Του Μανώλη Κοττάκη
Εισαγωγική παρατήρηση: Ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, πρωτευόντως, και ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, δευτερευόντως, εκμεταλλεύτηκαν άριστα τους υπαινιγμούς που άφησαν προχθές στην Εθνική Αντιπροσωπία μία βουλευτής προσκείμενη στον Στέφανο Κασσελάκη και ένας βουλευτής από μικρό δεξιό κόμμα για να δημιουργήσουν μια εικόνα δίωξης και κατασυκοφάντησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας για την υπόθεση των Τεμπών. Και την πιστώθηκαν εσωτερικά. Οι παρεμβάσεις τους υιοθετήθηκαν κι έγιναν κεντρικός πολιτικός λόγος της Ν.Δ. και του Μεγάρου Μαξίμου.
Ωστόσο οι «έμπειροι» υπουργοί, καταγγέλλοντας την αντιπολίτευση, έβαλαν στο κέντρο του πολιτικού διαλόγου το ερώτημα που πλην της εισαγγελέως μητέρας του θύματος δεν βγήκε από τα χείλη κανενός μέσα στο Κοινοβούλιο ευθέως μέχρι σήμερα. Δολοφονήθηκε ο νεαρός υιός της εισαγγελέως και, αν ναι, από ποιους;
Οι μόνοι που επανέλαβαν verbatim τη λέξη «δολοφόνοι» μέσα στη Βουλή, για να την αποκηρύξουν, ήταν οι υπουργοί της Ν.Δ. (ο κύριος Γεωργιάδης αναπαρήγαγε και τις λέξεις «παιδεραστές», «λαθρέμποροι»). Όχι οι αντίπαλοί τους. Λειτούργησαν δηλαδή στην πράξη, διά της καταγγελίας, ως πολλαπλασιαστές των σκοτεινών τρολ του διαδικτύου. Όχι ως αναχώματά τους, αν αυτή ήταν η επιδίωξή τους.
Eρώτηση: Είναι αυτό πολιτικώς και επικοινωνιακώς έξυπνο;
Προφανώς η Ν.Δ. και τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων της δεν είναι ούτε ένοχοι ούτε και δολοφόνοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κορυφαία στελέχη της έχουν το δικαίωμα να συμπεριφέρονται ένοχα με τις υπερβολές τους. Οι δυνάμεις του μέτρου ευρίσκονται στο Κοινοβούλιο για να σβήνουν τις φωτιές, όχι για να τις φουντώνουν.
Ας έλθουμε τώρα στην ουσία των πραγμάτων, η οποία επικεντρώνεται σε τρία ερωτήματα:
-Το πρώτο: Εάν τυχόν ο θάνατος του νεαρού οφείλεται σε άλλες αιτίες (γεγονός που δεν μπορεί να αποκλειστεί και σε κάθε περίπτωση πρέπει να διερευνηθεί), τότε γιατί ρίζωσε η καχυποψία στην πατρίδα μας και ο λαός δηλητηριάζεται από κάθε φήμη, πραγματική ή ανυπόστατη; Από κάθε πραγματικό γεγονός; Τι φταίει;
-Το δεύτερο: Μήπως όσοι είναι οι επισπεύδοντες για τα Τέμπη θέλουν να «ρίξουν» την κυβέρνηση και μετέχουν σε παιχνίδια αποσταθεροποίησης; Υπονομεύεται η σταθερότητα από το αίτημα για δικαιοσύνη;
-Το τρίτο: Μήπως η εικόνα αναταραχής στη χώρα πυροδοτείται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση κάνει ένα άλμα λογικής και, πριν κάνει στοιχειώδη αυτοκριτική γιατί έχασε τον έλεγχο της κατάστασης με ανύπαρκτη αντιπολίτευση απέναντί της, επιχειρεί να «θυματοποιηθεί»;
Μια ξεκάθαρη θέση πριν τα απαντήσουμε. Το επιχείρημα της αποσταθεροποίησης δεν ευνοεί την κυβέρνηση. Την εμφανίζει σε θέση αδυναμίας. Που είναι μεν, αλλά άλλο «το να είσαι» και άλλο «να το παραδέχεσαι».
Όταν προσπαθείς να προκαλέσεις τη συμπάθεια των οπαδών σου με τον υπαινιγμό «βοήθεια, με ρίχνουν!», δεν είσαι ο καταλύτης της σταθερότητας πλέον ούτε ο κυρίαρχος. Οι κυρίαρχοι έχουν ισχύ. Και δεν φοβούνται ότι θα τους ρίξει το έκτο στις δημοσκοπήσεις σήμερα κόμμα, ο ανυπόληπτος ΣΥΡΙΖΑ. Ανέκδοτον να θεωρείται το αριστερό σκορποχώρι μοχλός αποσταθεροποίησης!
Αν υπάρχει ένα αίτημα λοιπόν είναι αυτό: Σταματήστε τα δάκρυα και δώστε εξηγήσεις. Δύο χρόνια μετά το δυστύχημα πλειάδα περιστατικών δείχνει ότι δεν υπάρχει ασφάλεια στους σιδηροδρόμους και ο κόσμος αποφεύγει τα τρένα. Δύο χρόνια είναι αιώνας στην εποχή της ταχύτητας .
Ποιος φταίει γι’ αυτό; Η αποσταθεροποίηση; Η αντιπολίτευση; Ή οι έχοντες τη διακυβέρνηση;
Πάμε τώρα στα ερωτήματα. Γιατί ρίζωσε η καχυποψία και ενδεχομένως ο κόσμος να υιοθετεί και πράγματα που δεν έχουν συμβεί; Η αμφισβήτηση δεν ριζώνει από τη μια μέρα στην άλλη. Πρόκειται για μακρά διαδικασία.
Καταρχάς, σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι για μεγάλα σκάνδαλα του παρελθόντος αθωώνονται. Όλοι αθώοι! Ιδού το πρώτο ρήγμα εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη.
Έπειτα ορισμένοι δικαστές και εισαγγελείς έχουν δώσει δικαιώματα στην κοινή γνώμη με τη δράση τους σε υποθέσεις προ των Τεμπών (Novartis, Siemens, υποκλοπές κ.λπ.).
Στην υπόθεση των Τεμπών έχουν συμβεί πολλά περίεργα, για τα οποία η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη οφείλουν να κάνουν στοιχειώδη αυτοκριτική. Αφού η κυβέρνηση δεν έχει να συγκαλύψει τίποτε, όπως ισχυρίζεται, γιατί μπλόκαρε την κλήση Τριαντόπουλου στην εξεταστική; Γιατί όλες οι ηχογραφήσεις στο Κέντρο Ρύθμισης Κυκλοφορίας του ΟΣΕ τη μοιραία βραδιά έχουν εξαφανιστεί; Γιατί οι τηλεφωνικές κλήσεις του μηχανοδηγού τις επιβατικής αμαξοστοιχίας έχουν αποκρυβεί και δεν έχουν διερευνηθεί; Γιατί τα βίντεο της φόρτωσης της εμπορικής στη Θεσσαλονίκη έχουν διαγραφεί; Κυβερνά αυτό το κράτος η Ν.Δ. ή απλώς προεδρεύει; Ποιος έχει ευθύνη για τη λειτουργία αυτού του κράτους, εφόσον η Ν.Δ. μας διαβεβαιώνει ότι δεν συγκαλύπτει; Απαντήσεις!
Το ίδιο ερώτημα ισχύει για τη Δικαιοσύνη. Γιατί ο ανακριτής δεν συμπεριέλαβε 168.000 ηχητικά αρχεία στη δικογραφία; Γιατί δεν απαντά στις κατηγορίες; Γιατί καταστράφηκαν οι τοξικολογικές εξετάσεις των θυμάτων στο Νοσοκομείο Λάρισας; Γιατί παραδόθηκαν χωρίς απομαγνητοφώνηση στη δικογραφία οι ηχογραφήσεις του 112 με τις οιμωγές θυμάτων «δεν έχω οξυγόνο»; Τι είναι τελικώς το κράτος δικαίου; Σύμμαχος ή εχθρός του πολίτη;
Όπως αντιλαμβάνεστε, το λίπασμα για την καχυποψία στην κοινή γνώμη δεν το ρίχνει η ανύπαρκτη αντιπολίτευση. Το ρίχνει η σωρεία παραλείψεων στην πολιτική και κοινοβουλευτική έρευνα.
Κλείνουμε με το τρίτο ερώτημα.
Το αυτονόητο αίτημα για δικαιοσύνη και επιδίκασης των ποινών στους υπαιτίους, όποιοι και αν είναι αυτοί, είναι εμπόδιο για την πολιτική σταθερότητα που πράγματι ματώσαμε για να αποκτήσουμε ή όχι;
Απάντηση: Η πολιτική σταθερότητα δεν ταυτίζεται με κόμματα και πρόσωπα αλλά με υγιείς θεσμούς και σταθερούς κανόνες. Με υγιές Κοινοβούλιο, με υγιή Δικαιοσύνη, με υγιές κράτος. Η σταθερότητα που στηρίζεται σε τυχόν σάπιους θεσμούς δεν είναι σταθερότητα αλλά συνταγή για πολιτικό και κοινωνικό χάος.
Καταληκτικώς: Η βοή που έρχεται από την κοινωνία δεν ψάχνει για τους δολοφόνους του νεαρού απαραιτήτως. Ψάχνει για το ποιοι δολοφονούν τη δημοκρατία κάθε μέρα σε συνθήκες ελευθερίας. Γιατί καθίσταται κοινή πεποίθηση ότι η δημοκρατία συνδέεται ευθέως με την οικονομία. Και η έλλειψη δικαιοσύνης με τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι θύτες της παραβίασης των θεσμών να μην παριστάνουν τα θύματα, λοιπόν. Ούτε τους εγγυητές. Θερμή παράκληση.