήδη ελέγχεται για τις εξαιρετικά χλιαρές αντιδράσεις στο μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών, που τον αφορά άμεσα. Η υπόθεση ουσιαστικά τέθηκε στο αρχείο, και ο ίδιος, αντί να έχει… κατασκηνώσει έξω από το γραφείο της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, μοιάζει καθησυχασμένος.
Στο θέμα των Τεμπών, με μια αψυχολόγητη πρωτοβουλία, εμφανίζεται να ρίχνει νερό στον μύλο της κυβέρνησης, περιορίζοντας το ενδιαφέρον της προανακριτικής στο πρόσωπο του Τριαντόπουλου, την ώρα που αποκαλύπτονται νέα συγκλονιστικά στοιχεία για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος προσπάθησε κάπως να διορθώσει την κατάσταση, ζητώντας διεύρυνση του κατηγορητηρίου και αναβάθμιση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Αλλά ούτε αυτό είμαι σίγουρος ότι αποτελεί τη βέλτιστη τακτική για να χυθεί φως στο έγκλημα. Αντίθετα, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μια ελαφρώς πιο αξιοπρεπή εκδοχή «πλυντηρίου», με αποτέλεσμα να την πληρώσουν τα «μικρά ψάρια», όπως ο Τριαντόπουλος και ο τότε περιφερειάρχης Αγοραστός.
Το επίσης παράδοξο είναι ότι τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τις ζωηρές παραινέσεις των συγγενών και των νομικών τους συμβούλων, που τους εξορκίζουν να μην αναλάβουν κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες τέτοιου είδους μέχρι την ολοκλήρωση της δικογραφίας, με την προσθήκη των κρίσιμων επιστημονικών πορισμάτων που αναμένονται.
ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να συντονιστούν για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας εις βάρος της κυβέρνησης. Αδυνατούν επίσης (ή απλά αποφεύγουν) να επιδιώξουν μια συνεννόηση με τον Βελόπουλο, που πρώτος ανέδειξε το ζήτημα της εμπορικής αμαξοστοιχίας και κατηγορήθηκε ως «ψεκασμένος συνωμοσιολόγος». Ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφορών, που μπορεί να είναι χαώδεις, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς θα έπρεπε να παραμερίσουν τις αγκυλώσεις τους και να επιδιώξουν κοινή δράση με την Ελληνική Λύση ή ακόμα και με τη ΝΙΚΗ, εφόσον στ’ αλήθεια θέλουν να δυσκολέψουν τη ζωή του κυρίου Μητσοτάκη.
Κάποια εξήγηση πρέπει να υπάρχει για αυτή την αντιπαραγωγική στάση. Είτε οι άνθρωποι είναι απλά… κολλημένοι με τη μπάλα και θέλουν σώνει και καλά οι πρωτοβουλίες τους να έχουν «κεντροαριστερή χροιά» είτε είναι εντελώς ανεπαρκείς και, στην προσπάθειά τους να στριμώξουν την κυβέρνηση, δίνουν πάσες ή, ακόμα χειρότερα, παίζουν βρόμικο παιχνίδι – υποψία που βαραίνει περισσότερο τον Ανδρουλάκη με τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής του.
Όταν στο στόχαστρο μπαίνει μόνο ο Τριαντόπουλος, είναι βέβαιο ότι θα χαθεί η ουσία των πολιτικών ευθυνών, που αγγίζουν τον ίδιο τον Μητσοτάκη. Εκτός κι αν ο εγκαλούμενος πρώην υφυπουργός υιοθετήσει την υπερασπιστική των εγκληματιών στις Δίκες της Νυρεμβέργης, λέγοντας «εκτελούσα εντολές ανωτέρων» – και τότε θα πρέπει να εξηγήσει ποιοι είναι αυτοί. Αλλά δεν το βρίσκω καθόλου πιθανό. Ειδικά όταν γνωρίζει ότι θα πέσει στα «μαλακά». Για αυτό θα υιοθετήσει την άλλη σχολή: της σιωπής. Μεταξύ μαφιόζων, ομερτά…