Του Δημήτρη Γαρούφα*
Από το 2017 καθιερώθηκε η 9η Φεβρουαρίου ως ημέρα ελληνικής γλώσσας και, όπως κάθε χρόνο, θα δούμε και φέτος αφιερώματα για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, για το γεγονός ότι μαζί με την κινεζική είναι οι αρχαιότερες γλώσσες με γραφή που ομιλούνται για χιλιάδες χρόνια, για το πόσο επηρέασε την εξέλιξη άλλων γλωσσών και πόσο πολλές λέξεις μας έχουν περάσει αυτούσιες σε άλλες γλώσσες.
Δεν είδαμε όμως καμιά συζήτηση για το αν ή τι κάνει το ελληνικό κράτος για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας διεθνώς, ίσως γιατί κάνει πολύ λίγα πράγματα. Θα αναφερθώ χαρακτηριστικά στα Βαλκάνια που ήταν, και σε κάποιο βαθμό είναι ακόμη, προνομιακός χώρος για την ελληνική γλώσσα.
Την εποχή του Ρήγα Φεραίου η παιδεία σε όλα τα Βαλκάνια ήταν ελληνική και όσοι είχαν κάποια μόρφωση μιλούσαν και ελληνικά και γι’ αυτό άλλωστε ο Ρήγας Φεραίος οραματιζόταν ένα βαλκανικό κράτος με ελληνική παιδεία και χαρακτήρα αλλά με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ισοτιμία όλων των λαών. Μετέπειτα δημιουργήθηκαν άλλες συνθήκες, ιδρύθηκαν εθνικά κράτη, υπήρξαν άλλα συμφέροντα για κάθε κράτος και η μόνη φορά που ομονόησαν και συμμάχησαν τα βαλκανικά κράτη ήταν το 1912 που διέλυσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακολούθησαν οι βαλκανικές διασκέψεις του Μεσοπολέμου (η τελευταία έγινε το 1933 στη Θεσσαλονίκη) με στόχο τη μόνιμη βαλκανική συνεργασία που λόγω διεθνών εξελίξεων δεν υλοποιήθηκε, ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και με τη λήξη του η εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στις γειτονικές χώρες που άλλαξε τα δεδομένα.
Μετά το 1989 υπήρξαν ραγδαίες εξελίξεις στα Βαλκάνια, κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα και άνοιξαν τα σύνορα, ενώ όλες οι χώρες ζήτησαν συνεργασία και στήριξη από την Ελλάδα, που ήταν η μόνη χώρα στα Βαλκάνια που ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., όπου διακαώς επιθυμούσαν να ενταχθούν όλες οι γειτονικές χώρες. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να αναδειχθεί η Ελλάδα σε περιφερειακή δύναμη, αλλά από ολιγωρία του πολιτικού προσωπικού δεν αξιοποιήθηκε η ευκαιρία. Παρά ταύτα, χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν σε βαλκανικές χώρες, αναζητώντας άτομα που θα γνώριζαν και την ελληνική. Έτσι, όσοι μιλούσαν ελληνικά προσλαμβάνονταν κατά προτεραιότητα σε αυτές τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει επιθυμία εκμάθησης ελληνικής γλώσσας. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω ότι το πανεπιστήμιο Σόφιας ίδρυσε το 1993 Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο οποίο εισάγονταν κάθε χρόνο 25 άτομα. Για αυτές τις 25 θέσεις υπήρχαν το 1996 2.055 υποψήφιοι, για το 2000 2.519 και το 2002 2.682 (βλ. άρθρο της προέδρου του τμήματος Στόινας Πορομάνσκα στο περ. «Ελληνική διεθνής γλώσσα» του ΟΔΕΓ, έτος 16, τόμος Ζ, τ.8, σελ. 408), ενώ για το αντίστοιχο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας οι υποψήφιοι ήταν περίπου 800. Δηλαδή η ελληνική γλώσσα συγκέντρωνε περισσότερες προτιμήσεις από το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας και γιατί έλκυε ο ελληνικός πολιτισμός αλλά και γιατί οι απόφοιτοι του Τμήματος ήταν περιζήτητοι στην αγορά εργασίας.
Το ίδιο ενδιαφέρον για εκμάθηση ελληνικής γλώσσας υπήρχε και στα Σκόπια (αυτή την εποχή ιδρύθηκαν τρία φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας στο Μοναστήρι) αλλά και στις άλλες βαλκανικές χώρες, όπου σε πολλές πόλεις ιδρύθηκαν υποτυπώδη φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας. Αν η Ελλάδα είχε ιδρύσει έναν επίσημο φορέα (ινστιτούτο) διδασκαλίας ελληνικής γλώσσας σε μεγάλες πόλεις των βαλκανικών χωρών, είναι βέβαιο ότι θα έτεινε να καταστεί γλώσσα εργασίας, συναγωνιζόμενη την αγγλική, Αλλά για να συμβεί έπρεπε να υπάρχει όραμα από τον πολιτικό μας κόσμο, που δυστυχώς δεν υπήρχε.
Έχω επισκεφθεί κατ’ επανάληψη όλες τις βαλκανικές χώρες και με θεσμικές ιδιότητες, ενώ διατηρώ επαφές με πρόσωπα και φορείς που εκπροσωπούν τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς σε αυτές τις χώρες και με λύπη διαπιστώνω σήμερα ότι η χώρα μας εγκαταλείπει ακόμη και τα ερείσματα που είχε δημιουργήσει τη δεκαετία του 1990 και το κενό το καλύπτει μεθοδικά η Τουρκία.
Μόνο αν αυτοί που άσκησαν εξουσία στη χώρα μας είχαν όραμα και βούληση η Ελλάδα θα ήταν πρωταγωνίστρια στα Βαλκάνια με αναβαθμισμένη θέση και στην Ε.Ε. και θα είχε πολύ ισχυρότερη αποτρεπτική ισχύ και έναντι της Τουρκίας, γιατί θα είχε όλα τα Βαλκάνια στο πλευρό της. Δυστυχώς χάθηκε ανεκμετάλλευτη η ιστορική ευκαιρία που δημιούργησαν για τη χώρα μας οι μετά το 1989 γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Μπορούν, βέβαια, και τώρα ακόμη με ανάληψη πρωτοβουλιών να γίνουν πράγματα, αλλά αυτά προϋποθέτουν γνώση των βαλκανικών θεμάτων, ύπαρξη οράματος και πολιτικής βούλησης.
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης