Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
Μετά την «απόφαση» του νέου ιδεολογικοπολιτικού καθεστώτος Τραμπ ότι στο ανθρώπινο είδος υπάρχουν μόνο δύο φύλα (αναμένεται διάταγμα που θα επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι δεν είναι σκυλοκέφαλοι και εγκύκλιος που θα διευκρινίζει ότι το είδος δεν αναπαράγεται διά της διχοτομήσεως), η συζήτηση μεταξύ «προοδευτικών» και «συντηρητικών» επικεντρώνεται πλέον στο «δικαίωμα» των γονέων και κηδεμόνων να αντιδρούν στις επιθυμίες φυλομετάβασης των ανήλικων παιδιών τους.
Η φυλομετάβαση αποτελεί έναν όρο και μια αντίστοιχη κοινωνιοψυχολογική πραγματικότητα που έχει εισέλθει πλέον μέσω δικαιωματισμού στο σύγχρονο καθημερινό λεξιλόγιο των πολιτών. Η παραπάνω αντιπαράθεση προφανώς δεν επικεντρώνεται στις σπάνιες περιπτώσεις δυσπλασίας των γεννητικών οργάνων ή ερμαφροδιτισμού, για τις οποίες δεν υπήρχε καμία διαφωνία μεταξύ «προοδευτικών» και «συντηρητικών», αφού πρόκειται για ένα αναμφίβολα ιατρικό και βιολογικής φύσης πρόβλημα ορισμένων ατόμων. Η έριδα αφορά την ψυχοπολιτισμική μόδα της δυσφορίας των ατόμων για το φύλο που «εκ παραδρομής» τους αποδόθηκε, είτε από τη «φύση» είτε, για τους παραδοσιακά θρησκευόμενους, «από τον Θεό». Πρόκειται δηλαδή για μια διχογνωμία σχετική με το ιδεολογικό lifestyle του ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού κάθε «καταναλωτή» που θα είχε το νομικό, «ανθρώπινο δικαίωμα» να επιλέξει ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς το φύλο στο οποίο επιθυμεί να ενταχθεί, έστω προσωρινά. Και έστω με τους τραμπικούς νομικούς περιορισμούς του φάσματος των διαθέσιμων επιλογών, «μόνο ανάμεσα στα δύο φύλα»…
Έτσι, όλοι οι αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί που θεωρούν ότι το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή και που συνεπώς παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα, χωρίς να αναρωτηθούν πώς διαμορφώνονται και εγχαράσσονται οι μόδες και οι επιθυμίες της φυλομετάβασης με τρόπο «ξαφνικό» και μάλιστα τόσο μαζικό όσο σήμερα, σε πολλές δυτικές κοινωνίες απαιτούν τη συναίνεση στις ελεύθερες επιλογές φύλου των εξίσου «προοδευτικών» γονέων και κηδεμόνων. Αυτοί οι τελευταίοι καλούνται, λοιπόν, να πάρουν την ισχύουσα πολιτικώς ορθή πραγματικότητα για επιθυμία τους. Με άλλα λόγια, να συμμορφωθούν με το αναρχοφιλελεύθερο πνεύμα του δικαιωματισμού και να εκλογικεύσουν μέχρι συνειδητής αποσιώπησης τους όποιους ηθικούς και λογικούς δισταγμούς τους. Να καθησυχάσουν τις συνειδήσεις τους -και πρόθυμα ή απρόθυμα να εγκρίνουν ή έστω να αποδεχθούν σιωπηλά-, τις επιθυμίες φυλομετάβασης των παιδιών τους ως «κάτι φυσικό». Με μια άρρητη, δουλική μοιρολατρία, που, όπως συμβαίνει με όλες τις ιδεολογικές εκλογικεύσεις, αναιρεί τις ευθύνες των πολιτικά και πολιτισμικά υποταγμένων υπηκόων για την κατάντια και την εξαθλίωσή τους, αποδίδοντάς τες με ένα «ε, τι να κάνουμε;» στις «βουλές του Υψίστου», που, άγνωστο γιατί, «έκανε τα πράγματα να είναι όπως είναι»…
Όσοι, ωστόσο, αντιδρούν με οργισμένες αντιρρήσεις στις «επιθυμίες» των υπό φυλομετάβαση ανηλίκων, όσοι προσπαθούν να βάλουν κάποια όρια στις δήθεν ελεύθερες επιλογές του ταυτοτικού τους αυτοπροσδιορισμού στο πεδίο του φύλου, όταν δεν στιγματίζονται ως «φασίστες» από τους νέους θρησκόληπτους του δικαιωματισμού (οι έννοιες έχουν χάσει προ πολλού τη σημασία τους), έρχονται αντιμέτωποι με το αναρχοφιλελεύθερο «απαγορεύεται το απαγορεύειν». Στη διάλεκτο του δικαιωματισμού, η παραπάνω απαγόρευση όλων των απαγορεύσεων θεωρείται από πολλούς συνώνυμη της «προοδευτικότητας», της «ανεκτικότητας», της απαξίωσης των αυταρχικών κοινωνικών συμπεριφορών που, άμεσα ή έμμεσα, κατατείνουν στον περιορισμό των «φυσικών ατομικών ελευθεριών του καθενός».
Με τον φόβο του στιγματισμού τους, όσοι λογικώς και ηθικώς σκεπτόμενοι αρνούνται να συναινέσουν στις επιθυμίες φυλομετάβασης των ιδεολογικώς και πολιτισμικώς χειραγωγούμενων παιδιών, επιχειρούν κάπως αδέξια να δικαιολογήσουν τις αντιρρήσεις τους με το επιχείρημα της γνωστικής και ηθικής ανωριμότητας των ανηλίκων. Δίνουν, συνεπώς, έμφαση στους νομικούς περιορισμούς αρκετών δικαιωμάτων μέχρι την ενηλικίωση, προτείνοντας να προστεθεί σε αυτούς τους περιορισμούς και το δικαίωμα στη φυλομετάβαση. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η ακριβής ηλικία της ενηλικίωσης και της ωριμότητας δεν είναι πάντα κάτι σταθερό και αμετάβλητο ούτε ανεξάρτητο των πραγματικών συνθηκών της ζωής των ανθρώπων, το επιχείρημα της «ανωριμότητας», αν και σοβαρότατο, φαίνεται κάπως ανεπαρκές και αμφιλεγόμενο. Παράλληλα, αφήνει την έννοια της απαγόρευσης να φαίνεται και να ακούγεται σαν κάτι το εξ ορισμού αυταρχικό και «αντιδημοκρατικό». Κάτι τέλος πάντων κανονιστικό, που περιορίζει «αυθαίρετα» τις ελευθερίες των ατόμων να επιλέξουν έναν τρόπο ζωής που θεωρούν ότι τους ταιριάζει καλύτερα.
Προφανώς, κάτι τέτοιο ισχύει σε όλα τα αυταρχικά, «οργουελιανά» καθεστώτα, όπου το κράτος και η πολιτική του ορθότητα παρεμβαίνουν σε όλες τις πτυχές της ιδιωτικής ζωής, καθιστώντας την ιδιωτική σφαίρα αντικείμενο μόνιμης «πανοπτικής» επιτήρησης. Εντούτοις, η απαγόρευση, το «ταμπού», έχει στις ανθρώπινες κοινωνίες έναν δυναμισμό, όχι τόσο αρνητικό (στέρησης ατομικών ελευθεριών), όσο κυρίως θετικό. Από ανθρωπολογικής τουλάχιστον άποψης, η απαγόρευση είναι συστατική της ανθρώπινης ζωής σε κοινότητες, στο περιβάλλον δηλαδή που καθιστά δυνατή την επιβίωση των φύσει κοινωνικών και πολιτικών ανθρώπινων όντων. Διότι, βέβαια, η απαγόρευση προϋποθέτει την επιθυμία για κάποιον «απαγορευμένο καρπό». Δηλαδή, δεν υπάρχει απαγόρευση παρά όταν υπάρχει ατομική επιθυμία γι’ αυτό ακριβώς που κοινωνικά απαγορεύεται, θα λέγαμε, για λόγους ύψιστου «δημοσίου συμφέροντος».
Όπως έχουν υποδείξει φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι, π.χ. οι Μπατάιγ, Μος, Φοξ κ.λπ., απαγορεύεται ρητώς η υλοποίηση ατομικών επιθυμιών που άμεσα ή έμμεσα αντιβαίνουν στα μακροπρόθεσμα συλλογικά συμφέροντα της ομάδας. Λόγου χάριν, το ταμπού της ανθρωποφαγίας μεταξύ των οικείων, δηλαδή η αναζήτηση «εύκολης τροφής» (κυρίως στα παιδιά και στις γυναίκες της ομάδας) από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες (τους εξελικτικώς μακρινούς προγόνους μας). Απαγορεύονται με άλλα λόγια οι πρακτικές που θέτουν υπό αμφισβήτηση α) τη διατήρηση και το μέλλον της ομάδας, β) τη διεύρυνσή της με επιγαμίες εξ αγχιστείας με μέλη άλλων ομάδων. Πάντα υπέρτερα των ατομικών επιθυμιών, τα συλλογικά συμφέροντα της ομάδας απαγορεύουν έτσι τις πρακτικές της αιμομιξίας και τις ανάλογες «εύκολες και εσωτερικές» διαδικασίες αναπαραγωγής.
Για τους σημερινούς ενήλικες, ο εκούσιος ακρωτηριασμός, βιοχημικός και χειρουργικός, που προϋποθέτει η φυλομετάβαση, προφανώς δεν μπορεί να απαγορευτεί με τους ίδιους όρους – όπως άλλωστε δεν μπορεί να απαγορευτεί και η αυτοκτονία, ούτε έχει νόημα να αμφισβητηθεί η επιθυμία της. Όμως, όπως ακριβώς η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία απαιτεί και προϋποθέτει όχι μόνο την πρόθυμη συναίνεση του υποψήφιου αυτόχειρα, αλλά και τη λεπτομερή ιατρική και ψυχιατρική, ορθολογική τεκμηρίωση της αναγκαιότητάς της (συνήθως, λόγω του επώδυνου χαρακτήρα του αναμφίβολα επερχόμενου θανάτου του ασθενούς που επιθυμεί να αυτοκτονήσει), έτσι και οι ακρωτηριασμοί που συνοδεύουν την ιατρικώς υποβοηθούμενη φυλομετάβαση των ενηλίκων δεν νομιμοποιούνται δεοντολογικά παρά στη βάση των αντίστοιχων γνωματεύσεων καθώς και της αντικειμενικής ενημέρωσης του υποψηφίου φυλομεταβαίνοντος για τις κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες της επιλογής του. Για τους ανήλικους, ωστόσο, εφήβους και παιδιά που δηλώνουν ότι επιθυμούν να φυλομεταβούν (ενδεχομένως και να ειδομεταβούν: πολλά άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές εκφράζουν την πεποίθηση ότι είναι ή επιθυμούν να γίνουν σκύλοι, γάτες, σαύρες κ.λπ.), το υποθετικό δικαίωμά τους στον ακρωτηριασμό δεν αναιρεί καθόλου το δικαίωμα και την υποχρέωση του άμεσου κοινωνικού τους περιβάλλοντος στην έντονη αμφισβήτηση του παραπάνω εφηβικού δικαιώματος – με άλλα λόγια, στη ρητή απαγόρευση υλοποίησης αυτής της «επιθυμίας». Διότι ακριβώς: τίποτα δεν είναι ψυχοπολιτισμικά ασαφέστερο από την έννοια της ασυνείδητης ατομικής επιθυμίας. Η ερμηνεία της προέλευσής της και η εκτίμηση της διαχρονικής σταθερότητάς της είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ οι ακρωτηριασμοί που συνοδεύουν τη φυλομετάβαση είναι οριστικοί και αμετάκλητοι.
Σε αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες, η εύκολη, ανεκτική, σχεδόν αδιάφορα επιτρεπτική συναίνεση του ενήλικου κοινωνικού περιβάλλοντος (γονέων, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων, γιατρών κ.λπ.) στις επιθυμίες φυλομετάβασης των ανηλίκων δεν υποδηλώνει καμία «προοδευτικότητα» των νοοτροπιών και των αντιλήψεων αυτού του περιβάλλοντος. Αντίθετα, δηλώνει σαφώς μια ριζική αντικοινωνικότητα, δηλαδή την απόσυρση της κοινωνίας που έχει χάσει τα ανακλαστικά της επιβίωσής της ως κοινωνία στο σκοτάδι της αδιάφορης επιτρεπτικότητας. Δηλώνει την παραίτηση του πρακτικά και πολιτισμικά εξαθλιωμένου κοινωνικού περιβάλλοντος από τους ρόλους της διαπαιδαγώγησης, της φροντίδας και του ελέγχου που είναι εξ ορισμού δική του σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία άξια αυτού του ονόματος. Η ανθρωπολογία έχει ήδη επισημάνει τις συνιστώσες αυτής της κοινωνικής αυτοκαταστροφικής εξαθλίωσης στις απόλυτα αδιάφορες και επιτρεπτικές σχέσεις ενηλίκων-ανηλίκων της εξόριστης και υπό διάλυση φυλής των Ικς στην Ουγκάντα.
Είναι μήπως, λοιπόν, πιο πραγματικά προοδευτικές από τις δήθεν ριζοσπαστικά προοδευτικές, οι «συντηρητικές» αντιρρήσεις στην ευκολία με την οποία το πάντα επιτρεπτικό σημερινό κοινωνικό περιβάλλον μοιάζει να έχει απαγκιστρωθεί από τις υποχρεώσεις του, δηλαδή να έχει απαγορεύσει στον εαυτό του τις απαγορεύσεις – και συνεπώς, έχει καταλήξει να αποδέχεται ηθικά και να συναινεί εθιμικά και νομικά στις επιθυμίες φυλομετάβασης ακόμα και των ανηλίκων;
Όπως παλιά έλεγαν: «Ούτε να το συζητάς! Ούτε να το σκέφτεσαι!»
*Ψυχολόγος Msc, επιστημονική διευθύντρια Psy Councellors